«Ανόητοι!» ξέσπασε η Σεβάνα. «Βαρέθηκα να περιμένω! Θα —»
Τότε μόνο εκείνοι που βρίσκονταν στο πεζούλι αντιλήφθηκαν τους νεοαφιχθέντες. Μέσα σε απόλυτη σιωπή τους παρακολούθησαν να πλησιάζουν, με τους αρχηγούς φατρίας να συνοφρυώνονται και τη Σεβάνα να κατσουφιάζει. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, αρκετά νέα για να την πει κανείς μεσόκοπη —και μικρόδειχνε, έτσι που στεκόταν ανάμεσα σε άντρες που δεν ήταν πια μεσήλικες― αλλά με άπληστο στόμα. Οι αρχηγοί φατρίας είχαν αξιοπρεπή όψη, ακόμα και ο Χαν με την ξινισμένη έκφρασή του· τα ανοιχτοπράσινα μάτια της είχαν μια υπολογιστική έκφραση. Αντίθετα από κάθε άλλη Αελίτισσα που είχε δει ο Ραντ, φορούσε τη φαρδιά, λευκή μπλούζα της ανοιγμένη, έτσι ώστε να φαίνεται αρκετό μέρος του ηλιοκαμένου κόρφου της, που ήταν στολισμένος με άφθονα περιδέραια. Ο Ραντ θα καταλάβαινε ότι οι άντρες ήταν αρχηγοί φατρίας από τον τρόπο τους· αν η Σεβάνα ήταν στεγοκυρά, σίγουρα δεν έμοιαζε σε τίποτα της Λίαν.
Ο Ρούαρκ πήγε ίσια στο πεζούλι, έδωσε τα δόρατα και τη στρογγυλή ασπίδα του, το τόξο και τη φαρέτρα του στις Κόκκινες Ασπίδες και ανέβηκε πάνω. Ο Ραντ έδωσε τα χαλινάρια στον Ματ —ο οποίος μουρμούρισε «καλή μας τύχη!» κοιτώντας τους Αελίτες που τους κύκλωναν· η Αντελίν ένευσε ενθαρρυντικά στον Ραντ — και ανέβηκε από τη σέλα κατευθείαν στο πεζούλι. Μουρμουρητά έκπληξης διέτρεξαν το φαράγγι.
«Τι κάνεις, Ρούαρκ», απαίτησε να μάθει ο Χαν βλοσυρός, «και φέρνεις αυτό τον υδρόβιο εδώ πέρα; Αν δεν τον σκοτώσεις, τουλάχιστον στείλε τον να καθίσει, που μας στέκεται σαν αρχηγός».
«Αυτός ο άνθρωπος, ο Ραντ αλ'Θόρ, ήρθε για να μιλήσει στους αρχηγούς των φατριών. Δεν σου είπαν οι Ονειροβάτισσες ότι θα έρθει μαζί μου;» Τα λόγια του Ρούαρκ προκάλεσαν πιο δυνατά μουρμουρητά στους παριστάμενους.
«Η Μελαίν μου είπε πολλά πράγματα, Ρούαρκ», είπε αργά ο Μπάελ, κοιτώντας τον Ραντ συνοφρυωμένος. «Ότι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή είχε βγει από το Ρουίντιαν. Δεν μπορεί να εννοείς ότι αυτός ο άνθρωπος...» Η φωνή του ξεψύχησε, δεν το χωρούσε ο νους του.
«Αφού μπορεί να μιλήσει αυτός ο υδρόβιος», έσπευσε να πει η Σεβάνα, «τότε μπορεί και ο Κουλάντιν». Σήκωσε το απαλό χέρι της και ο Κουλάντιν ανέβηκε στο πεζούλι, με πρόσωπο κατακόκκινο από θυμό.
Ο Χαν γύρισε προς το μέρος του. «Κατέβα κάτω, Κουλάντιν! Δεν φτάνει που παραβιάζει ο Ρούαρκ το έθιμο, τώρα έρχεσαι κι εσύ!»
«Είναι καιρός να πετάξουμε τα πολυκαιρισμένα έθιμα!» φώναξε ο Σάιντο με τα φλογάτα μαλλιά, βγάζοντας το καφετί και γκρίζο σακάκι του. Δεν χρειαζόταν να φωνάζει —τα λόγια του αντηχούσαν σ' ολόκληρο το φαράγγι― αλλά δεν χαμήλωσε τη φωνή. «Εγώ είμαι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή!» Ανέβασε τα μανίκια ως τους αγκώνες και ύψωσε τις γροθιές του στον αέρα. Γύρω από κάθε πήχη τυλιγόταν ένα ερπετοειδές πλάσμα με πορφυρά και χρυσά χρώματα, που είχε λαμπυρίζοντα μεταλλικά πόδια με πέντε χρυσά γαμψώνυχα στο καθένα, ενώ το κεφάλι με τη χρυσή χαίτη άγγιζε τη ράχη του καρπού. Δύο τέλειοι Δράκοντες. «Είμαι ο Καρ'α'κάρν!» Ο βρυχηθμός που του απάντησε έμοιαζε με βροντή, καθώς οι Αελίτες πετάχτηκαν από τις θέσεις τους φωνάζοντας με αγαλλίαση. Οι αρχηγοί φυλής σηκώθηκαν κι αυτοί όρθιοι, οι άνθρωποι του Τάαρνταντ μαζεύτηκαν κοντά ανήσυχοι, ενώ οι υπόλοιποι φώναζαν δυνατά, όπως όλοι.
Οι αρχηγοί φατρίας έμοιαζαν αποσβολωμένοι, ακόμα και ο Ρούαρκ. Η Αντελίν και οι εννέα Κόρες ζύγιασαν τα δόρατά τους, σαν να περίμεναν ότι ανά πάσα στιγμή θα έπρεπε να τα χρησιμοποιήσουν. Ο Ματ, κοιτώντας το άνοιγμα που οδηγούσε έξω, κατέβασε χαμηλά το καπέλο και πλησίασε με τα δύο άλογα στο πεζούλι, κάνοντας κρυφά νόημα στον Ραντ να ξανακατέβει στη σέλα του.
Η Σεβάνα χαμογέλασε αυτάρεσκα σιάζοντας την εσάρπα της, ενώ ο Κουλάντιν πήγε με μεγάλες δρασκελιές μπροστά στο πεζούλι με τα χέρια ψηλά. «Φέρνω αλλαγή!» φώναξε. «Σύμφωνα με την προφητεία, φέρνω ένα καινούριο μέλλον! Θα ξαναπεράσουμε το Δρακότειχος και θα πάρουμε πίσω αυτό που μας ανήκει! Οι υδρόβιοι είναι μαλθακοί, μα πλούσιοι! Θυμάστε τους θησαυρούς που φέραμε μαζί μας την τελευταία φορά που βγήκαμε στις χώρες των υδρόβιων! Αυτή τη φορά θα τα πάρουμε όλα! Αυτή τη φορά...!»
Ο Ραντ άφησε να τον λούσει το κήρυγμα του άλλου. Απ' όλα όσα ήταν δυνατό να συμβούν, αυτό δεν το είχε ούτε καν υποψιαστεί. Πώς; Η λέξη αντηχούσε στο μυαλό του, αλλά δεν το πίστευε και ο ίδιος πόσο ψύχραιμος ήταν. Έβγαλε αργά το σακάκι του και δίστασε μια στιγμή πριν ψαρέψει το ανγκριάλ από την τσέπη· το έχωσε στη ζώνη του παντελονιού του, έριξε το σακάκι κάτω και προχώρησε μπροστά στο πεζούλι, λύνοντας ήρεμα τα κορδόνια των μανικιών του. Γλίστρησαν κάτω, καθώς ύψωνε τα χέρια πάνω από το κεφάλι.