Выбрать главу

Ψέματα, αλατισμένα με όσα ψήγματα αλήθειας χρειαζόταν. Ο άνθρωπος είχε μια νικηφόρα αυτοπεποίθηση, ήταν βέβαιος ότι είχε μια απάντηση για κάθε ερώτημα.

«Λες ότι πήγες στο Ρουίντιαν χωρίς την άδεια των Σοφών;» ζήτησε να μάθει ο Χαν. Ο πανύψηλος Μπάελ είχε μια αποδοκιμαστική στάση, με τα χέρια σταυρωμένα. Το ίδιο έμοιαζε να νιώθει και ο Έριμ με τον Τζέραν, αν και όχι τόσο έντονα. Τουλάχιστον οι αρχηγοί φατρίας ταλαντεύονταν ακόμα. Η Σεβάνα έσφιγγε το μαχαίρι της ζώνης της, αγριοκοιτάζοντας τον Χαν σαν να ήθελε να του το καρφώσει στην πλάτη.

Ο Κουλάντιν, όμως, είχε έτοιμη την απάντηση. «Ναι, χωρίς αυτήν! Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή φέρνει αλλαγή! Έτσι λέει η προφητεία! Οι άχρηστοι τρόποι μας πρέπει να αλλάξουν και θα τους αλλάξω εγώ! Μήπως δεν έφτασα εδώ με την αυγή;»

Οι αρχηγοί φατρίας ήταν έτοιμοι να πειστούν, το ίδιο και οι Αελίτες που παρακολουθούσαν, οι οποίοι τώρα είχαν σηκωθεί και κοίταζαν σιωπηλά, περιμένοντας κατά χιλιάδες. Αν ο Ραντ δεν μπορούσε να τους πείσει, μάλλον δεν θα έφευγε ζωντανός από το Άλκαιρ Νταλ. Ο Ματ του ξανάκανε νόημα να έρθει στη σέλα του Τζήντ'εν. Ο Ραντ δεν έκανε καν τον κόπο να κουνήσει το κεφάλι. Υπήρχε κάτι σημαντικότερο από το να βγει ζωντανός· χρειαζόταν αυτούς τους ανθρώπους, χρειαζόταν την αφοσίωση τους. Έπρεπε να έχει ανθρώπους που θα τον ακολουθούσαν επειδή θα τον πίστευαν, όχι για να τον χρησιμοποιήσουν, ούτε γι' αυτά που θα μπορούσε να τους δώσει. Έπρεπε.

«Το Ρουίντιαν», είπε. Η λέξη φάνηκε να γεμίζει το φαράγγι. «Ισχυρίζεσαι ότι πήγες στο Ρουίντιαν, Κουλάντιν. Τι είδες εκεί;»

«Οι πάντες ξέρουν ότι δεν μιλάμε για το Ρουίντιαν», του αντιγύρισε ο Κουλάντιν.

«Μπορούμε να πάμε παράμερα», είπε ο Έριμ, «και να μιλήσουμε κατ' ιδίαν, για να μας πεις —» Ο Σάιντο τον διέκοψε με πρόσωπο κατακόκκινο από θυμό.

«Δεν μιλάω σε κανέναν. Το Ρουίντιαν είναι ένας ιερός τόπος και αυτό που είδα είναι ιερό. Εγώ είμαι ιερός!» Ύψωσε πάλι τα σημαδεμένα με τους Δράκοντες μπράτσα του. «Αυτά με κάνουν ιερό!»

«Περπάτησα ανάμεσα σε γυάλινες κολώνες, πλάι στο Αβεντεσόρα». Ο Ραντ μίλησε χαμηλόφωνα, αλλά οι λέξεις ακούστηκαν παντού. «Είδα την ιστορία του Άελ μέσα από τα μάτια των προγόνων μου. Τι είδες, Κουλάντιν; Δεν φοβάμαι να μιλήσω. Εσύ φοβάσαι;» Ο Σάιντο τρεμούλιασε από οργή, με πρόσωπο σχεδόν στο χρώμα των φλογάτων μαλλιών του.

Ο Μπάελ και ο Έριμ, ο Τζέραν και ο Χαν αντάλλαξαν αβέβαιες ματιές. «Πρέπει να πάμε παράμερα γι' αυτό», μουρμούρισε ο Χαν.

Ο Κουλάντιν δεν κατάλαβε ότι είχε χάσει το πλεονέκτημα που είχε με τους τέσσερις, το κατάλαβε όμως η Σεβάνα. «Ο Ρούαρκ του τα είπε όλα αυτά», έφτυσε η στεγοκυρά. «Μια από τις συζύγους του Ρούαρκ είναι ονειροβάτισσα, από εκείνες που συνδράμουν τις Άες Σεντάι. Του τα είπε ο Ρούαρκ!»

«Ο Ρούαρκ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο», την αποπήρε ο Χαν. «Είναι αρχηγός φατρίας και άνθρωπος με τιμή. Μη μιλάς για ό,τι δεν ξέρεις, Σεβάνα!»

«Δεν φοβάμαι!» φώναξε ο Κουλάντιν. «Κανείς δεν μπορεί να με κατηγορήσει ότι φοβάμαι! Είδα κι εγώ μέσα από τα μάτια των προγόνων μας! Είδα τον ερχομό μας στην Τρίπτυχη Γη! Είδα τη δόξα μας! Τη δόξα που θα ξαναφέρω σε εμάς!»

«Είδα την Εποχή των Θρύλων», ανήγγειλε ο Ραντ, «και την αρχή του ταξιδιού των Αελιτών για την Τρίπτυχη Γη». Ο Ρούαρκ τον έπιασε από το μπράτσο, αλλά αυτός έδιωξε τον αρχηγό φατρίας. Αυτή η στιγμή ήταν το πεπρωμένο του από τότε που οι Αελίτες είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στο Ρουίντιαν την πρώτη φορά. «Είδα τους Αελίτες τότε που αποκαλούνταν Ντα'σάιν Άελ και ακολουθούσαν την Οδό του Φύλλου».

«Όχι!» Κραυγές ήχησαν στο φαράγγι, ξέσπασε σάλος. «Όχι! Όχι!» Από χιλιάδες λαρύγγια. Τα δόρατα που υψώθηκαν στον αέρα άστραψαν στο φως. Φώναζαν ακόμα και μερικοί αρχηγοί φυλής του Τάαρνταντ. Η Αντελίν κοίταζε τον Ραντ εμβρόντητη. Ο Ματ του φώναξε κάτι που χάθηκε μέσα στο ορυμαγδό, κάνοντάς του απελπισμένα νόημα να ανέβει στη σέλα.

«Ψεύτη!» Το σχήμα του φαραγγιού μετέφερε το μούγκρισμα του Κουλάντιν, οργή ανάμικτη με θρίαμβο, πάνω από τις κραυγές των συναγμένων. Η Σεβάνα, κουνώντας έξαλλα το κεφάλι, άπλωσε το χέρι της πάνω του. Θα πρέπει να υποψιαζόταν τώρα ότι ο άνθρωπος ήταν απατεώνας, αλλά αν τον έπειθε να κρατήσει το στόμα του κλειστό, ίσως να πετύχαιναν το σκοπό τους. Όπως ήλπιζε ο Ραντ, ο Κουλάντιν την έσπρωξε στην άκρη. Ο Κουλάντιν ήξερε ότι ο Ραντ είχε πάει στο Ρουίντιαν —δεν μπορεί να είχε καταπιεί και ο ίδιος το παραμύθι του― αλλά αυτό δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Με τα ίδια του τα λόγια αποδεικνύει ότι είναι απατεώνας! Πάντα ήμασταν πολεμιστές! Πάντα! Από την αρχή του χρόνου!»

Ο βρυχηθμός φούσκωσε, τα δόρατα ανέμιζαν, όμως ο Μπάελ και ο Έριμ, ο Τζέραν και ο Χαν στέκονταν πετρωμένοι, βουβοί. Τώρα ήξεραν. Χωρίς να αντιλαμβάνεται την έκφρασή τους, ο Κουλάντιν ανέμιζε τα σημαδεμένα χέρια του στους συγκεντρωμένους Αελίτες, απολαμβάνοντας τη λατρεία τους.