«Γιατί;» είπε μαλακά ο Ρούαρκ πίσω από τον Ραντ. «Δεν κατάλαβες γιατί δεν μιλάμε για το Ρουίντιαν; Για να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι κάποτε ήμασταν τόσο διαφορετικοί απ' όσα πιστεύουμε, ότι ήμασταν το ίδιο με τους καταφρονεμένους Ξεστρατισμένους, τους οποίους αποκαλείς Τουάθα'αν. Το Ρουίντιαν σκοτώνει όσους δεν μπορούν να το αποδεχτούν. Απ' όσους άντρες πάνε στο Ρουίντιαν, μόνο ένας στους τρεις βγαίνει ζωντανός. Και τώρα μίλησες για να το ακούσουν όλοι. Δεν μπορεί να σταματήσει εδώ, Ραντ αλ'Θόρ. Θα διαδοθεί. Πόσοι θα είναι αρκετά δυνατοί για να το αντέξουν;
Θα σας γυρίσει πίσω και θα σας καταστρέψει. «Φέρνω αλλαγή», είπε θλιμμένα ο Ραντ. «Όχι ειρήνη, μα αναταραχή». Παντού τα βήματα μου ακολουθεί ο όλεθρος. Θα υπάρξει μέρος που να μην το συντρίψω; «Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει, Ρούαρκ. Αυτό δεν μπορώ να το αλλάξω».
«Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει», μουρμούρισε έπειτα από μια στιγμή ο Αελίτης.
Ο Κουλάντιν ακόμα πηγαινοερχόταν κορδωμένος, φωνάζοντας στους Αελίτες για δόξες και κατακτήσεις, χωρίς να αντιλαμβάνεται τους αρχηγούς φατρίας, που τον κοιτούσαν από πίσω. Η Σεβάνα δεν κοίταζε καθόλου τον Κουλάντιν· τα ανοιχτοπράσινα μάτια της ήταν προσηλωμένα στους αρχηγούς φατρίας, τα χείλη της ήταν τραβηγμένα πίσω με μια γκριμάτσα, τα στήθη φούσκωναν με αγωνιώδεις ανάσες. Ήθελε να καταλάβει τι σήμαιναν οι σιωπηλές ματιές τους.
«Ο Ραντ αλ'Θόρ», είπε δυνατά ο Μπάελ και το όνομα διαπέρασε τις κραυγές του Κουλάντιν, έκοψε το βρυχηθμό του πλήθους σαν λεπίδα. Έκανε μια παύση για να ξεροβήξει, ενώ το κεφάλι του κουνιόταν σαν να ήθελε να βρει διέξοδο από κει. Ο Κουλάντιν γύρισε και σταύρωσε τα χέρια με αυτοπεποίθηση, χωρίς αμφιβολία περιμένοντας ότι θα επέβαλλαν στον υδρόβιο την ποινή του θανάτου. Ο πανύψηλος αρχηγός φατρίας πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ο Ραντ αλ'Θόρ είναι ο Καρ'α'κάρν. Ο Ραντ αλ'Θόρ είναι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή». Τα μάτια του Κουλάντιν γούρλωσαν γεμάτα οργή.
«Ο Ραντ αλ'Θόρ είναι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή», ανήγγειλε ο Χαν με το ψημένο πρόσωπο, εξίσου απρόθυμα.
«Ο Ραντ αλ'Θόρ είναι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή». Ήταν ο Τζέραν, βλοσυρός. «Ο Ραντ αλ'Θόρ είναι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή», ακούστηκε και ο Έριμ.
«Ο Ραντ αλ'Θόρ», είπε ο Ρούαρκ, «είναι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή». Με φωνή τόσο μαλακή που ακόμα και το πεζούλι δεν μπόρεσε να τη μεταφέρει, μίλησε ξανά. «Και είθε να μας σπλαχνιστεί το Φως».
Η σιωπή κράτησε μια ατέλειωτη στιγμή όλο ένταση. Ύστερα ο Κουλάντιν χίμηξε γρυλίζοντας από το πεζούλι, άρπαξε ένα δόρυ από τους Σέια Ντουν του και το εκσφενδόνισε στον Ραντ. Καθώς χαμήλωνε, όμως, η Αντελίν πηδούσε ψηλά· το δόρυ του χτύπησε την επένδυση από τομάρι ταύρου της ασπίδας της, κάνοντας την Κόρη να στριφογυρίσει.
Πανδαιμόνιο ξέσπασε στο φαράγγι, οι άντρες άρχισαν να φωνάζουν και να σπρώχνονται. Οι άλλες Κόρες του Τζίντο πήδηξαν στο πεζούλι πλάι στην Αντελίν, σχημάτισαν ένα φράγμα μπροστά στον Ραντ. Η Σεβάνα είχε κατέβει για να μιλήσει θυμωμένα στον Κουλάντιν, κρεμασμένη από το μπράτσο του, καθώς εκείνος προσπαθούσε να οδηγήσει τα Μαύρα Μάτια του Σάιντο ενάντια στις Κόρες που ήταν ανάμεσα στον ίδιο και στον Ραντ. Ο Χάιρν και άλλοι δώδεκα αρχηγοί φυλής του Τάαρνταντ ήρθαν στο πλάι της Αντελίν με τα δόρατα έτοιμα. Ο Ματ ανέβηκε πάνω, σφίγγοντας το δόρυ με το μαύρο κοντάρι και τη λεπίδα του σπαθιού με το σημάδι του κορακιού, και μούγκριζε στην Παλιά Γλώσσα, σίγουρα βλαστήμιες. Ο Ρούαρκ και οι άλλοι αρχηγοί φατρίας σήκωσαν τις φωνές τους, προσπαθώντας να επαναφέρουν την τάξη. Το φαράγγι ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Ο Ραντ είδε πέπλα να υψώνονται. Ένα δόρυ άστραψε καρφώνοντας. Κι άλλο ένα. Έπρεπε να το σταματήσει.
Άπλωσε στο σαϊντίν κι αυτό τον πλημμύρισε με τέτοια ένταση, που του φάνηκε ότι θα έσκαγε ή θα έπιανε φωτιά· η βρωμιά του μιάσματος απλώθηκαν μέσα του, τον έκανε να ριγήσει ως το κόκαλο. Οι σκέψεις αιωρήθηκαν έξω από το Κενό· ψυχρές σκέψεις. Νερό. Εδώ που το νερό ήταν τόσο σπάνιο, οι Αελίτες πάντα μιλούσαν για νερό. Ακόμα και σ' αυτό τον ξερό αέρα υπήρχε λίγο νερό. Διαβίβασε χωρίς να ξέρει τι κάνει, άπλωσε στα τυφλά.
Μια ξερή αστραπή τριζοβόλησε πάνω από το Άλκαιρ Νταλ και ο άνεμος χίμηξε από κάθε κατεύθυνση, ουρλιάζοντας από το χείλος του φαραγγιού για να πνίξει τις φωνές των Αελιτών. Ο άνεμος άρχισε να φέρνει απειροελάχιστες στάλες νερού, που γίνονταν ολοένα κι περισσότερες, ώσπου συνέβη κάτι που δεν το είχε δει κανένα μάτι εκεί πέρα. Άρχισε να πέφτει βροχή. Ο άνεμος από πάνω αλυχτούσε και στροβιλιζόταν. Κεραυνοί χάραξαν τον ουρανό. Και η βροχή δυνάμωνε και πύκνωνε, κολλώντας του τα μαλλιά στο κεφάλι και το πουκάμισο στην πλάτη, τόσο δυνατή που έκρυβε ό,τι βρισκόταν πενήντα βήματα παραπέρα.