Выбрать главу

58

Οι Παγίδες Του Ρουίντιαν

Σκοτάδι τον τύλιξε αμέσως όταν χάθηκε το άνοιγμα, ένας ζόφος που εκτεινόταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Εντούτοις, ο Ραντ μπορούσε να δει. Δεν υπήρχε αίσθηση ζέστης ή κρύου, παρ' όλο ήταν βρεγμένος· καμία αίσθηση. Μόνο ύπαρξη. Απλά, γκρίζα, πέτρινα σκαλιά υψώθηκαν μπροστά του, κάθε σκαλί κρεμασμένο χωρίς στήριγμα, που απλώνονταν ώσπου τα έχανε το μάτι. Τα είχε δει και άλλοτε, ή κάτι αντίστοιχό τους· με κάποιον τρόπο, ήξερε ότι θα τον πήγαιναν εκεί που έπρεπε να πάει. Ανηφόρισε τα απίστευτα σκαλιά και καθώς η μπότα του άφηνε το καθένα πίσω με μια υγρή πατημασιά, εκείνο έσβηνε, εξαφανιζόταν. Μονάχα τα μπροστά περίμεναν, μόνο εκείνα που τον πήγαιναν εκεί που έπρεπε να πάει. Κι αυτό, επίσης, ήταν όπως άλλοτε.

Τα έφτιαξα με τη Δύναμη, ή υπάρχουν με κάποιον άλλο τρόπο;

Μ' αυτή τη σκέψη, η γκρίζα πέτρα κάτω από τα πόδια του άρχισε να σβήνει και οι άλλες μπροστά τρεμόπαιξαν. Συγκέντρωσε απελπισμένα την προσοχή του πάνω τους, γκρίζα πέτρα, πραγματική. Πραγματική! Το τρέμουλο σταμάτησε. Δεν ήταν τόσο απλές πια, ήταν γυαλισμένες, οι άκρες τους είχαν σμιλευτεί με μια περίτεχνη μπορντούρα, που του φαινόταν ότι κάπου την είχε ξαναδεί.

Δεν νοιάστηκε πού —δεν ήταν σίγουρος αν θα τολμούσε να το σκεφτεί για πολύ― και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, δρασκελίζοντας τα σκαλιά τρία-τρία μέσα στο ατέλειωτο σκοτάδι. Θα τον πήγαιναν εκεί που ήθελε να πάει, αλλά σε πόσο χρόνο; Τι προβάδισμα είχε ο Ασμόντιαν; Άραγε οι Αποδιωγμένοι ήξεραν κάποιον ταχύτερο τρόπο να ταξιδεύουν; Αυτό ήταν το πρόβλημα. Οι Αποδιωγμένοι είχαν όλες τις γνώσεις· αυτός είχε μόνο την απόγνωση.

Κοίταξε μπροστά και μόρφασε. Τα σκαλιά είχαν προσαρμοστεί στις μακριές δρασκελιές του και είχαν ανάμεσά τους πλατιά κενά, για τα οποία τώρα τα άλματά του ήταν αναγκαία, πάνω από μια μαυρίλα βαθιά σαν... Σαν τι; Εδώ μια πτώση ίσως να μην είχε τέλος. Είπε στον εαυτό του να αγνοήσει τα κενά, να συνεχίσει να τρέχει. Η παλιά, σχεδόν γιατρεμένη λαβωματιά στο πλευρό άρχισε να ξυπνά, την ένιωθε αόριστα. Αλλά αν την αντιλαμβανόταν έστω και ελάχιστα τώρα, τυλιγμένος στο σαϊντίν όπως ήταν, σίγουρα η λαβωματιά ήταν έτοιμη να ανοίξει. Αγνόησέ την. Η σκέψη αιωρήθηκε στο Κενό μέσα του. Δεν τολμούσε να χάσει αυτό τον αγώνα, ακόμα κι αν σκοτωνόταν. Ποτέ δεν θα σταματούσαν αυτά τα σκαλιά; Πόσο δρόμο είχε κάνει;

Ξαφνικά είδε μια μορφή στο βάθος μπροστά του, προς τα αριστερά, ένας άντρας, όπως φάνηκε, με κόκκινο σακάκι και κόκκινες μπότες, που στεκόταν σε μια γυαλιστερή, αργυρή εξέδρα που έσχιζε το σκοτάδι. Ο Ραντ δεν χρειάστηκε να τον κοιτάξει δεύτερη φορά για να καταλάβει ότι ήταν ο Ασμόντιαν. Ο Αποδιωγμένος δεν έτρεχε σαν κατάκοπο χωριατόπαιδο· τον μετέφερε εκείνο το πράγμα, ό,τι κι αν ήταν.

Ο Ραντ σταμάτησε απότομα σε ένα πέτρινο σκαλί. Δεν είχε ιδέα τι ήταν εκείνη η εξέδρα, έτσι που άστραφτε σαν γυαλισμένο μέταλλο, αλλά... Τα σκαλοπάτια μπροστά του χάθηκαν. Το κομμάτι της πέτρας κάτω από τις μπότες του άρχισε να κυλά μπροστά, όλο και πιο γρήγορα. Δεν είχε άνεμο στο πρόσωπο που να του λέει ότι προχωρούσε, τίποτα σε εκείνη την αχανή μαυρίλα που να δείχνει κίνηση ― όμως σιγά-σιγά πρόφταινε τον Ασμόντιαν. Δεν ήξερε αν αυτό το έκανε με τη Δύναμη· απλώς έμοιαζε να συμβαίνει. Το σκαλί ταλαντευόταν και ο Ραντ σταμάτησε να απορεί. Ακόμα δεν ξέρω αρκετά.

Ο μελαχρινός στεκόταν με την άνεση του, έχοντας το ένα χέρι στο γοφό και αγγίζοντας με το άλλο στοχαστικά το πηγούνι του. Λευκή δαντέλα ξεπρόβαλλε από το λαιμό του· άλλες δαντέλες του έκρυβαν λίγο τα χέρια. Το κόκκινο σακάκι με τον ψηλό γιακά φαινόταν πιο αστραφτερό από μετάξι και είχε παράξενο κόψιμο, με ουρές που έφταναν σχεδόν ως τα γόνατα. Κάποια πράγματα, που έδειχναν να είναι μαύρα νήματα, σαν ψιλά, ατσάλινα σύρματα, ξεκινούσαν από τον άντρα και χάνονταν στο σκοτάδι που τον περιέβαλλε. Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι τα είχε ξαναδεί.

Ο Ασμόντιαν γύρισε το κεφάλι και ο Ραντ έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Οι Αποδιωγμένοι μπορούσαν να αλλάξουν το πρόσωπό τους —ή τουλάχιστον σε έκαναν να βλέπεις ένα διαφορετικό πρόσωπο· είχε δει τη Λανφίαρ να το κάνει― μα αυτά ήταν τα χαρακτηριστικά του Τζέησιν Νατάελ, του βάρδου. Ήταν σίγουρος ότι ο Αποδιωγμένος ήταν ο Καντίρ, με τα αρπακτικά του μάτια που δεν άλλαζαν ποτέ.

Ο Ασμόντιαν τον είδε την ίδια στιγμή και τινάχτηκε. Η ασημένια εξέδρα του Αποδιωγμένου χίμηξε μπροστά ― και ξαφνικά ένα πελώριο φύλλο φωτιάς, σαν λεπτή φέτα κάποιας τερατώδους φλόγας, απλώθηκε προς τον Ραντ, ένα μίλι πλατύ και άλλο τόσο ψηλό.

Ο Ραντ διαβίβασε απελπισμένα εναντίον του· μόλις πριν το χτυπήσει, ξαφνικά έγινε χίλια κομμάτια, που πετάχτηκαν μακριά του και έσβησαν. Αλλά τη στιγμή που εξαφανιζόταν το φλογερό παραπέτασμα, αποκαλύφθηκε άλλο ένα, που ορμούσε καταπάνω του. Το τσάκισε κι αυτό, φανερώνοντας άλλο ένα, το οποίο διέλυσε ξανά και μετά είδε ένα τέταρτο. Ο Ραντ ήταν σίγουρος ότι στο μεταξύ ο Ασμόντιαν ξέφευγε. Δεν έβλεπε καθόλου τον Αποδιωγμένο μέσα στις φλόγες. Ο θυμός άγγιξε την επιφάνεια του Κενού και ο Ραντ διαβίβασε.