Выбрать главу

Ένα κύμα φωτιάς τύλιξε το άλικο παραπέτασμα που τον πλησίαζε και το παρέσυρε, όχι σαν λεπτή φέτα αλλά σαν άγρια, φουσκωμένα σύννεφα, που τα μαστίγωνε μια ανεμοθύελλα. Τρεμούλιασε από τη Δύναμη που βρυχιόταν μέσα του· ο θυμός κατά του Ασμόντιαν χάραζε την επιφάνεια του Κενού.

Μια τρύπα φάνηκε στην επιφάνεια που διαρρηγνυόταν. Όχι, δεν ήταν ακριβώς τρύπα. Ο Ασμόντιαν και η αστραφτερή εξέδρα του στέκονταν στο κέντρο της, αλλά ενώ το πύρινο κύμα προχωρούσε, η τρύπα ξανάκλεισε. Ο Αποδιωγμένος είχε φτιάξει ένα είδος φράγματος γύρω του.

Ο Ραντ αγνόησε το μακρινό θυμό γύρω από το Κενό. Μόνο μέσα σε απόλυτη ηρεμία μπορούσε να αγγίζει το σαϊντίν· αν δεχόταν το θυμό, θα διέλυε το Κενό. Τα σύννεφα της φωτιάς έπαψαν να υπάρχουν όταν σταμάτησε να διαβιβάζει. Ήθελε να αιχμαλωτίσει τον άλλο, όχι να τον σκοτώσει.

Το πέτρινο σκαλί γλίστρησε ακόμα πιο γρήγορα στο ζόφο. Ο Ασμόντιαν πλησίαζε.

Ξαφνικά η εξέδρα του Αποδιωγμένου σταμάτησε. Μια λαμπερή τρύπα εμφανίστηκε μπροστά του κι αυτός πήδηξε μέσα της· η ασημένια εξέδρα χάθηκε και το άνοιγμα άρχισε να κλείνει.

Ο Ραντ χτύπησε απεγνωσμένα με τη Δύναμη. Έπρεπε να το κρατήσει ανοιχτό· αν έκλεινε, δεν θα είχε ιδέα πού είχε πάει ο Ασμόντιαν. Η τρύπα σταμάτησε να μικραίνει. Ήταν ένα τετράγωνο από δυνατό φως, αρκετά μεγάλο για άνθρωπο. Έπρεπε να την κρατήσει ανοιχτή, να τη φτάσει πριν ο Ασμόντιαν απομακρυνθεί πολύ...

Τη στιγμή που σκέφτηκε να σταματήσει, το σκαλί ακινητοποιήθηκε. Αυτό στάθηκε, εκείνος όμως εξακοντίστηκε μπροστά, πετώντας μέσα από την είσοδο. Κάτι του τράβηξε την μπότα και ύστερα ο Ραντ βρέθηκε να κάνει τούμπες στο σκληρό έδαφος· τέλος, βρέθηκε να κείτεται ξέπνοος κάτω.

Πάλεψε να γεμίσει τα πνευμόνια του και σηκώθηκε όρθιος, μην τολμώντας να μείνει απροστάτευτος ούτε στιγμή. Η Μία Δύναμη ακόμα τον πλημμύριζε με ζωή και ρυπαρότητα· οι μελανάδες του ήταν μακρινές όσο κι ο αγώνας του για ανάσα, μακρινές σαν το κίτρινο χώμα που είχε γεμίσει τα υγρά ρούχα του, που τον είχε σκεπάσει. Αλλά την ίδια στιγμή αντιλαμβανόταν κάθε πνοή του αέρα που θύμιζε καμίνι, κάθε κόκκο σκόνης, κάθε ψιλή ραγισματιά στο σκληρό, ψημένο πηλό. Ήδη ο ήλιος έδιωχνε την υγρασία, τη ρουφούσε από το πουκάμισο και το παντελόνι του. Βρισκόταν στην Ερημιά, στην κοιλάδα κάτω από το Τσήνταρ, ούτε πενήντα βήματα από το σαβανωμένο στην ομίχλη Ρουίντιαν. Η είσοδος είχε χαθεί.

Έκανε ένα βήμα προς τον τοίχο από ομίχλη, σταμάτησε, σήκωσε το αριστερό πόδι του. Η φτέρνα της μπότας ήταν κομμένη από τη μια άκρη ως την άλλη. Ήταν το τράβηγμα που είχε νιώσει· η πόρτα που έκλεινε. Αντιλήφθηκε αμυδρά ένα ρίγος στο κορμί του, παρά τη λαύρα. Δεν ήξερε ότι ήταν τόσο επικίνδυνο. Ο Αποδιωγμένος είχε όλες τις γνώσεις. Ο Ασμόντιαν δεν θα του ξέφευγε.

Έσιαξε βλοσυρά τα ρούχα του, ίσιωσε το σπαθί και το αγαλματίδιο του ανθρωπάκου, έτρεξε και μπήκε στην ομίχλη. Η γκρίζα αντάρα τον τύλιξε. Η Δύναμη που τον γέμιζε δεν τον βοηθούσε να δει καλύτερα εδώ. Έτρεξε στα τυφλά.

Ξαφνικά, ρίχτηκε στο έδαφος και έκανε κουτρουβαλώντας την τελευταία δρασκελιά, βγαίνοντας από την ομίχλη σε τραχύ πλακόστρωτο. Όπως κείτονταν εκεί, σήκωσε το βλέμμα σε τρεις λαμπερές κορδέλες, ασημογάλανες στο παράξενο φως του Ρουίντιαν, οι οποίες εκτείνονταν δεξιά κι αριστερά του αιωρούμενες. Όταν σηκώθηκε, του έρχονταν στο ύψος της μέσης, του στήθους και του λαιμού, κι ήταν τόσο λεπτές, που όταν τις κοίταζες από το πλάι χάνονταν. Είδε πώς είχαν κατασκευαστεί και πώς κρέμονταν, αν και δεν το καταλάβαινε. Ήταν σκληρές σαν ατσάλι και τόσο κοφτερές, που μπροστά τους ένα ξυράφι θα έμοιαζε με πούπουλο. Αν είχε πέσει πάνω τους, θα τον είχαν κόψει φέτες. Με μια μικρή εκροή δύναμης, οι ασημένιες κορδέλες έγιναν σκόνη. Παγερός θυμός έξω από το Κενό· μέσα, παγερή αποφασιστικότητα και η Μία Δύναμη.

Η γαλαζωπή ανταύγεια του ομιχλώδους θόλου έριχνε το αλλόκοτο φως της στα μισοτελειωμένα παλάτια από μάρμαρο, κρύσταλλο και γυαλί με τα αστόλιστα πλαϊνά τους, στους όλο σπείρες ή αυλακώσεις πύργους, που τρυπούσαν τον ουρανό. Και στον πλατύ δρόμο μπροστά του έτρεχε ο Ασμόντιαν, προσπερνώντας τα στεγνά σιντριβάνια, προς τη μεγάλη πλατεία στην καρδιά της πόλης.

Ο Ραντ διαβίβασε —ένιωσε μια παράξενη δυσκολία· τράβηξε το σαϊντίν, πάλεψε μαζί του, ώσπου αυτό ξέσπασε πάνω του― και χοντροί, διακλαδισμένοι κεραυνοί ξεχύθηκαν από το νεφώδη θόλο. Όχι προς τον Ασμόντιαν. Λίγο πιο μπροστά από τον Αποδιωγμένο, λαμπερές στήλες με κόκκινα και λευκά χρώματα, πλάτους πενήντα βημάτων και ύψους εκατό, ηλικίας αιώνων, εξερράγησαν και γκρεμίστηκαν στο δρόμο, απλώνοντας συντρίμμια και σύννεφα σκόνης.