Выбрать главу

Από πελώρια παράθυρα με πολύχρωμα τζάμια φάνηκαν μεγαλοπρεπείς, γαλήνιοι άντρες και γυναίκες, να κοιτάζουν επιτιμητικά τον Ραντ. «Πρέπει να τον σταματήσω», τους είπε· η φωνή του αντήχησε στα αφτιά του.

Ο Ασμόντιαν κοντοστάθηκε και οπισθοχώρησε από τα χαλάσματα που σωριάζονταν. Η σκόνη που απλωνόταν πάνω του δεν άγγιξε το αστραφτερό κόκκινο σακάκι του· χώριζε γύρω του, αφήνοντάς του καθαρό αέρα.

Φωτιά ξεπήδησε ολόγυρα από τον Ραντ, τον κουκούλωσε, ο αέρας μετατρεπόταν σε φλόγα ― κι εξαφανίστηκε πριν καταλάβει πώς το είχε κάνει. Τα ρούχα του ήταν στεγνά, έκαιγαν· ένιωθε τα μαλλιά του καψαλισμένα και με κάθε βήμα του έπεφτε σκόνη όπως έτρεχε. Ο Ασμόντιαν σκαρφάλωνε τις τσακισμένες πέτρες που του έκλειναν το δρόμο· άστραψαν κι άλλοι κεραυνοί, υψώνοντας λόφους από τις σπασμένες πλάκες του δρόμου μπροστά του, σχίζοντας κρυστάλλινους τοίχους παλατιών, για να του στείλουν μια βροχή από ερείπια πιο πέρα.

Ο Αποδιωγμένος δεν έκοψε ταχύτητα· καθώς εξαφανιζόταν, κεραυνοί πετάχτηκαν από τα λαμπερά σύννεφα προς τον Ραντ, καρφώνοντας στα τυφλά, που όμως είχαν φονικό σκοπό. Ο Ραντ, ενώ έτρεχε, ύφανε μια ασπίδα γύρω του. Αναπήδησαν πάνω της οι πέτρες από τα γαλάζια αστροπελέκια που έτριζαν γύρω του, ενώ ο Ραντ πηδούσε πάνω από τις τρύπες που άνοιγαν στο οδόστρωμα. Ο ίδιος ο αέρας σπινθηροβολούσε· οι τρίχες στα μπράτσα του είχαν σηκωθεί όρθιες, οι τρίχες της κεφαλής του σάλευαν.

Υπήρχε κάτι υφασμένο στο φράγμα που σχημάτιζαν οι γκρεμισμένες κολώνες. Σκλήρυνε την ασπίδα γύρω του. Μεγάλα κομμάτια από λευκές και κόκκινες πέτρες ανατινάχτηκαν καθώς πήγαινε να σκαρφαλώσει, σε ένα ξέσπασμα από πεντακάθαρο φως και ιπτάμενα χαλάσματα. Ασφαλής μέσα στη φυσαλίδα του, συνέχισε να τρέχει, αντιλαμβανόμενος αμυδρά μόνο τα κτίρια που κατέρρεαν. Έπρεπε να σταματήσει τον Ασμόντιαν. Μοχθώντας —και μοχθούσε πράγματι πάρα πολύ― πέταξε κεραυνούς μπροστά του, πύρινες μπάλες που ξεπηδούσαν από το έδαφος, τα πάντα για να σταματήσει τον άντρα με το κόκκινο σακάκι. Τον πρόφταινε σιγά-σιγά. Μπήκε στην πλατεία μόνο δώδεκα βήματα πίσω του. Προσπάθησε να τρέξει πιο γρήγορα και διπλασίασε τις προσπάθειές του να επιβραδύνει τον Ασμόντιαν, ο οποίος πολεμούσε να τον σκοτώσει, καθώς το έσκαγε.

Τα τερ'ανγκριάλ και τα άλλα αμύθητα αντικείμενα που οι Αελίτες είχαν δώσει τις ζωές τους για να τα φέρουν εδώ, τινάζονταν στον αέρα από τις αστραπές, πετιόνταν ολόγυρα από στροβίλους φωτιάς· τεχνουργήματα από ασήμι και κρύσταλλο συντρίβονταν, παράξενα, μεταλλικά αντικείμενα σωριάζονταν κάτω, καθώς το έδαφος σειόταν και άνοιγε σχηματίζοντας φαρδιά ρήγματα.

Ψάχνοντας πανικόβλητος, ο Ασμόντιαν έτρεχε. Χίμηξε σε κάτι που έμοιαζε να είναι το πιο ασήμαντο πραγματάκι σε εκείνα τα χαλάσματα. Ένα πέτρινο αγαλματίδιο μήκους περίπου τριάντα πόντων, σκαλισμένο σε λευκή πέτρα, που ακουμπούσε κάτω με την πλάτη ― ένας άντρας που κρατούσε μια κρυστάλλινη σφαίρα στο υψωμένο χέρι του. Ο Ασμόντιαν το έκλεισε στη χούφτα του με μια κραυγή αγαλλίασης.

Ύστερα από μια στιγμή, το έσφιξαν και τα χέρια του Ραντ. Για μια απειροελάχιστη στιγμή κοίταξε το πρόσωπο του Αποδιωγμένου· δεν φαινόταν διαφορετικός απ' όταν ήταν βάρδος, μόνο που είχαν μια άγρια απόγνωση τα μαύρα μάτια του, έδειχνε απλώς να είναι ένας καλοκαμωμένος μεσήλικας ― τίποτα δεν έδειχνε ότι ήταν ένας Αποδιωγμένος. Μια φευγαλέα στιγμή και μετά και οι δύο άπλωσαν μέσα από το αγαλματίδιο, μέσα από το τερ'ανγκριάλ, προς ένα από τα δύο ισχυρότερα σα'ανγκριάλ που είχαν κατασκευαστεί ποτέ.

Ο Ραντ αντιλαμβανόταν αχνά ένα πελώριο, μισοθαμμένο άγαλμα στη μακρινή Καιρχίν, καθώς και την πελώρια, κρυστάλλινη σφαίρα στο χέρι του, που έλαμπε σαν τον ήλιο και δονούνταν από τη Μία Δύναμη. Η Δύναμη μέσα του φούσκωσε σαν να ήταν φουρτουνιασμένες όλες οι θάλασσες του κόσμου. Σίγουρα μ' αυτήν μπορούσε να κάνει τα πάντα· σίγουρα μπορούσε να Θεραπεύσει ακόμα κι εκείνο το νεκρό παιδί. Το μίασμα φούσκωσε κι αυτό, κουλουριάστηκε γύρω από κάθε σημείο του, πότισε κάθε πτυχή του, ως τα έγκατα της ψυχής του. Θέλησε να ουρλιάξει· θέλησε να εκραγεί. Αλλά κρατούσε μόνο το μισό απ' αυτό που μπορούσε να προσφέρει το σα'ανγκριάλ· το άλλο μισό γέμιζε τον Ασμόντιαν.

Άρχισαν να παλεύουν μανιασμένα, σκοντάφτοντας σε σκόρπια και σπασμένα τερ'ανγκριάλ, ενώ κανείς από τους δύο δεν τολμούσε να παρατήσει το αγαλματίδιο έστω και με ένα δάχτυλο, φοβούμενος ότι ο άλλος θα του το έπαιρνε. Καθώς, όμως, κυλιόνταν ολόγυρα, πότε χτυπώντας πάνω σε μια πόρτα από κοκκινόπετρα που είχε καταφέρει να μείνει όρθια, πότε σε ένα πεσμένο στο πλάι, κρυστάλλινο άγαλμα —μια γυμνή γυναίκα, που κρατούσε ένα παιδί στο στήθος της― καθώς πάλευαν για την κατοχή του τερ'ανγκριάλ, η μάχη δινόταν και σε ένα ακόμα επίπεδο.