Τον Ραντ τον χτυπούσαν σφυριά Δύναμης αρκετά μεγάλα για να ισοπεδώσουν βουνά, καθώς και λεπίδες που μπορούσαν να τρυπήσουν την καρδιά της γης· αθέατες λαβίδες δοκίμαζαν να του ξεκολλήσουν το νου από το κορμί, έγδερναν την ίδια την ψυχή του. Και η τελευταία ρανίδα της Δύναμης που μπορούσε να αντλήσει προοριζόταν για να αποκρούει εκείνες τις επιθέσεις. Η καθεμιά τους θα μπορούσε να τον εξοντώσει, να τον εξαφανίσει σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ του· ήταν βέβαιος γι' αυτό. Δεν ήξερε να πει πού πήγαιναν. Το έδαφος τρανταζόταν από κάτω τους, τους τίναζε καθώς πάλευαν, τους πετούσε ολόγυρα, ενώ αυτοί σπαρταρούσαν με τους μυς τεντωμένους. Αμυδρά, αντιλαμβανόταν απέραντα μπουμπουνητά, χίλια στριγκά θροίσματα, σαν παράξενη μουσική. Οι γυάλινες κολώνες τρεμούλιαζαν, δονούνταν. Δεν μπορούσε να ανησυχήσει γι' αυτά.
Εκείνες οι άυπνες νύχτες τώρα αποσπούσαν το τίμημά τους, καθώς και όλο αυτό το επιπλέον τρέξιμο. Ήταν κουρασμένος· για να νιώθει κούραση μέσα στο Κενό, σίγουρα κόντευε να εξαντληθεί. Όπως τον γυρόφερνε η δονούμενη γη, συνειδητοποίησε ότι δεν προσπαθούσε πια να τραβήξει το τερ'ανγκριάλ από τον Ασμόντιαν, μόνο να το κρατά. Σε λίγο η δύναμή του θα στέρευε. Ακόμα κι αν κατάφερνε να διατηρήσει τη λαβή του δυνατή γύρω από το πέτρινο αγαλματίδιο, θα αναγκαζόταν να παρατήσει το σαϊντίν, αλλιώς θα τον παρέσερνε η ορμή του και θα τον κατέστρεφε, όπως ήθελε να κάνει και ο Ασμόντιαν. Δεν μπορούσε να τραβήξει άλλο νήμα μέσα από το τερ'ανγκριάλ· ο ίδιος και ο Ασμόντιαν ισορροπούσαν, καθένας είχε το μισό απ' όσο μπορούσε να αντλήσει το σα'ανγκριάλ στην Καιρχίν. Ο Ασμόντιαν λαχάνιαζε μπροστά στο πρόσωπό του, γρύλιζε· ιδρώτας κυλούσε από το μέτωπο του Ασμόντιαν και κυλούσε στα μάγουλά του. Κι εκείνος ήταν κουρασμένος. Άραγε, όμως, κουρασμένος όσο ο Ραντ;
Η δονούμενη γη σήκωσε για μια στιγμή τον Ραντ από πάνω και εξίσου γοργά ξανάφερε πάνω τον Ασμόντιαν, αλλά σε εκείνη τη φευγαλέα στιγμή ο Ραντ ένιωσε να περνά κάτι ανάμεσά του ― ο σκαλισμένος, χοντρός ανθρωπάκος με το σπαθί, που ήταν ακόμα χωμένος στη ζώνη του παντελονιού του. Κάτι ασήμαντο πλάι στην τεράστια Δύναμη που αντλούσαν. Ένα κύπελλο νερό σε σύγκριση με έναν αχανή ποταμό, έναν ωκεανό. Δεν ήξερε καν αν μπορούσε να το χρησιμοποιήσει συνδεμένος με το μεγάλο σα'ανγκριάλ. Κι αν μπορούσε; Ο Ασμόντιαν γύμνωσε τα δόντια. Δεν ήταν μια άγρια γκριμάτσα, αλλά ένα κουρασμένο χαμόγελο· νόμιζε ότι νικούσε. Ίσως να ήταν έτσι. Τα δάχτυλα του Ραντ τρεμούλιασαν, χαλάρωσαν γύρω από το τερ'ανγκριάλ· μετά βίας κατάφερνε να κρατηθεί από το σαϊντίν, ακόμα κι έτσι συνδεμένος με το πελώριο σα'ανγκριάλ.
Δεν είχε δει γύρω από τον Ασμόντιαν τα παράξενα εκείνα πράγματα, σαν μαύρα, ατσαλένια σύρματα, μετά το σκοτεινό μέρος όπου είχαν βρεθεί προηγουμένως, αλλά μπορούσε να τα δει με το νου του ακόμα και στο Κενό, να τα ζωγραφίσει με το νου του γύρω από τον Αποδιωγμένο. Ο Ταμ του είχε διδάξει πώς να κινείται στο Κενό για να τον βοηθήσει στην τοξοβολία, πώς να γίνεται ένα με το τόξο, με το βέλος, με το στόχο. Ο Ραντ έκανε τον εαυτό του ένα με εκείνα τα μαύρα καλώδια, όπως τα φανταζόταν. Μόλις που πρόσεξε τον Ασμόντιαν να συνοφρυώνεται. Ο Αποδιωγμένος πρέπει να αναρωτιόταν γιατί είχε γαληνέψει το πρόσωπό του· υπήρχε πάντα γαλήνη τη στιγμή πριν εκτοξευτεί το βέλος. Άπλωσε μέσω του μικρού ανγκριάλ στη ζώνη του και άντλησε μέσα του κι άλλη Δύναμη. Δεν σπατάλησε ούτε στιγμή για να αγαλλιάσει· ήταν πολύ μικρή αυτή η ροή πλάι στη Δύναμη που είχε ήδη μέσα του. Αυτό θα ήταν το τελευταίο χτύπημα. Θα έβαζε σε αυτό όλη την αντοχή και το σθένος του. Έπλασε μ' αυτήν ένα σπαθί από Δύναμη, ένα σπαθί από Φως, και χτύπησε· ο εαυτός του ήταν ένα με το σπαθί, ένα με τα φανταστικά σύρματα.
Ο Ασμόντιαν γούρλωσε τα μάτια και ούρλιαξε, ένα αλύχτημα από τα βάθη της φρίκης. Σαν σήμαντρο που το είχαν κάνει να ηχήσει, ο Αποδιωγμένος τρεμούλιασε. Για μια στιγμή φάνηκαν να υπάρχουν δύο Ασμόντιαν, που απομακρύνονταν παλλόμενοι ο ένας από τον άλλο· ύστερα ξανάσμιξαν. Έπεσε με την πλάτη κάτω, τα χέρια του τινάχτηκαν ψηλά, το κόκκινο σακάκι ήταν τώρα λερωμένο, κουρελιασμένο, ενώ το στήθος του φούσκωνε και ξεφούσκωνε· κοιτώντας ψηλά, προς το τίποτα, τα μαύρα μάτια του φαίνονταν χαμένα.