Ενώ κατέρρεε, ο Ραντ έχασε το σαϊντίν και η Δύναμη τον άφησε. Μόλις που μπόρεσε να σφίξει το τερ'ανγκριάλ στο στέρνο του και να κυλήσει μακριά από τον Ασμόντιαν. Σηκώθηκε στα γόνατα και ήταν σαν να σκαρφάλωνε βουνό· ζάρωσε γύρω από τη μορφή του άντρα με την κρυστάλλινη σφαίρα.
Η γη είχε πάψει να σείεται. Οι γυάλινες κολώνες ήταν ακόμα όρθιες —ήταν περιχαρής γι' αυτό· αν τις κατέστρεφε, θα ήταν σαν να είχε αφανίσει την ιστορία του Άελ― και παρ’ όλο που τα τριμερή φύλλα γέμιζαν το οδόστρωμα κάτω από το Αβεντεσόρα, μόνο ένα κλαρί του τεράστιου δέντρου είχε σπάσει. Μα το υπόλοιπο Ρουίντιαν...
Η πλατεία έμοιαζε ρημαγμένη, σαν ένας τρελός γίγαντας να τα είχε καταστρέψει όλα. Τα μισά παλάτια και οι πύργοι ήταν τώρα σωροί ερειπίων, που μερικοί χύνονταν στην πλατεία· πελώριες, γερμένες κολώνες είχαν πέσει και είχαν καταστρέψει άλλες, υπήρχαν γκρεμισμένοι τοίχοι, χάσματα στα σημεία που βρίσκονταν πριν τα πελώρια παράθυρα με τα πολύχρωμα γυαλιά. Ένα ρήγμα διέτρεχε ολόκληρη την πόλη, ένα χάσμα της γης με πλάτος πενήντα βήματα. Η καταστροφή δεν περιοριζόταν μόνο σ' αυτά. Ο θόλος της ομίχλης, που έκρυβε τόσους αιώνες το Ρουίντιαν, διαλυόταν· η κάτω πλευρά του δεν έφεγγε πια και το σκληρό φως του ήλιου χυνόταν από μεγάλα ανοίγματα. Πιο πέρα, η κορυφή του Τσήνταρ φαινόταν διαφορετική, κοντύτερη, ενώ στην άλλη πλευρά της κοιλάδας μερικά βουνά ήταν σίγουρα χαμηλότερα. Στο βόρειο άκρο της κοιλάδας, εκεί που άλλοτε στεκόταν ένα βουνό, τώρα υπήρχε μια τριγωνική έκταση από πέτρες και χώμα.
Καταστρέφω. Πάντοτε καταστρέφω! Φως μου, δεν θα τελειώσει ποτέ αυτό;
Ο Ασμόντιαν γύρισε μπρούμυτα, ανασηκώθηκε και στηρίχτηκε σε χέρια και γόνατα. Το βλέμμα του βρήκε τον Ραντ και τα τερ'ανγκριάλ· έκανε να τα πλησιάσει.
Ο Ραντ δεν μπορούσε να διαβιβάσει ούτε σπίθα, αλλά είχε μάθει να πολεμά πριν από τον πρώτο εφιάλτη της διαβίβασης. Σήκωσε τη γροθιά του. «Ούτε να το σκεφτείς». Ο Αποδιωγμένος σταμάτησε, ταλαντεύτηκε κουρασμένος. Το πρόσωπό του κρέμασε, όμως στην έκφρασή του πολεμούσαν η απελπισία και η λαχτάρα, ενώ στα μάτια του γυάλιζαν ο φόβος και το μίσος.
«Μ' αρέσει να βλέπω άντρες να πολεμούν, μα εσείς δεν μπορείτε να πάρετε ούτε τα πόδια σας». Η Λανφίαρ προχώρησε και ο Ραντ την είδε να μελετά την καταστροφή. «Μια χαρά τα καταφέρατε. Νιώθετε τα ίχνη; Αυτό το μέρος ήταν με κάποιον τρόπο θωρακισμένο. Δεν αφήσατε πολλά για να καταλάβω πώς». Τα μαύρα μάτια της ξαφνικά έλαμψαν και γονάτισε μπροστά στον Ραντ, κοιτώντας αυτό που κρατούσε. «Να τι έψαχνε, λοιπόν. Νόμιζα ότι είχαν καταστραφεί όλα. Από το μοναδικό που είχα δει, παραμένει μονάχα το μισό· μια καλή παγίδα για κάποια ανυποψίαστη Άες Σεντάι». Άπλωσε το χέρι της κι αυτός έσφιξε το τερ'ανγκριάλ. Το χαμόγελό της δεν φώτιζε τα μάτια της. «Κράτα το, βεβαίως. Για μένα δεν είναι παρά ένα αγαλματάκι». Σηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη από το λευκό φόρεμά της, αν και δεν χρειαζόταν. Όταν κατάλαβε ότι ο Ραντ την κοιτούσε, έπαψε να ψάχνει τα χαλάσματα της πλατείας με το βλέμμα και χαμογέλασε πιο πλατιά. «Αυτό που χρησιμοποίησες ήταν ένα από τα δύο τερ'ανγκριάλ που σου είχα πει. Ένιωσες την απεραντοσύνη; Αναρωτιόμουν πώς ήταν». Δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται την πείνα στη φωνή της. «Μ' αυτά, μπορούμε να εκτοπίσουμε μαζί τον ίδιο τον Μέγα Άρχοντα του Σκότους. Μπορούμε, Λουζ Θέριν! Μαζί».
«Βοήθησε με!» Ο Ασμόντιαν σύρθηκε προς το μέρος της τρέμοντας, ενώ το ανασηκωμένο πρόσωπό του έδειχνε φρίκη. «Δεν καταλαβαίνεις τι έκανε. Πρέπει να με βοηθήσεις. Δεν θα ερχόμουν εδώ, αν δεν ήσουν εσύ».
«Τι έκανε;» είπε αυτή ρουθουνίζοντας. «Σε έδειρε σαν σκυλί, για να μην πω ότι σου άξιζαν χειρότερα. Ποτέ δεν ήσουν προορισμένος για τη μεγαλοσύνη, Ασμόντιαν, μόνο για να ακολουθείς εκείνους που είναι μεγάλοι».
Ο Ραντ κατόρθωσε με κάποιον τρόπο να σηκωθεί όρθιος, κρατώντας ακόμα στο στήθος τη μορφή από πέτρα και κρύσταλλο. Δεν θα σερνόταν στα τέσσερα μπροστά της. «Εσείς οι Εκλεκτοί» —ήξερε ότι ήταν επικίνδυνο να τη χλευάζει, αλλά δεν κρατήθηκε― «δώσατε τις ψυχές σας στον Σκοτεινό. Τον αφήσατε να δεθεί μαζί σας». Πόσες φορές είχε επαναλάβει τη μάχη του με τον Μπα’αλζαμον; Πόσες φορές μέχρι να υποψιαστεί τι ήταν εκείνα τα μαύρα σύρματα; «Τον απέκοψα από τον Σκοτεινό, Λανφίαρ. Τον απέκοψα».
Τα μάτια της γούρλωσαν από την κατάπληξη, κοίταξε τον Ραντ, τον Ασμόντιαν. Ο άλλος είχε βάλει τα κλάματα. «Δεν φανταζόμουν ότι είναι δυνατόν κάτι τέτοιο. Γιατί; Λες να τον φέρεις στο Φως; Δεν άλλαξες τίποτα πάνω του».
«Είναι ακόμα ο ίδιος άνθρωπος που πρόσφερε τότε τον εαυτό του στη Σκιά», συμφώνησε ο Ραντ. «Μου είπες πόσο λίγο εμπιστεύεστε ο ένας τον άλλο εσείς οι Αποδιωγμένοι. Πόσον καιρό θα το έχει μυστικό; Πόσοι από σας θα πιστέψουν ότι δεν το έκανε με κάποιον τρόπο μόνος του; Χαίρομαι που το θεωρούσες αδύνατον· ίσως το ίδιο να πιστεύουν και οι άλλοι. Εσύ μου έδωσες την ιδέα, Λανφίαρ. Ένας άντρας πρέπει να μου διδάξει να ελέγχω τη Δύναμη. Αλλά δεν θέλω να το μάθω από κάποιον που είναι συνδεμένος με τον Σκοτεινό. Τώρα δεν χρειάζεται. Ίσως να είναι ο ίδιος, αλλά δεν έχει επιλογή, σωστά; Μπορεί να μείνει και να με διδάξει, να με βοηθήσει να νικήσω, αλλιώς θα μείνει με την ελπίδα να μην το χρησιμοποιήσουν οι άλλοι σαν πρόσχημα για να τα βάλουν μαζί του. Τι λες να προτιμήσει;»