Ο Ασμόντιαν κοίταζε εμβρόντητος τον Ραντ από κει που ήταν ζαρωμένος και μετά άπλωσε ικετευτικά το χέρι στη Λανφίαρ. «Εσένα θα σε πιστέψουν! Μπορείς να τους το πεις! Δεν θα ήμουν εδώ χωρίς εσένα! Πρέπει να τους το πεις! Είμαι πιστός στον Μέγα Άρχοντα του Σκότους!»
Η Λανφίαρ είχε καρφώσει το βλέμμα στον Ραντ. Για πρώτη φορά, απ' όσο αυτός θυμόταν, έδειχνε αβέβαια. «Πόσα θυμάσαι, Λουζ Θέριν; Τι είσαι εσύ και τι ο βοσκός; Είναι από τα σχέδια που θα μπορούσες να καταστρώσεις, όταν εμείς —» Πήρε μια βαθιά ανάσα και στράφηκε στον Ασμόντιαν. «Ναι, θα με πιστέψουν. Όταν τους πω ότι πήγες με το μέρος του Λουζ Θέριν. Όλοι ξέρουν ότι τρέχεις εκεί που νομίζεις ότι θα έχεις περισσότερες ελπίδες. Να, λοιπόν». Ένευσε με ικανοποίηση. «Αλλο ένα δωράκι για σένα, Λουζ Θέριν. Αυτή η θωράκιση θα αφήνει ένα ρυάκι να περνά, αρκετό για να σε διδάξει. Με τον καιρό θα εξανεμιστεί, αλλά αυτός θα κάνει μήνες για να σε προκαλέσει και ως τότε δεν θα έχει καμία επιλογή παρά να μείνει μαζί σου. Ποτέ δεν κατάφερνε να διαπεράσει μια θωράκιση· για να τη διαπεράσεις πρέπει να είσαι πρόθυμος να δεχτείς πόνο, κι αυτός δεν το μπορούσε».
«ΟΧΙΙΙΙΙ!» Ο Ασμόντιαν σύρθηκε προς το μέρος της. «Δεν μπορείς να μου το κάνεις αυτό! Σε παρακαλώ, Μιέριν! Σε παρακαλώ!»
«Το όνομά μου είναι Λανφίαρ!» Το πρόσωπό της ασχήμυνε από το μένος και ο άλλος υψώθηκε στον αέρα, με χέρια και πόδια τεντωμένα. Τα ρούχα του κόλλησαν πάνω του και η σάρκα του προσώπου του παραμορφώθηκε, απλώθηκε σαν βούτυρο κάτω από πέτρα.
Ο Ραντ δεν μπορούσε να την αφήσει να σκοτώσει τον άνθρωπο, αλλά ήταν τόσο κουρασμένος, που δεν μπορούσε να αγγίξει αβοήθητος την Αληθινή Πηγή· μόλις που την ένιωθε, σαν μια αμυδρότατη, μακρινή λάμψη. Για μια στιγμή τα χέρια του έσφιξαν τον πέτρινο άντρα με την κρυστάλλινη σφαίρα. Αν άπλωνε τώρα προς το πελώριο σα'ανγκριάλ στην Καιρχίν, τόση Δύναμη ίσως να τον εξόντωνε. Αντίθετα, άπλωσε μέσω του αγαλματιδίου που βρισκόταν στη ζώνη του· με το ανγκριάλ ήταν μια ασθενική ροή, ένα ψιλό ρυάκι σε σύγκριση με το άλλο, όμως ήταν τόσο εξουθενωμένος που δεν μπορούσε να τραβήξει περισσότερη. Την εκσφενδόνισε ανάμεσα στους δύο Αποδιωγμένους, ελπίζοντας, αν μη τι άλλο, να της αποσπάσει τη προσοχή.
Μια στήλη φωτιάς ύψους τριών μέτρων χύθηκε ανάμεσα στους δύο, μια θολούρα περικυκλωμένη από έναν κυρτό, γαλάζιο κεραυνό, σκάβοντας μια αυλακιά βάθους ενός βήματος στην πλατεία, μια χαρακιά με λεία, γυάλινα πλαϊνά, που έλαμπαν από τη λιωμένη γη και την πέτρα· το φλογερό κοντάρι χτύπησε τον γεμάτο πράσινα νερά τοίχο ενός παλατιού και εξερράγη, ενώ ο βρυχηθμός του πνίγηκε στο μούγκρισμα των χαλασμάτων που σωριάζονταν κάτω. Στη μια πλευρά της χαρακιάς, ο Ασμόντιαν έπεσε στο οδόστρωμα τρέμοντας, με τη μύτη και τα αφτιά να αιμορραγούν· στην άλλη, η Λανφίαρ παραπάτησε προς τα πίσω, σαν να είχε χτυπηθεί, και μετά στράφηκε εναντίον του Ραντ. Αυτός ταλαντεύτηκε από τον προσπάθεια που είχε καταβάλει και έχασε άλλη μια φορά το σαϊντίν.
Για μια στιγμή, το μένος αλλοίωσε το πρόσωπό της, όπως είχε γίνει και πριν, με τον Ασμόντιαν. Για μια στιγμή, ο Ραντ στάθηκε στο κατώφλι του θανάτου. Έπειτα η λύσσα χάθηκε απότομα, κρύφτηκε πίσω από ένα μαυλιστικό χαμόγελο. «Όχι, δεν πρέπει να τον σκοτώσω. Ύστερα από τόσο κόπο που κάναμε». Πλησίασε και χάιδεψε το λαιμό του στο πλάι, εκεί που επουλωνόταν η δαγκωνιά που του είχε αφήσει στο όνειρο· ο Ραντ δεν το είχε πει αυτό στη Μουαραίν. «Ακόμα έχεις το σημάδι μου. Να το κάνω μόνιμο;»
«Πείραξες κανέναν στο Άλκαιρ Νταλ ή στους καταυλισμούς;»
Το πρόσωπό της δεν έχασε το χαμόγελό του, όμως το χάδι της άλλαξε, τα δάχτυλά της ετοιμάστηκαν να του ανοίξουν το λαρύγγι. «Σαν ποιον; Νόμιζα ότι είχες καταλάβει πως δεν αγαπούσες εκείνη τη χωριατοπούλα. Ή μήπως είναι το βρωμοθήλυκο η Αελίτισσα;» Μια οχιά. Μια επικίνδυνη οχιά, που τον αγαπούσε -το Φως να με φυλάξει!― κι αυτός δεν ήξερε πώς να τη σταματήσει αν αποφάσιζε να δαγκώσει, είτε τον ίδιο, είτε κάποιον άλλο.