«Δεν θέλω να πάθει κανένας τίποτα. Ακόμα τους χρειάζομαι. Μπορώ να τους χρησιμοποιήσω». Ήταν οδυνηρό που το έλεγε, οδυνηρό επειδή τα λόγια του είχαν αρκετή αλήθεια, όμως άξιζε λίγος πόνος για να γλιτώσει από τα δόντια της Λανφίαρ την Εγκουέν και τη Μουαραίν, όπως και την Αβιέντα και όσους άλλους ήταν κοντά του.
Εκείνη έγειρε πίσω το όμορφο κεφάλι της και άφησε ένα χαρούμενο, καμπανιστό γέλιο. «Θυμάμαι πως ήσουν τόσο μαλακός από τότε, που δεν μπορούσες να χρησιμοποιήσεις κανέναν. Ήσουν πανούργος στη μάχη, σκληρός σαν πέτρα και αγέρωχος σαν τα βουνά, αλλά ήσουν εύπιστος και μαλακός σαν κορίτσι! Όχι, δεν πείραξα ούτε τρίχα των πολύτιμων Άες Σεντάι σου, ούτε των πολύτιμων Αελιτών σου. Δεν σκοτώνω κανέναν άσκοπα, Λουζ Θέριν. Ούτε καν πληγώνω κανέναν άσκοπα». Ο Ραντ πρόσεξε να μην κοιτάξει τον Ασμόντιαν· ήταν κατάχλωμος, βαριανάσαινε και είχε ανασηκωθεί στο ένα χέρι, ενώ με το άλλο σκούπιζε το αίμα από το στόμα και το πηγούνι του.
Η Λανφίαρ γύρισε αργά και εξέτασε τη μεγάλη πλατεία. «Κατέστρεψες αυτή την πόλη καλύτερα από στρατός». Αλλά αυτό που κοίταζε δεν ήταν τα γκρεμισμένα παλάτια, όπως προσποιούνταν ότι έκανε· ήταν η τσακισμένη πλατεία με το χαλασμό των τερ'ανγκριάλ και ποιος ήξερε τι άλλο. Οι άκρες του στόματός της ήταν ακόμα σφιγμένες, όταν στράφηκε πάλι στον Ραντ· τα μαύρα μάτια της είχαν τη σπίθα ενός πνιγμένου θυμού. «Κοίτα να αξιοποιήσεις τα μαθήματά του, Λουζ Θέριν. Οι άλλοι είναι ακόμα εκεί έξω. Ο Σαμαήλ που σε φθονεί, ο Ντέημοντρεντ που σε μισεί, ο Ράχβιν που διψά για εξουσία. Θα ανυπομονούν ακόμα περισσότερο να σε κατατροπώσουν, όχι λιγότερο, αν —όταν― ανακαλύψουν τι κρατάς».
Η ματιά της άγγιξε τη μορφή των τριάντα εκατοστών στα χέρια του και για μια στιγμή του φάνηκε ότι μέσα της ξανασκεφτόταν να του την πάρει. Όχι για να τον γλιτώσει από τους υπόλοιπους, αλλά επειδή έτσι ο Ραντ θα ήταν τόσο ισχυρός, που δεν θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει. Εκείνη τη στιγμή ο Ραντ δεν ήξερε αν μπορούσε να της αντισταθεί, ακόμα κι αν η Λανφίαρ χρησιμοποιούσε μόνο τα χέρια της. Τη μια στιγμή συλλογιζόταν αν έπρεπε να αφήσει το τερ'ανγκριάλ στην κατοχή του, την επόμενη μετρούσε την κούρασή του. Όσο κι αν έλεγε ότι τον αγαπούσε, θα ήθελε να είναι πολύ μακριά του, όταν συνερχόταν και μπορούσε να το χρησιμοποιήσει. Ξανακοίταξε για μια στιγμή την πλατεία με τα χείλη της σουφρωμένα· κι έπειτα, ξαφνικά, μια πόρτα άνοιξε πλάι της, όχι μια πόρτα στη μαυρίλα, αλλά σε μια αίθουσα παλατιού, όλο σμιλεμένα, λευκά μάρμαρα και λευκά, μεταξωτά υφαντά.
«Ποια ήσουν;» τη ρώτησε καθώς πλησίαζε την πόρτα κι εκείνη κοντοστάθηκε, κοιτώντας πάνω από τον ώμο της με ένα χαμόγελο που έμοιαζε ντροπαλό.
«Νομίζεις ότι θα άντεχα να είμαι η χοντρή και άσχημη Κάιλι;» Τα χέρια της κατηφόρισαν στο λεπτό, γεμάτο καμπύλες κορμί της. «Η Ισέντρε, ίσως; Η λεπτούλα, πανέμορφη Ισέντρε; Σκέφτηκα ότι, αν ήταν να υποψιαστείς κάποια, θα υποψιαζόσουν αυτήν. Είμαι αρκετά περήφανη και μπορώ ν' αντέξω λίγο πάχος, όταν πρέπει». Το χαμόγελο άλλαξε, τα δόντια γυμνώθηκαν. «Η Ισέντρε νόμιζε ότι είχε να κάνει με απλούς Φίλους του Σκότους. Δεν θα ξαφνιαζόμουν αν αυτή τη στιγμή που μιλάμε, προσπαθεί να εξηγήσει πανικόβλητη σε κάποιες θυμωμένες Αελίτισσες γιατί μια μεγάλη ποσότητα των χρυσών περιδέραιων και βραχιολιών τους βρίσκεται στον πάτο του σεντουκιού της. Μερικά πράγματι τα έκλεψε η ίδια».
«Νόμιζα ότι δεν κάνεις κακό σε κανέναν!»
«Να, τώρα δείχνεις τη μαλακή καρδιά σου. Μπορώ να δείξω μια τρυφερή, γυναικεία καρδιά, όταν το θελήσω. Δεν θα μπορέσεις να τη σώσεις από τους ραβδισμούς νομίζω —το αξίζει, για τις ματιές που μου έριχνε― αλλά αν επιστρέψεις γρήγορα, θα προλάβεις πριν την αναγκάσουν να φύγει περπατώντας απ' αυτή συφοριασμένη γη μόνο μ' ένα ασκί νερό. Απ' ό,τι φαίνεται, οι Αελίτες μας είναι σκληροί με τους κλέφτες». Γέλασε χαρούμενα και κούνησε το κεφάλι της θαυμάζοντας. «Τόσο διαφορετικοί απ' αυτό που ήταν κάποτε. Παλιά χαστούκιζες έναν Ντα’σάιν και αυτός σε ρωτούσε μόνο αν σε είχε προσβάλει. Κι όλη μέρα να τον χαστούκιζες, το ίδιο θα έλεγε». Έριξε μια λοξή, περιφρονητική ματιά στον Ασμόντιαν. «Μάθε καλά και γρήγορα, Λουζ Θέριν. Θέλω να συγκυβερνήσουμε, όχι να δω τον Σαμαήλ να σε σκοτώνει, ή τη Γκρένταλ να σε προσθέτει στη συλλογή της από όμορφους νεαρούς. Μάθε καλά και γρήγορα». Βγήκε στην αίθουσα με τα λευκά μάρμαρα και τα μετάξια· και η πόρτα έστριψε στο πλάι, στένεψε και εξαφανίστηκε.
Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα για πρώτη φορά από τη στιγμή που είχε εμφανιστεί η Λανφίαρ. Η Μιέριν. Ένα όνομα που θυμόταν από τις γυάλινες στήλες. Η γυναίκα που είχε βρει τη φυλακή του Σκοτεινού στην Εποχή των Θρύλων, που την είχε ανοίξει. Άραγε ήξερε τότε τι ήταν; Πώς είχε ξεφύγει από τον πύρινο όλεθρο που είχε δει εκεί ο Ραντ; Είχε δοθεί στον Σκοτεινό από τότε ακόμα;