Ο Ασμόντιαν πάλευε να σηκωθεί όρθιος, με αβέβαιες κινήσεις, έτοιμος να ξαναπέσει. Δεν αιμορραγούσε πια, αλλά το αίμα ακόμα σχημάτιζε λεπτές γραμμές από τα αφτιά ως το πλάι του λαιμού του, με μια κηλίδα στο στόμα και το πηγούνι του. Το βρώμικο, κόκκινο σακάκι του ήταν σχισμένο, η λευκή δαντέλα κουρελιασμένη. «Ο σύνδεσμός μου με τον Μέγα Άρχοντα ήταν αυτό που μου επέτρεπε να αγγίζω το σαϊντίν χωρίς τον κίνδυνο της τρέλας», είπε βραχνά. «Το μόνο που κατάφερες ήταν να με κάνεις ευάλωτο, σαν και σένα. Το καλύτερο θα ήταν να με αφήσεις να φύγω. Δεν είμαι καλός δάσκαλος. Εκείνη με διάλεξε μόνο επειδή —» Τα χείλη του ανοιγόκλεισαν, καθώς προσπαθούσε να πάρει τα λόγια του πίσω.
«Επειδή δεν υπάρχει άλλος», τελείωσε ο Ραντ τη φράση του και απομακρύνθηκε.
Ο Ραντ διέσχισε με ασταθή βήματα τη φαρδιά πλατεία, ανάμεσα στα χαλάσματα. Με τον Ασμόντιαν είχαν φτάσει σχεδόν στην άλλη άκρη του δάσους που σχημάτιζαν οι γυάλινες κολώνες, απέναντι από το Αβεντεσόρα. Κρυστάλλινα συντρίμμια απλώνονταν ανάμεσα σε πεσμένα αγάλματα αντρών και γυναικών· άλλα ήταν κομματιασμένα, άλλα δεν είχαν ούτε γρατσουνιά. Υπήρχε ένας μεγάλος, επίπεδος δακτύλιος από επαργυρωμένο μέταλλο γερμένος πάνω σε καρέκλες από μέταλλο και πέτρα, παράξενα αντικείμενα από μέταλλο, κρύσταλλο και γυαλί, ανάμικτα σ' ένα σωρό με σπασμένα απομεινάρια, ενώ ένα μαύρο, μεταλλικό κοντάρι, σαν δόρυ, στεκόταν όρθιο, ισορροπώντας με απίστευτο τρόπο στα συντρίμμια. Ολόκληρη η πλατεία ήταν έτσι.
Όταν βγήκε από κάτω από το μεγάλο δέντρο, με λίγο ψάξιμο στα χαλάσματα βρήκε αυτό που έψαχνε. Παραμέρισε με κλωτσιές κομμάτια από ελικοειδείς, γυάλινους σωλήνες, έσπρωξε κατά μέρος μια καρέκλα από κόκκινο κρύσταλλο με απλά σκαλίσματα και σήκωσε ένα αγαλματίδιο ύψους τριάντα εκατοστών, μια γυναίκα με γαλήνιο πρόσωπο, που φορούσε ρόμπα, σκαλισμένη σε λευκή πέτρα, η οποία κρατούσε στο ένα χέρι μια διαυγή σφαίρα. Ήταν άθικτο. Του ήταν άχρηστο, όπως και σε κάθε άντρα, όπως το άρρεν δίδυμότης ήταν άχρηστο για τη Λανφίαρ. Σκέφτηκε να το σπάσει. Με μια απλή εκσφενδόνιση, σίγουρα η κρυστάλλινη σφαίρα θα γινόταν χίλια κομμάτια στις πλάκες.
«Αυτό έψαχνε». Δεν είχε καταλάβει ότι τον είχε ακολουθήσει ο Ασμόντιαν. Ο άνθρωπος, τρέμοντας, σκούπιζε το ματωμένο στόμα του. «Θα σου ξεριζώσει την καρδιά για να το αποκτήσει».
«Ή τη δική σου, που της το κράτησες κρυφό. Εμένα με αγαπάει». Τα Φως να με βοηθήσει. Είναι σαν να σε αγαπάει ένας λυσσασμένος λύκος! Ύστερα από μια στιγμή, το πήρε κι αυτό παραμάσχαλα, μαζί με το αρσενικό. Μπορεί να έβρισκε κάποιον τρόπο να το χρησιμοποιήσει. Κι επίσης δεν θέλω να καταστρέψω άλλα πράγματα.
Κοιτώντας όμως γύρω του, είδε κάτι άλλο, πέρα από την καταστροφή. Η ομίχλη είχε σχεδόν χαθεί από τη χαλασμένη πόλη· μόνο μερικά πλατιά συννεφάκια έμεναν να πλέουν ανάμεσα στα κτίρια που στέκονταν ακόμα κάτω από τον ήλιο που έγερνε. Ο πυθμένας της κοιλάδας τώρα έγερνε απότομα προς το νότο και είχε αρχίσει να χύνεται νερό από το μεγάλο σχίσιμο της πόλης, το σχίσιμο που έφτανε ως βαθιά εκεί που ήταν ο κρυμμένος ωκεανός του νερού. Ήδη το κάτω άκρο της κοιλάδας γέμιζε. Μια λίμνη. Μπορεί στο τέλος να έφτανε ως την πόλη, μια λίμνη ίσως με μήκος τριών μιλίων, σε μια γη που μια λιμνούλα πλάτους τριών μέτρων τραβούσε κόσμο. Οι άνθρωποι θα έρχονταν σ' αυτή την κοιλάδα για να ζήσουν. Με το νου του έβλεπε κιόλας τα γύρω βουνά γεμάτα αναβαθμούς με καταπράσινα σπαρτά. Θα φρόντιζαν το Αβεντεσόρα, το τελευταίο δέντρο τσόρα. Ίσως τελικά να ξανάχτιζαν το Ρουίντιαν. Η Ερημιά θα αποκτούοε μια πόλη. Ίσως ο Ραντ να ζούσε αρκετά για να το δει.
Με το ανγκριάλ, το στρογγυλόσωμο ανθρωπάκο με το σπαθί, μπόρεσε να ανοίξει μια πόρτα στο σκοτάδι. Ο Ασμόντιαν πέρασε μαζί του απρόθυμα, με μια αμυδρή έκφραση χλευασμού στο πρόσωπο του, όταν εμφανίστηκε μόνο ένα πέτρινο σκαλοπάτι, πλατύ ίσα για να τους χωρά. Ήταν ακόμα ο ίδιος άνθρωπος που είχε δοθεί στον Σκοτεινό. Οι υπολογιστικές, λοξές ματιές του ήταν αρκετή υπενθύμιση, σε περίπτωση που τη χρειαζόταν ο Ραντ.
Μίλησαν μόνο δυο φορές καθώς το σκαλί πετούσε στο σκοτάδι.
«Δεν μπορώ να σε λέω Ασμόντιαν», είπε κάποια στιγμή ο Ραντ.
Ο άλλος ανατρίχιασε. «Το όνομά μου ήταν Τζόαρ Άνταμ Νεσόσιν», είπε τελικά. Έκανε σαν να είχε απογυμνώσει τον εαυτό του, ή σαν να είχε κάτι.
«Ούτε κι αυτό μπορώ να το χρησιμοποιήσω. Ποιος ξέρει ποιο παλιόχαρτο έχει κάπου γραμμένο αυτό το όνομα. Σκοπός είναι να μη σε σκοτώσει κάποιος μαθαίνοντας ότι είσαι Αποδιωγμένος». Και για να μη μάθει κανείς ότι ο Ραντ είχε έναν Αποδιωγμένο για δάσκαλο. «Νομίζω ότι θα συνεχίσεις να ονομάζεσαι Τζέησιν Νατάελ. Βάρδος του Αναγεννημένου Δράκοντα. Είναι καλή πρόφαση για να σε έχω από κοντά». Ο Νατάελ έκανε μια γκριμάτσα, μα δεν είπε τίποτα.