Αυτή ένευσε σαν να μην περίμενε τίποτα διαφορετικό. Ο Πέριν κούνησε το κεφάλι· η Μουαραίν ήταν τόσο συνηθισμένη να κρύβει τις πραγματικές σκέψεις της, που αυτό έμοιαζε να έχει γίνει δεύτερη φύση της.
Ξαφνικά μια πόρτα άνοιξε και μέσα μπήκαν η Μπάιν με την Τσιάντ, χωρίς τα δόρατά τους. Η Μπάιν κρατούσε μια μεγάλη, λευκή λεκάνη και μια χοντρή κανάτα, που έβγαζε ατμούς από την κορυφή. Η Τσιάντ είχε διπλωμένες πετσέτες παραμάσχαλα.
«Γιατί τα φέρνετε εσείς αυτά;» απαίτησε να μάθει η Μουαραίν.
Η Τσιάντ σήκωσε τους ώμους. «Η άλλη δεν ερχόταν».
Ο Ραντ γέλασε ξερά. «Ακόμα και οι υπηρέτριες ξέρουν και με αποφεύγουν. Αφήστε τα όπου θέλετε».
«Τελειώνει ο χρόνος σου, Ραντ», είπε η Μουαραίν. «Οι Δακρινοί άρχισαν να σε συνηθίζουν κατά κάποιον τρόπο και κανένας δεν φοβάται το γνώριμο, αλλά το ξένο. Πόσες βδομάδες ή μέρες θα περάσουν μέχρι να προσπαθήσει κάποιος να σε καρφώσει με κάποιο βέλος, ή να σου δηλητηριάσει το φαγητό; Πόσο μέχρι να χτυπήσει κάποιος Αποδιωγμένος, ή να έρθει άλλη μια φυσαλίδα από το Σχήμα;»
«Μη με σπρώχνεις, Μουαραίν». Ήταν καταλερωμένος, μισόγυμνος, σχεδόν ακουμπούσε στο Καλαντόρ για να μπορεί να κάθεται με το κορμί ίσιο, αλλά κατάφερε να προσδώσει μια ήρεμη προσταγή σ' αυτά τα λόγια. «Δεν θα τρέξω ούτε και για σένα».
«Μην αργήσεις να διαλέξεις το δρόμο σου», είπε αυτή. «Κι αυτή τη φορά πληροφόρησέ με για το τι σκοπεύεις να κάνεις. Οι γνώσεις μου δεν μπορούν να σε βοηθήσουν, αν αρνείσαι να δεχτείς τη βοήθειά μου».
«Τη βοήθειά σου;» είπε κουρασμένα ο Ραντ. «Θα δεχτώ τη βοήθειά σου. Αλλά εγώ θα το αποφασίσω, όχι εσύ». Κοίταξε τον Πέριν σαν να προσπαθούσε να του πει κάτι δίχως λόγια, κάτι που δεν ήθελε να το ακούσουν οι άλλοι. Ο Πέριν δεν είχε ιδέα τι ήταν. Έπειτα από λίγο ο Ραντ αναστέναξε· το κεφάλι του έγειρε. «Θέλω να κοιμηθώ. Όλοι σας, φύγετε. Σας παρακαλώ. Θα μιλήσουμε αύριο». Ξανακοίταξε τον Πέριν και ανοιγόκλεισε τα μάτια, τονίζοντάς του τις λέξεις.
Η Μουαραίν πλησίασε την Μπάιν και την Τσιάντ, και οι δύο Αελίτισσες έγειραν κοντά της για να ακούσουν μόνο αυτές τι είχε να πει. Ο Πέριν άκουσε μονάχα ένα βουητό και αναρωτήθηκε αν χρησιμοποιούσε τη Δύναμη για να τον εμποδίσει να κρυφακούσει. Η Μουαραίν ήξερε ότι είχε οξύτατη ακοή. Βεβαιώθηκε γι' αυτό όταν η Μπάιν αποκρίθηκε ψιθυριστά και ο Πέριν πάλι δεν άκουσε τίποτα. Όμως η Άες Σεντάι δεν είχε κάνει τίποτα για την όσφρησή του. Οι Αελίτισσες κοίταζαν τον Ραντ καθώς άκουγαν την Άες Σεντάι και η μυρωδιά τους έδειχνε επιφυλακτικότητα. Όχι φόβο, αλλά σαν ο Ραντ να ήταν ένα μεγάλο ζώο που μπορούσε να γίνει επικίνδυνο αν στραβοπατούσαν.
Η Άες Σεντάι ξαναγύρισε στον Ραντ. «Αύριο θα μιλήσουμε. Δεν μπορείς να κάθεσαι σαν πέρδικα που περιμένει το δίχτυ του κυνηγού». Πριν ο Ραντ προλάβει να απαντήσει, η Μουαραίν είχε ξεκινήσει προς την πόρτα. Ο Λαν κοίταξε τον Ραντ σαν να ετοιμαζόταν να του πει κάτι, όμως την ακολούθησε αμίλητος.
«Ραντ;» είπε ο Πέριν.
«Κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε». Ο Ραντ δεν ύψωσε το βλέμμα από τη λαμπερή λαβή ανάμεσα στα χέρια του. «Όλοι κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε». Η μυρωδιά του έδειχνε φόβο.
Ο Πέριν ένευσε και ακολούθησε τον Ρούαρκ, που έβγαινε από το δωμάτιο. Η Μουαραίν και ο Λαν δεν φαίνονταν πουθενά. Ο Δακρινός αξιωματικός κοίταζε την πόρτα από δέκα απλωσιές παραπέρα, προσπαθώντας να προσποιηθεί ότι η απόσταση αυτή ήταν δική του επιλογή και δεν είχε να κάνει με τις τέσσερις γυναίκες που τον παρακολουθούσαν. Ο Πέριν τότε αντιλήφθηκε ότι οι άλλες δύο Κόρες ήταν ακόμα στο υπνοδωμάτιο. Άκουσε φωνές από κει.
«Φύγετε», είπε ο Ραντ κουρασμένα. «Αφήστε τα κάπου και φύγετε».
«Αν μπορέσεις να σηκωθείς όρθιος», είπε κεφάτα η Τσιάντ, «τότε θα φύγουμε. Σήκω όρθιος, αυτό μας φτάνει».
Ακούστηκε ο παφλασμός του νερού που χυνόταν στη λεκάνη. «Δεν είναι η πρώτη φορά που θα περιποιηθούμε τραυματισμένο», είπε η Μπάιν με έναν παρηγορητικό τόνο. «Επίσης, μπανιάριζα τους αδελφούς μου, όταν ήταν μικρά παιδιά».
Ο Ρούαρκ έκλεισε την πόρτα, εμποδίζοντας τους άλλους να δουν τη συνέχεια.
«Δεν του φέρεστε σαν τους Δακρινούς», είπε χαμηλόφωνα ο Πέριν. «Δεν υποκλίνεστε, δεν σκύβετε. Δεν νομίζω να άκουσα κάποιον από εσάς να τον αποκαλεί Άρχοντα Δράκοντα».
«Ο Αναγεννημένος Δράκοντας είναι προφητεία των υδρόβιων», είπε ο Ρούαρκ. «Εμείς λέμε για Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή».
«Νόμιζα ότι είναι ένα και το αυτό. Αλλιώς τι γυρεύετε στην Πέτρα; Που να καώ, Ρούαρκ, εσείς οι Αελίτες είστε ο Λαός του Δράκοντα, όπως ακριβώς λένε οι Προφητείες. Σχεδόν το παραδέχεστε, αν και δεν βγήκατε να το πείτε απερίφραστα».