Выбрать главу

Αυτό το τελευταίο ο Ρούαρκ το αγνόησε. «Στις Προφητείες του Δράκοντα που έχετε, η πτώση της Πέτρας και το πάρσιμο του Καλαντόρ διακηρύσσουν ότι ο Δράκοντας ξαναγεννήθηκε. Η δική μας προφητεία λέει μόνο ότι η Πέτρα πρέπει να πέσει, πριν εμφανιστεί Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή για να μας οδηγήσει πίσω, σε ό,τι ήταν δικό μας. Μπορεί να είναι ο ίδιος άνθρωπος, όμως αμφιβάλω αν ακόμα και οι Σοφές θα ήξεραν να πουν με σιγουριά. Αν ο Ραντ είναι ο εκλεκτός, υπάρχουν κι άλλα πράγματα που πρέπει να κάνει για να το αποδείξει».

«Σαν τι;» ζήτησε να μάθει ο Πέριν.

«Αν είναι ο ένας, θα ξέρει και θα τα κάνει. Αν όχι, τότε η έρευνά μας συνεχίζεται».

Κάτι δυσνόητο στη φωνή του Αελίτη έκανε τον Πέριν να τεντώσει τ' αφτιά του. «Κι αν δεν είναι αυτός που ψάχνετε; Τότε τι, Ρούαρκ;»

«Κοιμήσου καλά και ήσυχα, Πέριν». Οι μαλακές μπότες του Ρούαρκ δεν άφηναν κανέναν ήχο στο μαύρο μάρμαρο, καθώς έφευγε.

Ο Δακρινός αξιωματικός ακόμη κοίταζε πέρα από τις Κόρες, αναδίνοντας μια οσμή φόβου. Δεν μπορούσε να κρύψει το θυμό και το μίσος του, που ζωγραφίζονταν στο πρόσωπό του. Αν οι Αελίτες έκριναν ότι ο Ραντ δεν ήταν Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή... Ο Πέριν περιεργάστηκε το πρόσωπο του Δακρινού αξιωματικού και σκέφτηκε πώς θα ήταν αν έλειπαν οι Κόρες, αν η Πέτρα άδειαζε από τους Αελίτες, και ανατρίχιασε. Έπρεπε να βεβαιωθεί ότι η Φάιλε θα έφευγε. Αυτό ήταν όλο. Έπρεπε να φύγει, δίχως αυτόν.

4

Χορδές

Ο Θομ Μέριλιν πασπάλισε άμμο σ' αυτό που είχε γράψει, για να στεγνώσει το μελάνι, κι ύστερα ξανάχυσε προσεκτικά την άμμο στο βαζάκι της και έκλεισε καλά το καπάκι. Έψαξε στα χαρτιά του, που ήταν απλωμένα σε πρόχειρες στοίβες σε ολόκληρο το τραπέζι —έξι ψηλά κεριά αποτελούσαν κίνδυνο για πυρκαγιά, αλλά είχε μεγάλη ανάγκη το φως τους― και διάλεξε ένα τσαλακωμένο φύλλο, που το λέκιαζε μια κηλίδα μελάνης. Το σύγκρινε προσεκτικά με αυτό που είχε γράψει, χάιδεψε ικανοποιημένος το μακρύ, λευκό μουστάκι του με τον αντίχειρα και άφησε ένα χαμόγελο να ζωγραφιστεί στο ανεμοδαρμένο πρόσωπό του. Κι ο ίδιος ο Υψηλός Άρχοντας Κάρλεον θα πίστευε ότι ήταν ο δικός του γραφικός χαρακτήρας.

Να φυλάγεσαι. Ο σύζυγός σον έχει υποψίες.

Μόνο αυτές οι λέξεις, δίχως υπογραφή. Τώρα, αν μπορούσε να το κανονίσει έτσι ώστε ο Υψηλός Άρχοντας Τεντόσιαν να το βρει εκεί που θα μπορούσε να το έχει αφήσει από απροσεξία η σύζυγός του, η Αρχόντισσα Αλτέιμα...

Ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και ο Θομ τινάχτηκε. Κανένας δεν ερχόταν να τον δει τέτοια ώρα νυχτιάτικα.

«Μια στιγμή», φώναξε μαζεύοντας όπως-όπως τις πένες, τα μελανοδοχεία και επιλεγμένα χαρτιά, και τοποθετώντας τα σε ένα ταλαιπωρημένο κιβώτιο για σύνεργα γραφής. «Μια στιγμή να βάλω ένα πουκάμισο».

Κλείδωσε το κιβώτιο και το έχωσε κάτω από το τραπέζι, εκεί που δεν φαινόταν με την πρώτη ματιά. Μετά κοίταξε ολόγυρα το μικρό, δίχως παράθυρα δωμάτιό του για να δει μήπως είχε τίποτα άλλο που δεν έπρεπε να φανεί. Στεφάνια και μπαλάκια για ταχυδακτυλουργικά κόλπα γέμιζαν το στενό, άστρωτο κρεβάτι του, ή ήταν ριγμένα ανάμεσα στα ξυριστικά του σε ένα στενό ράφι, μαζί με τα ραβδιά που χρησιμοποιούσε για να καταπίνει φλόγες και με διάφορα μικροαντικείμενα ταχυδακτυλουργίας. Ο μανδύας του, που τα σχεδόν ξεκολλημένα μπαλώματα σε εκατό αποχρώσεις έδειχναν ότι ήταν μανδύας βάρδου, κρεμόταν από ένα κρεμαστάρι στον τοίχο, πλάι στα λιγοστά ρούχα του και τις σκληρές, δερμάτινες θήκες που φιλοξενούσαν την άρπα και το φλάουτό του. Γύρω από το λουρί στη θήκη της άρπας ήταν δεμένη μια διάφανη, κόκκινη, μεταξωτή εσάρπα, η οποία όμως θα μπορούσε να ανήκει σε οποιαδήποτε.

Δεν καλοθυμόταν ποια την είχε δέσει εκεί· προσπαθούσε να μην ξεχωρίζει μια γυναίκα από τις υπόλοιπες, πάντα με γέλια και με την καρδιά ανάλαφρη. Κάνε τες να γελούν, ακόμα και να αναστενάζουν, αλλά απέφευγε τα μπερδέματα: αυτό ήταν το σύνθημά του· δεν είχε χρόνο γι' αυτές. Έτσι έλεγε στον εαυτό του.

«Έρχομαι». Εκνευρισμένος, πλησίασε χωλαίνοντας την πόρτα. Κάποτε έκανε τους ανθρώπους να τον θαυμάζουν, καθότι δεν πίστευαν, παρ' όλο που το έβλεπαν με τα μάτια τους, ότι ένας κοκαλιάρης, ασπρομάλλης γέρος μπορούσε να κάνει τούμπες, συνεχείς ανάποδες στροφές και να στέκεται στα χέρια, σβέλτος και λυγερός σαν μικρό αγόρι. Το χωλό πόδι του είχε σημάνει το τέλος όλων αυτών, και το μισούσε. Το πόδι του πονούσε πιο πολύ όταν κουραζόταν. Άνοιξε απότομα την πόρτα και τα μάτια του βλεφάρισαν με έκπληξη. «Βρε. Κόπιασε, Ματ. Νόμιζα ότι δούλευες σκληρά για να ξαλαφρώσεις τα πορτοφόλια των αρχοντόπουλων».