Выбрать главу

«Δεν ήθελαν να παίξουν άλλο απόψε», είπε ξινά ο Ματ και σωριάστηκε στο τρίποδο σκαμνί, που έπαιζε ρόλο δεύτερης καρέκλας. Το σακάκι του ήταν ανοιχτό και τα μαλλιά του ανακατωμένα. Τα καστανά μάτια του ήταν αεικίνητα, δεν σταματούσαν σε ένα σημείο για πολύ, όμως η συνηθισμένη λάμψη τους, που έδειχνε ότι έβλεπε κάτι αστείο που είχε περάσει απαρατήρητο από τους άλλους, απόψε απουσίαζε.

Ο Θομ τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια, ενώ μέσα του συλλογιζόταν. Ο νεαρός ποτέ δεν δρασκελούσε το κατώφλι του χωρίς να πετάξει μια μπηχτή για το άθλιο δωμάτιο. Ο Ματ δεχόταν την εξήγηση του Θομ, ότι κοιμόταν πλάι στα διαμερίσματα των υπηρετών για να ξεχάσει ο κόσμος ότι είχε έρθει στη σκιά των Άες Σεντάι, αλλά ποτέ δεν άφηνε να περάσει ανεκμετάλλευτη μια ευκαιρία για ένα αστειάκι. Κι αν συνειδητοποιούσε ότι με την επιλογή αυτού του δωματίου κανένας δεν θα συσχέτιζε τον Θομ με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, τότε ο Ματ, τέτοιος χαρακτήρας που ήταν, θα δεχόταν την επιθυμία του για φυσιολογική. Δύο φράσεις του Θομ είχαν αρκέσει, ειπωμένες βιαστικά σε μια σπάνια στιγμή που δεν έβλεπε κανείς, για να καταλάβει ο Ραντ τον πραγματικό λόγο. Όταν είσαι βάρδος, όλοι σε ακούνε, όλοι σε παρακολουθούν, όμως κανένας δεν σε βλέπει στ' αλήθεια και κανένας δεν θυμάται σε ποιον μιλούσες, αρκεί να ήσουν απλώς ένας βάρδος, προσφέροντας απλοϊκή ψυχαγωγία κατάλληλη για χωρικούς και υπηρέτες, ίσως και για να διασκεδάσουν λίγο οι αρχόντισσες. Έτσι το έβλεπαν οι Δακρινοί. Στο κάτω-κάτω, δεν ήταν δα και ραψωδός.

Τι έτρωγε το αγόρι και το είχε φέρει εδώ κάτω τέτοια ώρα; Ίσως κάποια από τις κοπέλες, που μερικές ήταν αρκετά μεγάλες και όφειλαν να έχουν βάλει μυαλό, η οποία είχε αφεθεί να την παρασύρει το ζαβολιάρικο χαμόγελο του Ματ. Πάντως ο Θομ θα υποκρινόταν ότι ήταν μια συνηθισμένη επίσκεψη του Ματ, εκτός αν ο νεαρός άλλαζε τροπάρι.

«Θα φέρω τον άβακα των λίθων. Είναι αργά, αλλά μια παρτίδα την προλαβαίνουμε». Δεν άντεξε στον πειρασμό και πρόσθεσε: «Τι λες, βάζουμε κάνα στοίχημα;» Δεν θα έπαιζε ζάρια με τον Ματ ούτε ακόμα και για μικροποσά, αλλά οι λίθοι ήταν κάτι διαφορετικό· όπως το έβλεπε, στο παιχνίδι αυτό υπήρχε μεγάλη τάξη και πολλά σχήματα, που δεν ταίριαζαν στην παράξενη τύχη του Ματ.

«Τι; Α! Όχι. Είναι αργά για παιχνίδια. Θομ, μήπως...; Μήπως... συνέβη τίποτα εδώ κάτω;»

Ο Θομ έγειρε τον άβακα στο πόδι του τραπεζιού και ξέθαψε μια ταμπακοσακούλα και μια πίπα με μακρύ σωλήνα από το χάος στο τραπέζι. «Σαν τι;» ρώτησε, γεμίζοντας ως απάνω το κοίλο μέρος της πίπας. Πριν του απαντήσει ο Ματ, πρόλαβε να χώσει ένα στριμμένο χαρτάκι στη φλόγα ενός κεριού, να ανάψει την πίπα και να σβήσει τη φλόγα.

«Ας πούμε, μήπως τρελάθηκε ο Ραντ. Μπα, δεν θα ρωτούσες τι, αν ήταν έτσι».

Ο Θομ ένιωσε ένα ρίγος, που τον έκανε να τινάξει τους ώμους, όμως φύσηξε ένα μακρύ συννεφάκι γκριζογάλανου καπνού και κάθισε στην καρέκλα του, απλώνοντας το χωλό πόδι του. «Τι έγινε;»

Ο Ματ πήρε μια βαθιά ανάσα και τα ξεφούρνισε όλα ορμητικά. «Τα τραπουλόχαρτα πήγαν να με σκοτώσουν. Η Άμερλιν και ο Υψηλός Άρχοντας και... Δεν ήταν όνειρό μου, Θομ. Γι' αυτό το λόγο εκείνα τα κομψευόμενα κωθώνια δεν θέλουν να παίξουν άλλο. Φοβούνται μήπως ξανασυμβεί. Θομ, σκέφτομαι να φύγω από το Δάκρυ».

Το ρίγος χειροτέρεψε, ήταν σαν να είχε τσουκνίδες στη ράχη του. Γιατί δεν είχε φύγει από το Δάκρυ εδώ και καιρό; Κάτι τέτοιο θα ήταν το σοφότερο που μπορούσε να κάνει. Εκατοντάδες χωριά ήταν εκεί παραέξω, κόσμος που περίμενε ένα βάρδο να τους ψυχαγωγήσει και να τους καταπλήξει. Και κάθε χωριό είχε ένα-δυο πανδοχεία γεμάτα κρασί για να πνίξει τις θύμησές του. Αλλά αν έφευγε, τότε ο Ραντ δεν θα είχε κανέναν, εκτός από τη Μουαραίν, για να εμποδίσει τους Υψηλούς Άρχοντες να τον στριμώξουν σε κάποιο αδιέξοδο με τους ελιγμούς τους και ίσως να του κόψουν το λαιμό. Φυσικά η Μουαραίν αυτό μπορούσε να το κάνει. Χρησιμοποιώντας διαφορετικές μεθόδους. Τουλάχιστον ο ίδιος έτσι πίστευε. Ήταν Καιρχινή κι αυτό μάλλον σήμαινε ότι είχε μάθει το Παιχνίδι των Οίκων από τότε που έπινε ακόμα το γάλα της μάνας της. Και από πίσω θα έδενε πιο γερά τον Ραντ στο Λευκό Πύργο. Θα τον τύλιγε σε ένα τόσο γερό δίχτυ των Άες Σεντάι, που δεν θα δραπέτευε ποτέ. Αλλά αν το αγόρι ήδη τρελαινόταν...

Βλάκα, έψεξε ο Θομ τον εαυτό του. Ήταν μεγάλος βλάκας, που είχε αναμιχθεί σε όλα αυτά για κάτι που είχε συμβεί δεκαπέντε χρόνια πριν. Δεν θα άλλαζε τίποτα φεύγοντας· ό,τι είχε γίνει, είχε γίνει. Έπρεπε να δει τον Ραντ πρόσωπο με πρόσωπο, ό,τι κι αν του είχε πει πριν για την ανάγκη να μείνουν σε απόσταση. Ίσως κανένας να μην το έβρισκε παράξενο αν ένας βάρδος ζητούσε να πει ένα τραγούδι για τον Άρχοντα Δράκοντα, ένα τραγούδι που είχε γράψει ειδικά γι' αυτόν. Ήξερε έναν άγνωστο Καντορινό σκοπό για την περίσταση, που εξυμνούσε έναν ανώνυμο άρχοντα για το μεγαλείο και το κουράγιο του με πομπώδεις φράσεις, οι οποίες δεν ανέφεραν πράξεις ή μέρη. Μάλλον το είχε παραγγείλει κάποιος άρχοντας, ο οποίος δεν είχε κάνει πράξεις αξιομνημόνευτες. Ε, λοιπόν, θα ήταν ό,τι πρέπει τώρα. Εκτός κι αν η Μουαραίν το έβρισκε παράξενο. Αυτό θα ήταν εξίσου κακό με το να τον προσέξουν οι Υψηλοί Άρχοντες. Τι βλάκας που είμαι! Θα έπρεπε να φύγω απόψε κιόλας!