Выбрать главу

Μέσα του πάλευαν οι σκέψεις και ένιωθε μια ξινίλα στο στομάχι, αλλά είχε περάσει πολλά χρόνια μαθαίνοντας να συγκρατεί την έκφραση του προσώπου του, πριν καν φορέσει το μανδύα του βάρδου. Φύσηξε τρία δαχτυλίδια καπνού, το ένα μέσα στο άλλο. «Από τη μέρα που ήρθες στην Πέτρα, σκέφτεσαι να αφήσεις το Δάκρυ», είπε.

Ο Ματ, κουρνιασμένος στην άκρη του σκαμνιού, του έριξε μια θυμωμένη ματιά. «Αυτό σκοπεύω να κάνω. Το εννοώ. Δεν έρχεσαι μαζί μου, Θομ; Υπάρχουν πολιτείες που νομίζουν ότι ο Αναγεννημένος Δράκοντας ακόμα δεν ξεμύτισε, που χρόνια έχει να σκεφτεί κανείς τις παλιο-Προφητείες του παλιο-Δράκοντα. Τόποι που νομίζουν ότι ο Σκοτεινός είναι παραμύθι των γιαγιάδων, οι Τρόλοκ εξωφρενικές ιστορίες των ταξιδιωτών και ότι οι Μυρντράαλ τρυπώνουν στις σκιές για να τρομάξουν τα παιδιά. Θα παίζεις την άρπα σου, θα λες τις ιστορίες σου κι εγώ θα βρω κάποιους να παίζουν ζάρια. Θα μπορέσουμε να ζήσουμε σαν άρχοντες, θα ταξιδεύουμε και θα μένουμε όπου μας καπνίσει, χωρίς κανέναν να θέλει να μας σκοτώσει».

Αυτό τον πέτυχε εκεί που πονούσε. Ήταν βλάκας, ομολογουμένως· έπρεπε να βρει μια διέξοδο. «Αν στ' αλήθεια σκοπεύεις να φύγεις, γιατί δεν έφυγες;»

«Η Μουαραίν δεν παίρνει το βλέμμα της από πάνω μου», είπε πικρά ο Ματ. «Κι όταν δεν είναι η ίδια, τότε βάζει άλλον να με παρακολουθεί».

«Καταλαβαίνω. Οι Άες Σεντάι δεν θέλουν να σε αφήσουν από τη στιγμή που θα πέσεις στα χέρια τους». Ο Θομ ήταν βέβαιος ότι υπήρχε κάτι παραπάνω, σίγουρα κάτι πέρα απ' όσα ήταν ήδη γνωστά, αλλά ο Ματ αρνιόταν κάτι τέτοιο και αν υπήρχε άλλος που να το ξέρει, εκτός της Μουαραίν, δεν άνοιγε το στόμα του. Δεν είχε σημασία όμως. Συμπαθούσε τον Ματ —μάλιστα του χρωστούσε χάρη κατά έναν τρόπο― όμως οι μπελάδες του νεαρού δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με αυτό που είχε ο Ραντ. «Αλλά δεν πιστεύω ότι στ' αλήθεια έχει κάποιον να σε παρακολουθεί μέρα-νύχτα».

«Σχεδόν έτσι είναι. Πάντα ρωτά τους άλλους πού είμαι, τι κάνω. Τα ακούω αυτά. Ξέρεις κανέναν που δεν θα απαντούσε σε μια Άες Σεντάι; Εγώ όχι. Σχεδόν σαν να με παρακολουθεί».

«Μπορείς να αποφύγεις τα βλέμματα των άλλων, αν το θέλεις. Δεν έχω δει άλλον τόσο καλό στο να πηγαινοέρχεται κρυφά. Το λέω για κομπλιμέντο».

«Όλο και κάτι τυχαίνει», μουρμούρισε ο Ματ. «Μπορείς να κερδίσεις πολύ χρυσάφι εδώ. Κι είναι μια κοπέλα με μεγάλα μάτια στις κουζίνες, που της αρέσουν τα φιλάκια και τα γαργαλητά, και μια καμαριέρα έχει μαλλιά σαν μετάξι, που φτάνουν ως τη μέση της, και ένα ολοστρόγγυλο...» Η φωνή του έσβησε, σαν να είχε συνειδητοποιήσει ξαφνικά πόσο ανόητος φαινόταν.

«Σκέφτηκες μήπως αυτό συμβαίνει επειδή —»

«Αν πεις τη λέξη τα’βίρεν, Θομ, θα σηκωθώ να φύγω».

Ο Θομ κατάπιε αυτό που θα έλεγε. «Μήπως επειδή ο Ραντ είναι φίλος σου και δεν θέλεις να τον εγκαταλείψεις;»

«Να τον εγκαταλείψω!» Το αγόρι πετάχτηκε πάνω, ρίχνοντας το σκαμνί. «Θομ, είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας! Τουλάχιστον έτσι λένε αυτός και η Μουαραίν. Μπορεί να είναι. Μπορεί να διαβιβάζει κι έχει και το παλιόσπαθο, που μοιάζει με γυαλί. Προφητείες! Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι θα έπρεπε να είμαι τρελός σαν τους Δακρινούς για να μείνω». Κοντοστάθηκε. «Δεν φαντάζομαι να πιστεύεις... να πιστεύεις ότι η Μουαραίν με κρατά εδώ, έτσι δεν είναι; Με τη Δύναμη;»

«Δεν πιστεύω ότι μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο», είπε αργά ο Θομ. Κάτι ήξερε για τις Άες Σεντάι, αρκετά για να έχει μια ιδέα για το πόσα δεν ήξερε, και πίστευε ότι σ' αυτό το θέμα είχε δίκιο.

Ο Ματ πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του. «Θομ, όλο σκέφτομαι να φύγω, αλλά... Μου έρχονται κάτι παράξενα συναισθήματα. Σχεδόν σαν να πρόκειται να συμβεί κάτι. Κάτι... μνημειώδες· αυτή είναι η λέξη. Είναι όπως όταν ξέρεις ότι τη Μέρα του Ήλιου θα έχει πυροτεχνήματα, μόνο που τώρα δεν ξέρω τι περιμένω. Όποτε σκέφτομαι έντονα να φύγω, συμβαίνει. Και ξαφνικά βρίσκω λόγο να μείνω μια μέρα παραπάνω. Πάντα μια μέρα παραπάνω, που να καώ. Δεν σου φαίνεται έργο των Άες Σεντάι αυτό;»

Ο Θομ κατάπιε πριν πει τη λέξη τα'βίρεν και έβγαλε την πίπα, την οποία στήριζε στα δόντια του, για να κοιτάξει το ταμπάκ που σιγοκαιγόταν. Δεν ήξερε πολλά για τους τα’βίρεν, όμως ποιος ήξερε, εκτός μόνο από τις Άες Σεντάι, ή ίσως και κάποιους Ογκιρανούς. «Πάντα τα έκανα θάλασσα όταν ήταν να βοηθήσω ανθρώπους στα προβλήματά τους». Κι ακόμα χειρότερα όταν ήταν τα δικά μου, σκέφτηκε. «Τώρα που υπάρχει μια Άες Σεντάι πρόχειρη, θα συμβούλευα τους περισσότερους να ζητήσουν τη βοήθειά της». Εγώ ο ίδιος, όμως, δεν ακούω τη συμβουλή μου.