Выбрать главу

«Τη βοήθεια της Μουαραίν!»

«Φαντάζομαι ότι αποκλείεται σ' αυτή την περίπτωση. Αλλά η Νυνάβε ήταν η Σοφία σας, τότε στο Πεδίο του Έμοντ. Οι Σοφίες στα χωριά έχουν συνηθίσει να απαντούν στις ερωτήσεις του κόσμου, να βοηθούν στα προβλήματα».

Ο Ματ κάγχασε δυνατά. «Για να ανεχτώ τον εξάψαλμό της για το ποτό και τη χαρτοπαιξία και...; Θομ, μου φέρεται σαν να είμαι δέκα χρόνων. Κάποιες φορές νομίζω ότι πιστεύει πως θα παντρευτώ μια καλή κοπέλα, θα νοικοκυρευτώ και θα ασχοληθώ με το αγρόκτημα του πατέρα μου».

«Είναι κάποιοι που δεν θα έβρισκαν άσχημη μια τέτοια ζωή», είπε ήρεμα ο Θομ.

«Εμένα δεν θα μου άρεσε. Θέλω κάτι παραπάνω από μια ζωή με αγελάδες, πρόβατα και ταμπάκ. Θέλω —» Ο Ματ κούνησε το κεφάλι. «Έχω πολλές τρύπες στη μνήμη μου. Μερικές φορές νομίζω ότι, αν καταφέρω να τις γεμίσω, θα μάθω... Που να καώ, δεν ξέρω τι θα μάθω, αλλά ξέρω ότι θέλω να το μάθω. Μπλεγμένος γρίφος να σου πετύχει, έτσι δεν είναι;»

«Δεν ξέρω αν ακόμα και οι Άες Σεντάι μπορούν να σε βοηθήσουν σ' αυτό. Ένας βάρδος, όμως, σίγουρα δεν μπορεί».

«Όχι Άες Σεντάι είπα!»

Ο Θομ αναστέναξε. «Κάτσε ήσυχα, μικρέ. Δεν είπα αυτό».

«Σηκώνομαι και φεύγω. Μόλις φέρω τα πράγματά μου και βρω ένα άλογο. Ούτε λεπτό παραπάνω».

«Μέσα στην άγρια νύχτα; Φεύγεις και το πρωί». Απέφυγε να προσθέσει, αν φύγεις στ' αλήθεια. «Κάτσε κάτω. Ηρέμησε. Θα παίξουμε μια παρτίδα λίθους. Κάπου εδώ έχω μια κανάτα κρασί».

Ο Ματ κοντοστάθηκε, κοίταξε την πόρτα. Τέλος, ίσιωσε το σακάκι με μια κοφτή κίνηση. «Φεύγω και το πρωί». Ο τόνος του ήταν αβέβαιος, όμως έπιασε το αναποδογυρισμένο σκαμνί και το ακούμπησε πλάι στο τραπέζι. «Αλλά μη μου βάζεις κρασί», πρόσθεσε ενώ καθόταν. «Συμβαίνουν παράξενα πράγματα, ακόμα κι όταν το κεφάλι μου είναι καθαρό. Θέλω να καταλάβω τη διαφορά».

Ο Θομ φαινόταν σκεφτικός καθώς ακουμπούσε τον άβακα και τα σακουλάκια με τους λίθους στο τραπέζι. Το παλικάρι είχε αλλάξει γνώμη πανεύκολα. Τον προσέλκυε ένας ακόμα ισχυρότερος τα'βίρεν, που ονομαζόταν Ραντ αλ'Θόρ, αυτή ήταν η γνώμη του Θομ. Του πέρασε από το νου κι αναρωτήθηκε μήπως κι ο ίδιος ήταν παγιδευμένος με τον ίδιο τρόπο. Η ζωή του δεν κατευθυνόταν προς την Πέτρα του Δακρύου και αυτό το δωμάτιο όταν είχε πρωτογνωρίσει τον Ραντ, αλλά από τότε είχε μπλέξει σαν ανέμη χαρταετού. Αν αποφάσιζε να φύγει, για παράδειγμα στην περίπτωση που ο Ραντ είχε όντως τρελαθεί, μήπως θα έβρισκε διαρκώς λόγους να το αναβάλλει;

«Τι είναι αυτό, Θομ;» Η μπότα του Ματ είχε βρει το κιβώτιο γραφής κάτω από το τραπέζι. «Πειράζει να το βάλω στην άκρη, επειδή με εμποδίζει;»

«Βέβαια. Βάλ' το». Μέσα του έκανε μια γκριμάτσα, όταν ο Ματ παραμέρισε απότομα το κασελάκι με το πόδι. Ευχήθηκε να είχε κλείσει καλά τα μελανοδοχεία με το φελλό. «Διάλεξε», είπε απλώνοντας τις γροθιές του.

Ο Ματ χτύπησε την αριστερή κι ο Θομ την άνοιξε για να αποκαλύψει μια λεία, μαύρη πέτρα, με κυκλικό, επίπεδο σχήμα. Ο μικρός χασκογέλασε επειδή θα έπαιζε πρώτος και τοποθέτησε το λίθο στον άβακα με τα τετραγωνάκια. Βλέποντας κανείς την ανυπομονησία για το παιχνίδι στα μάτια του, δεν θα υποψιαζόταν ότι μόλις πριν από μερικές στιγμές ένιωθε τη διπλή ανυπομονησία για την αναχώρησή του. Πάνω του κουβαλούσε ένα μεγαλείο που αρνιόταν να το αναγνωρίσει, καθώς και την επιθυμία της Άες Σεντάι να τον κρατήσει εκεί, σαν κατοικίδιό της. Το παλικαράκι είχε παγιδευτεί για τα καλά.

Ο Θομ αποφάσισε ότι, αν ήταν κι ο ίδιος παγιδευμένος, τότε θα άξιζε να βοηθήσει τουλάχιστον κάποιον να γλιτώσει από την Άες Σεντάι. Θα άξιζε, για να ξεπληρώσει ως ένα σημείο ένα χρέος που κρατούσε δεκαπέντε χρόνια.

Νιώθοντας μια ξαφνική και παράξενη ισορροπία μέσα του, τοποθέτησε στον άβακα ένα λευκό λίθο. «Έτυχε να σου πω καμιά φορά», είπε δαγκώνοντας την πίπα του, «για το στοίχημα που έβαλα κάποτε με μια Ντομανή; Είχε μάτια που έπιναν την ψυχή σου και ένα κόκκινο πουλί με παράξενη όψη, το οποίο είχε αγοράσει από ένα πλοίο των Θαλασσινών. Ισχυριζόταν ότι το πουλί μπορούσε να προβλέψει το μέλλον. Αυτό το πουλί είχε ένα χοντρό, κίτρινο ράμφος, μακρύ όσο το σώμα του, και...»

5

Ιεροεξεταστές

«Κανονικά θα έπρεπε να έχουν γυρίσει τώρα». Η Εγκουέν ανέμισε πιο γοργά τη μεταξωτή, ζωγραφισμένη βεντάλια της, χαρούμενη που τουλάχιστον οι νύχτες ήταν κάπως πιο δροσερές από τις ημέρες. Οι Δακρινές είχαν πάντα μαζί τους βεντάλιες —τουλάχιστον οι αριστοκράτισσες και οι πλούσιες― όμως, απ’ όσο καταλάβαινε, η βεντάλια βοηθούσε μόνο όταν έγερνε ο ήλιος, κι ακόμα και τότε όχι πολύ. Ακόμα και οι λάμπες στους τοίχους, τα μεγάλα, χρυσά κατασκευάσματα με τους καθρέφτες πάνω σε ασημένιους λυχνοστάτες, έμοιαζαν να προσθέτουν στη ζέστη. «Γιατί καθυστερούν;» Μια ώρα, έτσι τους είχε υποσχεθεί η Μουαραίν για πρώτη φορά εδώ και μέρες και μετά είχε φύγει δίχως εξήγηση, ύστερα από πέντε μόλις λεπτά. «Είπε κάτι, γιατί την ήθελαν, Αβιέντα; Ή ποιος την ήθελε, για να έχουμε καλό ερώτημα;»