Выбрать главу

Καθισμένη σταυροπόδι στο πάτωμα πλάι στην πόρτα, με μεγάλα, πράσινα μάτια που τονίζονταν στο ηλιοψημένο πρόσωπό της, η Αελίτισσα ανασήκωσε τους ώμους. Φορούσε σακάκι, φαρδύ παντελόνι, μαλακές μπότες, το σούφα τυλιγμένο γύρω από το λαιμό της και έμοιαζε άοπλη. «Η Καρήν ψιθύρισε το μήνυμα στη Μουαραίν Σεντάι. Θα ήταν ανάρμοστο να στήσω αφτί. Συγνώμη, Άες Σεντάι».

Η Εγκουέν, νιώθοντας ενοχή, άγγιξε στο δεξί της χέρι το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό — το χρυσό ερπετό που δάγκωνε την ίδια ι ην ουρά του. Ως Αποδεχθείσα, θα έπρεπε να το φορά στο τρίτο δάχτυλο του αριστερού της χεριού, αλλά άφηναν τους Υψηλούς Άρχοντες να πιστεύουν ότι είχαν τέσσερις κανονικές Άες Σεντάι μέσα στην Πέτρα, κάτι που τους έκανε να φέρονται με άκρα ευγένεια, ή τουλάχιστον με όση αβρότητα μπορούσαν να επιδείξουν οι Δακρινοί ευγενείς. Η Μουαραίν, φυσικά, δεν έλεγε ψέματα· ποτέ δεν είχε πει ότι ήταν κάτι παραπάνω από Αποδεχθείσες. Όμως ποτέ δεν είχε πει ότι ήταν Αποδεχθείσες και είχε αφήσει τους πάντες να σκεφτούν ό,τι ήθελαν και να πιστέψουν ό,τι νόμιζαν ότι έβλεπαν. Η Μουαραίν δεν μπορούσε να πει ψέματα, αλλά μπορούσε να χορέψει την αλήθεια στο ταψί.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Εγκουέν και οι άλλες υποκρίνονταν ότι ήταν πλήρη μέλη της αδελφότητας των Άες Σεντάι από τότε που είχαν φύγει από τον Πύργο, όμως σταδιακά ένιωθε όλο και πιο αμήχανα που παραπλανούσε την Αβιέντα. Συμπαθούσε την Αελίτισσα και σκεφτόταν ότι θα γίνονταν φίλες, αν γνωρίζονταν καλύτερα μεταξύ τους· όμως αυτό φάνταζε αδύνατο όσο η Αελίτισσα περνούσε την Εγκουέν για Άες Σεντάι. Η Αελίτισσα ήταν εκεί μόνο επειδή την είχε διατάξει η Μουαραίν, χωρίς να αποκαλύψει το σκοπό της διαταγής. Η Εγκουέν υποψιαζόταν ότι το έκανε για να έχουν στο πλευρό τους μια Αελίτισσα σωματοφύλακα, λες και δεν είχαν μάθει να προστατεύονται μόνες τους. Πάντως, ακόμα κι αν γίνονταν φίλες αυτή και η Αβιέντα, δεν θα μπορούσε να της πει την αλήθεια. Ο καλύτερος τρόπος για να κρατήσεις ένα μυστικό ήταν να μην το μάθει κανείς απ' όσους δεν είχαν επιτακτική ανάγκη να το γνωρίζουν. Κάτι ακόμα που τους είχε τονίσει η Μουαραίν. Μερικές φορές η Εγκουέν ευχόταν να έκανε κάποιο λάθος η Μουαραίν, κάποιο εξόφθαλμο λάθος, έστω και μόνο μία φορά. Αλλά λάθος που να μην οδηγήσει σε συμφορά. Εκεί ήταν ο κόμπος.

«Στο Τάντσικο», μουρμούρισε η Νυνάβε. Η μαύρη πλεξούδα των μαλλιών της, που ήταν χοντρή σαν τον καρπό της, χυνόταν στην πλάτη και έφτανε ως τη μέση της. Η Νυνάβε ατένιζε από τα στενά παράθυρα, που είχαν τα παντζούρια ανοιγμένα μήπως και έπιαναν λίγο τη νυχτερινή αύρα. Στον πλατύ ποταμό Ερινίν, λίγο παρακάτω, ανεβοκατέβαιναν στο κυματάκι τα φανάρια από τις ψαρόβαρκες, που δεν είχαν προχωρήσει κατάντη, όμως η Εγκουέν αμφέβαλλε αν η Νυνάβε τα έβλεπε. «Φαίνεται ότι η μόνη διέξοδος είναι να πάει στο Τάντσικο». Η Νυνάβε σήκωσε ασυναίσθητα το πράσινο φόρεμά της, που είχε πλατύ λαιμό και άφηνε τους ώμους της γυμνούς· ήταν μια κίνηση που έκανε συχνά. Αν τη ρωτούσες, θα αρνιόταν ότι είχε βάλει το φόρεμα για τον Λαν, τον Πρόμαχο της Μουαραίν —θα το αρνιόταν ακόμα κι αν η Εγκουέν είχε τολμήσει έστω και να το υπαινιχθεί― αλλά τα αγαπημένα χρώματα του Λαν για γυναικεία ρούχα έμοιαζαν να είναι το πράσινο, το μπλε και το λευκό, και από την γκαρνταρόμπα της Νυνάβε όποιο φόρεμα δεν ήταν πράσινο, μπλε και λευκό είχε εξαφανιστεί. «Μόνη διέξοδος». Φαινόταν συννεφιασμένη.

Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι και η ίδια ανασήκωνε ελαφρά το φόρεμά της. Αυτά τα φορέματα, που κρέμονταν από τους ώμους, είχαν μια παράξενη αίσθηση. Από την άλλη πλευρά, δεν θα άντεχε αν φορούσε κάτι που τη σκέπαζε καλύτερα. Παρ' όλο που ήταν ελαφρύ, ένιωθε το αχνοκόκκινο λινό σαν να ήταν μάλλινο. Μακάρι να τολμούσε να φορέσει τα λεπτά φορέματα που έβαζε η Μπερελαίν ― αυτό ευχόταν από μέσα της. Όχι ότι ήταν κατάλληλα για να φορεθούν σε κόσμο, όμως σίγουρα φαίνονταν δροσερά.

Μη σε απασχολούν οι ανέσεις, είπε αυστηρά στον εαυτό της. Έχε το νου σον σ' αυτό που πρέπει να κάνεις. «Ίσως», είπε φωναχτά. «Προσωπικά, πάντως, δεν πείστηκα».