Στη μέση του δωματίου υπήρχε ένα μακρύ, στενό τραπέζι, που άστραφτε από το στίλβωμα. Στην άκρη, κοντά στην Εγκουέν, υπήρχε μια ψηλή καρέκλα αμυδρώς σκαλισμένη, με επίχρυσες λεπτομέρειες εδώ κι εκεί, αρκετά απλή για τα δεδομένα του Δακρύου, ενώ οι πλαϊνές καρέκλες είχαν διαδοχικά όλο και πιο χαμηλή ράχη, ώσπου στο τέλος εκείνες στην άλλη άκρη έμοιαζαν να είναι απλώς πάγκοι. Η Εγκουέν δεν είχε ιδέα για ποιο σκοπό προόριζαν αυτό το δωμάτιο οι Δακρινοί. Η ίδια και οι άλλες το χρησιμοποιούσαν για να ανακρίνουν δύο αιχμάλωτες, που είχαν συλληφθεί όταν είχε πέσει η Πέτρα.
Δεν άντεχε να πάει στα μπουντρούμια, αν και ο Ραντ είχε διατάξει να λιώσουν ή να κάψουν όλα τα εργαλεία που στόλιζαν τους τοίχους στις αίθουσες των φρουρών. Ούτε η Νυνάβε, ούτε η Ηλαίην έδειχναν να έχουν διάθεση να επιστρέψουν εκεί. Επίσης, τούτο το καλά φωτισμένο δωμάτιο, με το καθαρό δάπεδο από πράσινα πλακάκια και τις ξύλινες επενδύσεις στους τοίχους, όπου ήταν σκαλισμένες οι Τρεις Ημισέληνοι του Δακρύου, ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τις μελαγχολικές, γκρίζες πέτρες των κελιών, όπου ήταν μισοσκότεινα, υγρά και βρώμικα. Σίγουρα αυτό θα μαλάκωνε λιγάκι τη στάση των δύο γυναικών, που φορούσαν τα κακοφτιαγμένα, μάλλινα ρούχα των φυλακισμένων.
Όμως μόνο αυτό το ελεεινό, καφέ ρούχο έδειχνε στους περισσότερους ότι η Τζόγια Μπύιρ, που στεκόταν πέρα από το τραπέζι με την πλάτη γυρισμένη, ήταν αιχμάλωτη. Κάποτε είχε υπάρξει μέλος του Λευκού Άτζα και δεν είχε χάσει την ψυχρή αλαζονεία του Λευκού, όταν είχε πάει με το μέρος του Μαύρου. Η άκαμπτη στάση της δήλωνε ότι κοίταζε τον απέναντι τοίχο από δική της επιλογή και για κανέναν άλλο λόγο. Μόνο μια γυναίκα που μπορούσε να διαβιβάζει θα έβλεπε τις χοντρές, σαν δάχτυλα, ροές του Αέρα που κρατούσαν τα χέρια της Τζόγια στα πλευρά της και έδεναν τα πόδια της από τους αστραγάλους. Ένα κλουβί πλεγμένο από Αέρα κρατούσε τα μάτια της στραμμένα ευθεία μπροστά. Ακόμα και τα αφτιά της ήταν κλεισμένα, έτσι ώστε να μην μπορεί να ακούσει τι έλεγαν οι άλλες, παρά μόνο όταν το ήθελαν.
Η Εγκουέν έλεγξε άλλη μια φορά το προστατευτικό πεδίο, το υφασμένο από Πνεύμα, που εμπόδιζε την Τζόγια να αγγίξει την Αληθινή Πηγή. Διατηρούνταν ακόμα, όπως το ήξερε από πριν. Η ίδια είχε υφάνει όλες τις ροές γύρω από την Τζόγια και τις είχε δέσει για να αυτοσυντηρούνται, αλλά δεν μπορούσε να νιώσει άνετα στο ίδιο δωμάτιο με μια Σκοτεινόφιλη που μπορούσε να διαβιβάζει, ακόμα κι αν ήταν αποκομμένη από την Αληθινή Πηγή. Χειρότερο από Σκοτεινόφιλη. Μαύρο Άτζα. Ο φόνος ήταν το μικρότερο από τα εγκλήματα της Τζόγια. Κανονικά θα έπρεπε να έχει λυγίσει κάτω από το βάρος των προδομένων όρκων, των χαμένων ζωών και των καταδικασμένων ψυχών.
Η άλλη φυλακισμένη, η αδελφή της Τζόγια στο Μαύρο Άτζα, δεν διέθετε το σθένος της. Η Αμίκο Ναγκογίν στεκόταν καμπουριασμένη στην άλλη άκρη του τραπεζιού, με το κεφάλι σκυμμένο, και έμοιαζε να αποτραβιέται στον εαυτό της μπροστά στο βλέμμα της Εγκουέν. Αυτή δεν χρειαζόταν να την αποκόψουν. Κατά τη σύλληψη της, η Αμίκο είχε σιγανευτεί. Είχε ακόμα την ικανότητα να αισθάνεται την Αληθινή Πηγή, αλλά δεν θα μπορούσε ποτέ να την αγγίξει ξανά, δεν θα μπορούσε ποτέ να διαβιβάσει. Η επιθυμία και η λαχτάρα της γι' αυτό θα παρέμεναν, επιτακτικές όσο η ανάγκη της ανάσας, και η απώλεια θα τη συνόδευε σε όλη της τη ζωή, με το σαϊντάρ να είναι παντοτινά άπιαστο. Η Εγκουέν ευχήθηκε να ένιωθε μέσα της έστω και ένα ίχνος οίκτου. Αλλά δεν το ευχήθηκε με ιδιαίτερη θέρμη.
Η Αμίκο μουρμούρισε κάτι προς το τραπέζι.
«Τι;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. «Πιο δυνατά».
Η Αμίκο σήκωσε ταπεινά το πρόσωπό της, αποκαλύπτοντας το λεπτό λαιμό της. Ήταν ακόμα μια όμορφη γυναίκα, με μεγάλα, μαύρα μάτια, όμως πάνω της υπήρχε κάτι αλλιώτικο, το οποίο η Εγκουέν δεν μπορούσε να εντοπίσει. Δεν ήταν ο φόβος, που την έκανε να σφίγγει το τραχύ φόρεμα της φυλακής και με τα δύο χέρια. Ήταν κάτι άλλο.
Η Αμίκο ξεροκατάπιε. «Θα έπρεπε να πάτε στο Τάντσικο», είπε.
«Μας το έχεις πει είκοσι φορές», είπε απότομα η Νυνάβε. «Πενήντα φορές. Πες μας κάτι που δεν ξέρουμε. Πες ονόματα που δεν ξέρουμε. Ποιες του Μαύρου Άτζα είναι ακόμα στο Λευκό Πύργο;»
«Δεν ξέρω. Πρέπει να με πιστέψετε». Η Αμίκο έμοιαζε κουρασμένη κι ήταν σαν να της είχαν κόψει τα φτερά. Φαινόταν εντελώς διαφορετική από τότε που ήταν αυτές οι αιχμάλωτες κι εκείνη ο δεσμοφύλακάς τους. «Πριν φύγουμε από τον Πύργο ήξερα μόνο τη Λίαντριν, την Τσέσμαλ και τη Ριάνα. Όλες μας ξέραμε το πολύ δυο-τρεις άλλες, νομίζω. Εκτός από τη Λίαντριν. Σας είπα όσα ξέρω».
«Τότε έχεις μεγάλη άγνοια για γυναίκα που περίμενε να κυβερνήσει ένα μέρος του κόσμου, όταν θα απελευθερωνόταν ο Σκοτεινός», είπε στεγνά η Εγκουέν, κλείνοντας απότομα τη βεντάλια της για να δώσει έμφαση. Ακόμα ένιωθε κατάπληξη που το έλεγε με τόση άνεση. Το στομάχι της ήταν σφιγμένο και τη ραχοκοκαλιά της διέτρεχαν παγωμένα ρίγη, όμως δεν της ερχόταν πια να τσιρίξει, ούτε να το βάλει στα πόδια με δάκρυα στα μάτια. Τα πάντα μπορούσε να συνηθίσει κάποιος.