Выбрать главу

Ένιωσε ανακούφιση βλέποντας ότι οι Άες Σεντάι είχαν φύγει. Τρεις Άες Σεντάι να πεθάνουν μέσα σε μια μέρα. Ήταν αδύνατον· μονάχα αυτή η λέξη ταίριαζε. Κι όμως θα συνέβαινε. Ό,τι κι αν έλεγε η Μιν, ό,τι κι αν έκανε, δεν θα άλλαζε τίποτα —όταν ήξερε τι σήμαινε μια εικόνα, αυτό οπωσδήποτε συνέβαινε― αλλά έπρεπε να το πει στην Άμερλιν. Μπορεί μάλιστα να ήταν εξίσου σημαντικό με τα νέα που έφερνε από τη Μουαραίν, αν και της ήταν δύσκολο να πιστέψει κάτι τέτοιο.

Μια άλλη Αποδεχθείσα ήρθε να αντικαταστήσει εκείνη που ήταν ήδη εκεί και η Μιν είδε κάγκελα να αιωρούνται μπροστά από το ροδαλό πρόσωπό της, σαν κλουβί. Η Σέριαμ, η Κυρά των Μαθητευομένων, κοίταξε τον προθάλαμο —ύστερα από μια ματιά, η Μιν κατέβασε το βλέμμα στις πέτρες κάτω από τα πόδια της· η Σέριαμ την ήξερε καλά― και το πρόσωπο της κοκκινομάλλας Άες Σεντάι έμοιαζε χτυπημένο και μελανιασμένο. Ήταν μόνο η εικόνα, φυσικά, αλλά η Μιν χρειάστηκε να δαγκώσει το χείλος της για να πνίξει την κραυγή της. Η Σέριαμ, με τη γαλήνια αίσθηση εξουσίας και τη σιγουριά της, ήταν άφθαρτη σαν τον Πύργο. Αποκλείεται κάτι να έβλαπτε τη Σέριαμ. Εντούτοις, κάτι τέτοιο επρόκειτο να γίνει.

Μια Άες Σεντάι άγνωστη στη Μιν, που φορούσε το επώμιο του Καφέ Άτζα, συνόδευε στις πόρτες μια γεροδεμένη γυναίκα, που φορούσε ρούχα από καλοπλεγμένο, κόκκινο μαλλί. Η γεροδεμένη γυναίκα προχωρούσε ανάλαφρα, σαν κοριτσόπουλο, με το πρόσωπό της να αστράφτει, σχεδόν γελώντας από χαρά. Και η Καφέ αδελφή χαμογελούσε επίσης, μα ύστερα η αύρα της έσβησε, σαν φλόγα κεριού που ξεψυχούσε.

Θάνατος. Πληγές, αιχμαλωσία και θάνατος. Για τη Μιν ήταν σαν να το έβλεπε τυπωμένο σε χαρτί.

Κάρφωσε το βλέμμα στα πόδια της. Δεν ήθελε να δει τίποτα άλλο πια. Μακάρι να το θυμηθεί, σκέφτηκε. Δεν είχε νιώσει στιγμή απόγνωση σε όλη τη μακριά διαδρομή της με το άλογο από τα Όρη της Ομίχλης, ούτε ακόμα και τις δύο φορές που είχαν γίνει απόπειρες να της κλέψουν το άλογο, όμως τώρα αυτό ένιωθε. Φως μου, μακάρι να θυμηθεί το παλιο-όνομά μου.

«Κυρά Ελμιντρέντα;»

Η Μιν τινάχτηκε ξαφνιασμένη. Η μελαχρινή μαθητευόμενη που στεκόταν μπροστά της μόλις που ήταν αρκετά μεγάλη στα χρόνια για να έχει φύγει από το σπίτι, ίσως δεκαπέντε ή δεκάξι, αν και έβαζε τα δυνατά της να φερθεί με αξιοπρέπεια. «Ναι; Είμαι... Αυτό είναι το όνομά μου».

«Είμαι η Σάρα. Αν θα ήθελες να με ακολουθήσεις» —η ψιλή φωνή της Σάρα πήρε έναν τόνο δέους― «η Έδρα της Άμερλιν θα σε δεχθεί τώρα στο μελετητήριό της».

Η Μιν αναστέναξε με ανακούφιση και την ακολούθησε βιαστικά.

Η φαρδιά κουκούλα του μανδύα ακόμα της έκρυβε το πρόσωπο, αλλά δεν την εμπόδιζε να βλέπει, ενώ όσο περισσότερα έβλεπε, τόσο πιο πολύ βιαζόταν να φτάσει στην Αμερλιν. Ελάχιστα άτομα περπατούσαν στους μεγάλους διαδρόμους, οι οποίοι ανηφόριζαν ελικοειδώς και είχαν λαμπερά, πολύχρωμα πλακάκια στο δάπεδο, ενώ στους τοίχους κρέμονταν υφαντά και χρυσοί φανοστάτες — ο Πύργος είχε κατασκευαστεί για να φιλοξενεί περισσότερο κόσμο απ' όσο είχε τώρα. Εντούτοις, σχεδόν όλα όσα έβλεπε η Μιν καθώς ανηφόριζε, είχαν κάποια εικόνα ή αύρα που της μιλούσε για βία και κίνδυνο.

Οι Πρόμαχοι περνούσαν με βιάση, ρίχνοντας το πολύ μια ματιά στις δύο γυναίκες ― άντρες που κινούνταν σαν λύκοι την ώρα του κυνηγιού, με τα σπαθιά σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην αγριωπή όψη τους, όμως έμοιαζαν να έχουν ματωμένα πρόσωπα ή πληγές που έχασκαν. Σπαθιά και δόρατα χόρευαν απειλητικά γύρω από τα κεφάλια τους. Οι αύρες τους αστραποβολουσαν τρελά, τρεμόπαιζαν στην αιχμηρή κόψη του θανάτου. Η Μιν έβλεπε νεκρούς να περπατούν, ήξερε ότι θα πέθαιναν την ίδια μέρα με τις Άες Σεντάι του προθαλάμου, ή το πολύ μία μέρα αργότερα. Ακόμα και μερικοί υπηρέτες, άντρες και γυναίκες με τη Φλόγα της Ταρ Βάλον στο στήθος, που έτρεχαν στις δουλειές τους, έδειχναν ίχνη βίας. Μια Άες Σεντάι, την οποία είδε φευγαλέα σε έναν πλαϊνό προθάλαμο, έμοιαζε να έχει αλυσίδες στον αέρα ολόγυρά της, ενώ μια άλλη, που διέσχιζε το διάδρομο μπροστά από τη Μιν και την οδηγό της, έμοιαζε να φορά ένα ασημένιο κολάρο γύρω από το λαιμό σχεδόν όση ώρα περπατούσε εκεί. Της Μιν της κόπηκε η ανάσα όταν το είδε· θέλησε να τσιρίξει.

«Μπορεί να φαίνονται πολύ επιβλητικά όλα αυτά, όταν δεν τα έχεις ξαναδεί», είπε η Σάρα, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να δείξει ότι ο Πύργος ήταν πια κάτι τόσο συνηθισμένο γι' αυτήν, όσο και το χωριό της. «Εδώ όμως είσαι ασφαλές. Η Έδρα της Άμερλιν θα τα φροντίσει όλα». Η φωνή της έγινε πιο ψιλή, όταν ανέφερε την Άμερλιν.

«Φως μου, μακάρι να γίνει έτσι», μουρμούρισε η Μιν. Η μαθητευόμενη της χάρισε ένα χαμόγελο για να την καθησυχάσει.

Όταν πια έφτασαν στον προθάλαμο έξω από το μελετητήριο της Άμερλιν, η Μιν ακολουθούσε από τόσο κοντά τη Σάρα που σχεδόν της πατούσε τα πόδια, ενώ το στομάχι της ήταν τελείως ανακατεμένο. Ο μόνος λόγος που δεν είχε τρέξει να την προσπεράσει ήταν επειδή υποτίθεται ότι ήταν ξένη.