«Άκουσα κατά λάθος τη Λίαντριν μια φορά να μιλά με την Τεμάιλε», είπε κουρασμένα η Αμίκο, ξαναρχίζοντας την ιστορία που τους είχε πει πάμπολλες φορές. Τις πρώτες μέρες της αιχμαλωσίας της είχε προσπαθήσει να βελτιώσει την ιστορία, όμως όσο τη στόλιζε, τόσο χειρότερα μπλεκόταν στα ψέματά της. Τώρα σχεδόν πάντα την έλεγε με τον ίδιο τρόπο, λέξη προς λέξη. «Μακάρι να βλέπατε την έκφραση της Λίαντριν όταν με είδε... Αν της περνούσε από το νου ότι είχα ακούσει το παραμικρό, θα με σκότωνε εκεί, επί τόπου. Και της Τεμάιλε της αρέσει να προκαλεί πόνο στους ανθρώπους. Το απολαμβάνει. Ελάχιστα άκουσα πριν με δουν. Η Λίαντριν είπε ότι κάτι υπάρχει στο Τάντσικο, κάτι επικίνδυνο... γι' αυτόν». Εννοούσε τον Ραντ. Δεν μπορούσε να πει το όνομά του ― η απλή αναφορά της ονομασίας Αναγεννημένος Δράκοντας αρκούσε για να βάλει τα κλάματα. «Η Λίαντριν είπε ότι ήταν επικίνδυνο και γι' αυτήν που θα το χρησιμοποιήσει. Όσο επικίνδυνο θα ήταν και... για εκείνον. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν είχε ήδη πάει να το βρει η ίδια. Και η ικανότητα του να διαβιβάζει, είπε, δεν θα τον προστάτευε. “Όταν το βρούμε, η ρυπαρή ικανότητά του θα τον δεσμεύσει σε εμάς”, έτσι είπε». Μπορεί να κυλούσε ιδρώτας στο πρόσωπο της, όμως τη συντάραζαν ανεξέλεγκτα ρίγη.
Δεν είχε αλλάξει λέξη.
Η Εγκουέν άνοιξε το στόμα, όμως η Νυνάβε μίλησε πρώτη. «Αρκετά άκουσα. Για να δούμε αν η άλλη έχει κάτι καινούριο να προσθέσει».
Η Εγκουέν την αγριοκοίταξε και η Νυνάβε της ανταπέδωσε τη ματιά εξίσου σθεναρά, χωρίς καμιά τους να ανοιγοκλείνει τα μάτια. Μερικές φορές νομίζει ότι είναι ακόμα η Σοφία, σκέφτηκε κακόκεφα η Εγκουέν, κι ότι εγώ είμαι ακόμα η χωριατοπούλα που μαθαίνει για τα βότανα. Θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι τα πράγματα έχουν αλλάζει. Η Νυνάβε ήταν ισχυρή στη διαβίβαση της Δύναμης, ισχυρότερη από την Εγκουέν, όμως μόνο όταν κατόρθωνε να διαβιβάσει· αν η Νυνάβε δεν ήταν θυμωμένη, δεν μπορούσε να διαβιβάσει καθόλου.
Η Ηλαίην συνήθως ηρεμούσε την κατάσταση όταν έφτανε σ' αυτό το σημείο, κάτι που συνέβαινε συχνότερα απ' όσο έπρεπε. Μέχρι να περάσει από το μυαλό της Εγκουέν ότι έπρεπε να δώσει τόπο στην οργή, συνήθως είχε πια πεισμώσει και κάθε προσπάθειά της να εκτονώσει την κατάσταση σήμαινε ότι θα φαινόταν υποχωρητική. Ήταν σίγουρη ότι έτσι θα το έβλεπε η Νυνάβε. Η Εγκουέν δεν θυμόταν να είχε κάνει ποτέ η Νυνάβε την παραμικρή κίνηση υποχώρησης, άρα γιατί να το κάνει αυτή; Τώρα, όμως, η Ηλαίην έλειπε· η Μουαραίν είχε καλέσει την Κόρη-Διάδοχο με μια λέξη και μια χειρονομία, ώστε να ακολουθήσει την Κόρη που πριν είχε έρθει να πάρει την Άες Σεντάι. Χωρίς αυτήν, η ένταση δυνάμωνε και οι Αποδεχθείσες περίμεναν η καθεμιά την άλλη να υποχωρήσει πρώτη. Η Αβιέντα σχεδόν κρατούσε την ανάσα της· πρόσεχε να μην ανακατεύεται στις αντιπαραθέσεις τους. Σίγουρα θεωρούσε ότι ήταν συνετότερο να κάτσει στην άκρη.
Με έναν παράξενο τρόπο, αυτή που πρόσφερε τη διέξοδο ήταν η Αμίκο, αν και μάλλον σκόπευε απλώς να δείξει ότι συνεργαζόταν. Στράφηκε να αντικρίσει τον απέναντι τοίχο, περιμένοντας υπομονετικά να τη δέσουν.
Ξαφνικά η Εγκουέν συνειδητοποίησε την ανοησία της κατάστασης. Ήταν η μοναδική γυναίκα στο δωμάτιο που μπορούσε να διαβιβάσει —εκτός αν θύμωνε η Νυνάβε ή αν υποχωρούσε το προστατευτικό πεδίο της Τζόγια· ασυναίσθητα, έλεγξε πάλι το πλέξιμο του Πνεύματος― και είχε επιδοθεί σε έναν πόλεμο θέλησης με τη Νυνάβε, τη στιγμή που Αμίκο περίμενε να δεχτεί τα δεσμά της. Άλλοτε, ίσως να είχε βάλει τα γέλια με τον εαυτό της. Αντιθέτως, κόρα ανοίχτηκε στο σαϊντάρ, τη λαμπερή θέρμη που ποτέ δεν την έβλεπε και πάντα την ένιωθε, η οποία έμοιαζε να βρίσκεται πάντα λίγο πιο πέρα από την άκρη του ματιού της. Τη γέμισε η Μία Δύναμη, σαν πολλαπλασιασμένη, ευφρόσυνη ζωή, και ύφανε τις ροές γύρω από την Αμίκο.
Η Νυνάβε απλώς μούγκρισε· μάλλον δεν ήταν αρκετά θυμωμένη για να νιώσει τι έκανε η Εγκουέν ― δεν μπορούσε να το νιώσει, αν δεν είχε τα νεύρα της. Μπορούσε όμως να δει το κορμί της Αμίκο να σφίγγεται καθώς την άγγιζαν οι ροές του Αέρα και ύστερα να καταρρέει, στηριγμένο σχεδόν ολόκληρο στις ροές, λες και ήθελε να δείξει πόσο μικρή αντίσταση πρόβαλλε.
Η Αβιέντα ανατρίχιασε, όπως είχε συνηθίσει να κάνει όποτε ήξερε ότι διαβίβαζαν τη Δύναμη κοντά της.
Η Εγκουέν ύφανε σκεπάσματα για τα αφτιά της Αμίκο —άδικα θα ας ανέκριναν ξεχωριστά, αν μπορούσε η μια να ακούσει τις ιστορίες της άλλης― και στράφηκε στην Τζόγια. Άλλαξε χέρι στη βεντάλια για να σκουπίσει τον ιδρώτα στο φουστάνι της και σταμάτησε με μια γκριμάτσα δυσαρέσκειας. Οι ιδρωμένες παλάμες της δεν είχαν καμία σχέση με τη θερμοκρασία.