«Το πρόσωπό της», είπε ξαφνικά η Αβιέντα ― ξαφνικά κι αιφνιδιαστικά· σχεδόν ποτέ δεν μιλούσε, παρά μόνο όταν της απηύθυνε το λόγο η Μουαραίν ή μία από τις άλλες. «Το πρόσωπο της Αμίκο. Δεν έχει την ίδια όψη με πριν, που ήταν σαν να την είχαν ξεχάσει τα χρόνια. Είναι λιγότερο νέα από πριν. Αυτό έγινε επειδή... σιγανεύτηκε;» Τις τελευταίες λέξεις τις ξεστόμισε ξέπνοα, βιαστικά. Είχε αποκτήσει μερικές συνήθειες, επειδή ήταν συνεχώς μαζί τους. Οι γυναίκες του Πύργου ποτέ δεν μιλούσαν για το σιγάνεμα χωρίς να νιώσουν ένα ρίγος.
Η Εγκουέν πήγε πιο πέρα, πλάι στο τραπέζι, για να δει το πρόσωπο της Αμίκο από κοντά, χωρίς να τη βλέπει η Τζόγια. Το βλέμμα της Τζόγια πάντα της έφερνε μια παγωνιά στο στομάχι.
Η Αβιέντα είχε δίκιο· αυτή ήταν η διαφορά που είχε προσέξει και η ίδια αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Η Αμίκο φαινόταν μικρή, ίσως νεότερη απ' όσο έδειχναν τα χρόνια της, όμως δεν είχε την αγέραστη όψη των Άες Σεντάι που δούλευαν χρόνια με τη Μία Δύναμη. «Έχεις γερό μάτι, Αβιέντα, αλλά δεν ξέρω αν αυτό έχει να κάνει με το σιγάνεμα. Φαντάζομαι, πάντως, ότι αυτός είναι ο λόγος. Δεν ξέρω ποια άλλη αιτία μπορεί να υπάρχει».
Συνειδητοποίησε ότι δεν μιλούσε σαν Άες Σεντάι, οι οποίες συνήθως έκαναν σαν να ήξεραν τα πάντα· όταν μια Άες Σεντάι έλεγε ότι δεν ήξερε, συνήθως κατάφερνε με την άρνησή της να δείχνει ότι έκρυβε ένα θησαυρό γνώσεων. Ενώ σκάλιζε το νου της για να βρει κάτι πομπώδες και ταιριαστό, η Νυνάβε ήρθε να τη σώσει.
«Είναι σχετικά λίγες οι Άες Σεντάι που έχουν πυρποληθεί ποτέ, Αβιέντα, και πολύ λιγότερες αυτές που έχουν σιγανευτεί».
Έλεγαν ότι είχαν «πυρποληθεί» όταν αυτό συνέβαινε από ατύχημα· επισήμως, το σιγάνεμα ήταν αποτέλεσμα δίκης και καταδίκης. Η Εγκουέν δεν καταλάβαινε τι νόημα είχε αυτό· ήταν σαν να έχεις διαφορετική λέξη για να πεις ότι έπεσες από τα σκαλιά, αναλόγως με το αν είχες σκοντάψει ή αν σε είχαν σπρώξει. Κι οι περισσότερες Άες Σεντάι έμοιαζαν να έχουν την ίδια άποψη, με εξαίρεση όταν δίδασκαν μαθητευόμενες ή Αποδεχθείσες. Στην πραγματικότητα, ήταν τρεις λέξεις. Οι άντρες «ειρηνεύονταν» ― έπρεπε να ειρηνευτούν, πριν τρελαθούν. Μόνο που τώρα υπήρχε ο Ραντ και ο Πύργος δεν τολμούσε να τον ειρηνέψει.
Η Νυνάβε είχε πάρει έναν τόνο δασκαλίστικο, προσπαθώντας, το δίχως άλλο, να παίξει το ρόλο της Άες Σεντάι. Η Εγκουέν συνειδητοποίησε ότι η Νυνάβε μιμούνταν τη Σέριαμ όταν δίδασκε στην τάξη, με τα χέρια σφιγμένα στη μέση κι ένα αμυδρό χαμόγελο, σαν να έλεγε ότι όλα ήταν πολύ απλά, αρκεί να έδειχνες ζήλο.
«Το σιγάνεμα δεν είναι κάτι που θα ήθελε κανείς να μελετήσει, όπως αντιλαμβάνεσαι», συνέχισε η Νυνάβε. «Γενικά θεωρείται μη αναστρέψιμο. Αυτό που δίνει σε μια γυναίκα την ικανότητα να διαβιβάζει, από τη στιγμή που αφαιρείται δεν μπορεί να αντικατασταθεί, όπως κι ένα κομμένο χέρι δεν μπορείς με τη Θεραπεία να το κάνεις να υπάρξει ξανά». Τουλάχιστον, ποτέ δεν είχαν κατορθώσει να Θεραπεύσουν το σιγάνεμα. Είχαν γίνει απόπειρες. Αν κι αυτό που έλεγε η Νυνάβε ήταν γενικά σωστό, κάποιες αδελφές του Καφέ Άτζα δεν θα δίσταζαν να μελετήσουν οτιδήποτε, αν τους δινόταν η ευκαιρία, και μερικές Κίτρινες αδελφές, οι καλύτερες Θεραπεύτριες, προσπαθούσαν να μάθουν πώς να Θεραπεύουν οτιδήποτε. Μα δεν υπήρχαν ούτε καν ψίθυροι για γυναίκα σινανεμένη που να είχε Θεραπευτεί. «Αν εξαιρέσουμε αυτό το τελευταίο, αναντίρρητο γεγονός, λίγα είναι γνωστά. Οι γυναίκες που σιγανεύονται σπάνια ζουν πάνω από μερικά χρόνια. Μοιάζει σαν να χάνουν τη θέληση να ζήσουν· σηκώνουν τα χέρια ψηλά. Όπως είπα, είναι ένα δυσάρεστο θέμα».
Η Αβιέντα ανατρίχιασε ασυναίσθητα. «Απλώς σκέφτηκα μήπως ήταν αυτό», είπε χαμηλόφωνα.
Η Εγκουέν σκεφτόταν το ίδιο. Αποφάσισε να ρωτήσει τη Μουαραίν ― αν την ξανάβλεπε ποτέ χωρίς να είναι μπροστά και η Αβιέντα. Απ' ό,τι φαινόταν, η απάτη όχι μόνο τις βοηθούσε, αλλά και τις δυσκόλευε.
«Ας δούμε αν η Τζόγια έχει να πει την ίδια ιστορία». Δυσκολεύτηκε πάντως να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της, πριν λύσει τις ροές του Λέρα που ήταν υφασμένες γύρω από τη Σκοτεινόφιλη.
Η Τζόγια σίγουρα είχε μουδιάσει ύστερα από τόση ώρα που στεκόταν ακίνητη, όμως γύρισε να τις αντικρίσει με μια κίνηση όλο χάρη. Ο ιδρώτας, που είχε γεμίσει κόμπους το μέτωπό της, δεν μείωνε σε τίποτα την αξιοπρέπεια και την επιβλητικότητά της, ακριβώς όπως και το κακοφτιαγμένο, άθλιο φόρεμά της δεν μείωνε την αίσθηση που έδινε, ότι ήταν εκεί από επιλογή της. Ήταν μια όμορφη γυναίκα, στης οποίας το πρόσωπο, παρά την αγέραστη λάμψη του, υπήρχε κάτι μητρικό, κάτι παρηγορητικό. Τα μαύρα μάτια εκείνου του προσώπου, όμως, έκαναν κι ένα γεράκι να δείχνει καλοσυνάτο. Χαμογέλασε, αλλά εκείνα τα μάτια παρέμειναν ψυχρά. «Το Φως να σας φωτίζει. Είθε το χέρι του Δημιουργού να σας προστατεύει».