Αν ήταν έτσι ξεσηκωμένη η Εγκουέν, η Νυνάβε ή η Ηλαίην, τότε η Τζόγια σίγουρα θα είχε βρει κάτι να πει, κάτι ύπουλο και διφορούμενο, με σκοπό να τις ταράξει λιγάκι ακόμα. Τουλάχιστον αυτό θα έκανε, αν ήταν μόνες τους. Τη Μουαραίν όμως απλώς έμεινε να την παρακολουθεί, ανήσυχα, σιωπηλά.
Η Μουαραίν προχώρησε στο δωμάτιο και πέρασε δίπλα από το τραπέζι, έχοντας ανακτήσει την ηρεμία της. Η Τζόγια ήταν σχεδόν ένα κεφάλι ψηλότερη, όμως ακόμα κι αν ήταν ντυμένη κι αυτή στα μετάξια, κανείς δεν θα αμφέβαλλε για το ποια είχε το πρόσταγμα της κατάστασης. Η Τζόγια δεν οπισθοχώρησε, όμως τα χέρια της σφίχτηκαν στη φούστα της για μια στιγμή, πριν ξαναβρεί τον έλεγχό τους.
«Φρόντισα ορισμένα πράγματα», είπε χαμηλόφωνα η Μουαραίν. «Σε τέσσερις μέρες ένα πλοίο θα σε πάρει ανάντη του ποταμού, για την Ταρ Βάλον και τον Πύργο. Εκεί δεν είναι ευγενικές σαν και εμάς. Αν δεν βρήκες ακόμα την αλήθεια, βρες την πριν φτάσεις στο Νότιο Λιμάνι, αλλιώς είναι βέβαιο ότι θα σε στείλουν στην κρεμάλα, στην Αυλή των Προδοτών. Δεν θα σου ξαναμιλήσω, παρά μόνο αν στείλεις μήνυμα ότι έχεις να πεις κάτι καινούριο. Και δεν θέλω ν' ακούσω ούτε λέξη από σένα —ούτε λέξη― παρά μόνο αν όντως είναι κάτι καινούριο. Πίστεψέ με, έτσι θα γλιτώσεις από πολύ πόνο στην Ταρ Βάλον. Αβιέντα, λες στο λοχαγό να φέρει δύο άντρες του;» Η Ηλαίην ανοιγόκλεισε τα μάτια απορημένη, καθώς η Αελίτισσα σηκωνόταν και έβγαινε σβέλτα από την πόρτα· μερικές φορές η Αβιέντα καθόταν τόσο ασάλευτη, που έμοιαζε σαν να μην ήταν εκεί.
Το πρόσωπο της Τζόγια πήρε μια έκφραση σαν να ήθελε να μιλήσει, όμως η Μουαραίν την κάρφωσε με το βλέμμα και τελικά η Σκοτεινόφιλη γύρισε τα μάτια αλλού. Έλαμπαν σαν του κορακιού, μαύρα και με φονική διάθεση, όμως δεν άνοιξε το στόμα της.
Στα μάτια της Ηλαίην, μια λευκόχρυση λάμψη έλουσε ξαφνικά τη Μουαραίν, η λάμψη μιας γυναίκας που αγκαλιάζει το σαϊντάρ. Μόνο μια γυναίκα που είχε εκπαιδευτεί να διαβιβάζει μπορούσε να τη δει. Οι ροές που κρατούσαν την Αμίκο λύθηκαν πιο γρήγορα απ' όσο θα μπορούσε να το κάνει η Ηλαίην. Ήταν ισχυρότερη από τη Μουαραίν, τουλάχιστον δυνητικά. Στον Πύργο, οι γυναίκες που τη δίδασκαν σχεδόν δεν πίστευαν τις δυνατότητες που είχε, κι επίσης το ίδιο είχε συμβεί με την Εγκουέν και τη Νυνάβε. Η Νυνάβε ήταν η ισχυρότερη απ' όλες ― όταν κατόρθωνε να διαβιβάσει. Αλλά η Μουαραίν είχε την εμπειρία. Ό,τι αυτές ακόμα μάθαιναν να κάνουν, η Μουαραίν το κατάφερνε μισοκοιμισμένη. Όμως υπήρχαν κάποια πράγματα που μπορούσε να κάνει η Ηλαίην, καθώς και οι άλλες δύο, στα οποία η Άες Σεντάι δεν τα κατάφερνε. Αυτό ήταν μια μικρή ικανοποίηση, μπροστά στην ευκολία με την οποία η Μουαραίν είχε φοβίσει την Τζόγια.
Ελεύθερη, μπορώντας πια να ακούει, η Αμίκο γύρισε και συνειδητοποίησε ότι είχε έρθει η Μουαραίν. Με μια στριγκή κραυγή έκλινε το γόνυ βαθιά, σαν καινούρια μαθητευόμενη. Η Τζόγια αγριοκοίταζε την πόρτα, αποφεύγοντας τα βλέμματα όλων τους. Η Νυνάβε, με τα χέρια σταυρωμένα και τις αρθρώσεις των δαχτύλων άσπρες καθώς έσφιγγε την πλεξούδα της, κοίταζε τη Μουαραίν με βλέμμα φονικό, σχεδόν όσο της Τζόγια. Η Εγκουέν έπαιζε με τη φούστα της και κοίταζε σκληρά την Τζόγια· η Ηλαίην ήταν κατσούφα και ευχόταν να ήταν γενναία σαν την Εγκουέν, ευχόταν να μην ένιωθε ότι πρόδιδε τη φίλη της. Πάνω σ' αυτή τη σκηνή, μπήκε μέσα ο λοχαγός με δύο ακόμα Υπερασπιστές στο κατόπι του, ντυμένους στα χρυσά και τα μαύρα. Η Αβιέντα δεν ήταν μαζί τους· απ' ό,τι φαινόταν, είχε εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να ξεφύγει από τις Άες Σεντάι.
Ο ψημένος αξιωματικός, που είχε δύο κοντά, λευκά πούπουλα στο γείσο του κράνους του, έκανε ένα μορφασμό όταν το βλέμμα του διασταυρώθηκε με της Τζόγια, παρ' όλο που αυτή δεν έδειξε καν να τον βλέπει. Η ματιά του περιεργάστηκε αβέβαια κάθε γυναίκα ξεχωριστά. Το δωμάτιο μύριζε μπελάδες και κανένας σοφός άντρας δεν θα ήθελε να μπλέξει με τέτοιες γυναίκες. Οι δύο στρατιώτες κρατούσαν τα μακριά δόρατα στο πλευρό τους, σχεδόν σαν να φοβούνταν ότι θα έπρεπε να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Ίσως στ' αλήθεια αυτό να φοβούνταν.
«Θα πάρετε αυτές τις δύο πίσω στα κελιά τους», είπε κοφτά η Μουαραίν στον αξιωματικό. «Επανέλαβε τις εντολές σου. Δεν θέλω καθόλου λάθη».
«Μάλιστα, Άε...» Ο λαιμός του λοχαγού φάνηκε να κλείνει, Πήρε μια ανάσα. «Μάλιστα, αρχόντισσά μου», είπε κοιτάζοντάς την ανήσυχα, για να δει αν ήταν ικανοποιητική η προσφώνηση. Όταν αυτή απλώς συνέχισε να τον κοιτάζει περιμένοντας, άφησε ένα δυνατό αναστεναγμό ανακούφισης. «Οι αιχμάλωτες δεν θα μιλούν με κανέναν εκτός από εμένα, ούτε καν μεταξύ τους. Θα είναι συνεχώς είκοσι άντρες στην αίθουσα των φρουρών, δύο έξω από κάθε κελί και τέσσερις αν χρειαστεί να ανοίξει η πόρτα του κελιού για οποιονδήποτε λόγο. Εγώ προσωπικά θα επιβλέπω την προετοιμασία του φαγητού τους και θα τους το πηγαίνω. Όλα όπως διέταξες, αρχόντισσά μου». Η φωνή του είχε έναν ερωτηματικό τόνο. Εκατό φήμες κυκλοφορούσαν στην Πέτρα, σχετικά με τις αιχμάλωτες και το λόγο που χρειάζονταν τέτοια μέτρα ασφαλείας για δύο γυναίκες. Επίσης, ψιθυρίζονταν ιστορίες για τις Άες Σεντάι, η μια πιο σκοτεινή από την άλλη.