Выбрать главу

«Πολύ καλά», είπε η Μουαραίν. «Πάρε τες».

Ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιοι βιάζονταν περισσότερο να φύγουν από την αίθουσα, οι αιχμάλωτες ή οι φρουροί. Ακόμα και η Τζόγια προχωρούσε με γρήγορα βήματα, σαν να μην άντεχε ούτε στιγμή παραπάνω να μένει σιωπηλή κοντά στη Μουαραίν.

Η Ηλαίην ήταν βέβαιη ότι δεν είχε φανεί κανένα συναίσθημα στο πρόσωπό της, όμως η Εγκουέν την πλησίασε και έφερε το χέρι γύρω από τους ώμους της. «Τι έγινε, Ηλαίην; Μοιάζεις έτοιμη να βάλεις τα κλάματα».

Η Ηλαίην θέλησε να βάλει τα κλάματα ακούγοντας την έγνοια στη φωνή της. Φως μου! σκέφτηκε. Όχι! Δεν θα κάνω τέτοια ανοησία! «Γυναίκα που κλαίει, κουβάς δίχως πάτο». Η Λίνι ήταν αστείρευτη πηγή τέτοιων ρητών.

«Τρεις φορές!» ξέσπασε η Νυνάβε, μιλώντας στη Μουαραίν, «μόνο τρεις φορές καταδέχτηκες να μας βοηθήσεις να τις ανακρίνουμε. Αυτή τη φορά εξαφανίστηκες πριν αρχίσουμε και τώρα έρχεσαι σαν να μη συμβαίνει τίποτα και μας ανακοινώνεις ότι θα τις στείλεις στην Ταρ Βάλον! Αν δεν θέλεις να βοηθήσεις, τουλάχιστον μην μπαίνεις στη μέση!»

«Μη βασίζεσαι πολύ στην εξουσία της Άμερλιν», είπε ατάραχα η Μουαραίν. «Μπορεί να σας έστειλε να κυνηγήσετε τη Λίαντριν, όμως δεν παύετε να είστε Αποδεχθείσες, βυθισμένες σε θλιβερή άγνοια, παρά τις όποιες επιστολές μεταφέρετε. Ή μήπως σκοπεύατε να συνεχίσετε την ανάκριση αιωνίως, πριν πάρετε κάποια απόφαση; Φαίνεται ότι είναι η αγαπημένη ασχολία όλων εκεί, στους Δύο Ποταμούς, να αποφεύγουν τις αποφάσεις που πρέπει να παρθούν». Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα της, το έκλεισε και τα μάτια της γούρλωσαν, σαν να μην ήξερε ποια κατηγορία να αντικρούσει πρώτη, όμως η Μουαραίν στράφηκε στην Εγκουέν και την Ηλαίην. «Για μαζέψου, Ηλαίην. Δεν έχω ιδέα πώς θα εκτελέσεις τις διαταγές της Άμερλιν, τη στιγμή που νομίζεις ότι όλα τα έθνη ακολουθούν τα έθιμα του τόπου σου. Και δεν καταλαβαίνω γιατί αναστατώθηκες τόσο. Μην επιτρέψεις στα συναισθήματά σου να πληγώσουν τους άλλους».

«Τι εννοείς;» είπε η Εγκουέν. «Ποια έθιμα; Τι λες τώρα;»

«Η Μπερελαίν ήταν στο δωμάτιο του Ραντ», είπε η Ηλαίην με αδύναμη φωνή, πριν μετανιώσει που άνοιξε το στόμα της. Το βλέμμα της στράφηκε ένοχα στην Εγκουέν. Ήταν αρκετά σίγουρη ότι είχε κρατήσει τα συναισθήματά της κρυφά.

Η Μουαραίν την κοίταξε επιτιμητικά και αναστέναξε. «Εγκουέν, αν μπορούσα θα σε είχα προστατέψει από αυτό. Αν η Ηλαίην δεν είχε αφήσει την αηδία που νιώθει για την Μπερελαίν να υπερνικήσει την κοινή λογική της. Τα έθιμα του Μαγιέν δεν ίδια με αυτά που μάθατε στα μέρη σας, ούτε η μια, ούτε η άλλη. Εγκουέν, ξέρω τι νιώθεις για τον Ραντ, πρέπει όμως να συνειδητοποιήσεις πια ότι δεν θα βγει τίποτα. Ο Ραντ ανήκει στο Σχήμα και στην ιστορία».

Η Εγκουέν, μοιάζοντας να μη δίνει σημασία στην Άες Σεντάι, κοίταξε κατάματα την Ηλαίην. Η Ηλαίην θέλησε να αποτραβήξει το βλέμμα, αλλά δεν μπόρεσε. Ξαφνικά η Εγκουέν έγειρε κοντά της, μισόκλεισε το χέρι, σαν κούπα, και από πίσω της ψιθύρισε: «Τον αγαπώ. Σαν αδελφό. Και σένα σαν αδελφή. Σου εύχομαι το καλύτερο μαζί του».

Η Ηλαίην άνοιξε τα μάτια διάπλατα κι ένα χαμόγελο φώτισε αργά το πρόσωπό της. Απάντησε στην αγκαλιά της Εγκουέν σφιχταγκαλιάζοντάς την και η ίδια. «Σ' ευχαριστώ», μουρμούρισε μαλακή. «Κι εγώ σ' αγαπώ, αδελφή μου. Σ' ευχαριστώ».

«Λάθος το κατάλαβε», είπε η Εγκουέν σχεδόν μονολογώντας, με ένα χαμόγελο χαράς να ανθίζει στο πρόσωπό της. «Ερωτεύτηκες ποτέ σου, Μουαραίν;»

Μια ερώτηση που έπεσε σαν κεραυνός. Η Ηλαίην δεν μπορούσε να φανταστεί την Άες Σεντάι ερωτευμένη. Η Μουαραίν ήταν του Γαλάζιου Άτζα και λεγόταν ότι οι Γαλάζιες αδελφές αφιέρωναν όλο τους το πάθος στους σκοπούς τους.

Η λεπτή γυναίκα δεν αιφνιδιάστηκε καθόλου. Έμεινε αρκετή ώρα κοιτάζοντας ήρεμα και τις δύο, αγκαλιασμένες όπως ήταν. «Θα στοιχημάτιζα ότι ξέρω το πρόσωπο του ανθρώπου που θα παντρευτώ καλύτερα απ' όσο εσείς οι δύο ξέρετε το πρόσωπο του μελλοντικού συζύγου σας», είπε στο τέλος.