Выбрать главу

Η Εγκουέν έμεινε να χάσκει έκπληκτη.

«Ποιος είναι;» είπε η Ηλαίην με κομμένη την ανάσα.

Η Άες Σεντάι φαινόταν να έχει μετανιώσει που είχε μιλήσει. «Ίσως απλώς να εννοούσα ότι έχουμε κοινή την άγνοια. Μην αναλύετε λίγες λεξούλες». Κοίταξε τη Νυνάβε συλλογισμένη. «Αν ποτέ διαλέξω έναν άντρα —αν, λέω― δεν θα είναι ο Λαν. Αυτό έχω να πω».

Ήταν ένα δωράκι προς τη Νυνάβε, που όμως δεν φάνηκε να το καλοδέχεται. Η Νυνάβε είχε «να οργώσει χωράφι με σκληρό χώμα», όπως θα έλεγε η Λίνι, μιας και αγαπούσε έναν άντρα που όχι μόνο ήταν Πρόμαχος, αλλά κι από πάνω προσπαθούσε να μην της ανταποδώσει την αγάπη της. Έτσι ανόητος που ήταν, ως άντρας, συνεχώς μιλούσε για τον πόλεμο κατά της Σκιάς, στον οποίο πάντα θα πολεμούσε και ποτέ δεν θα νικούσε. Επίσης, έλεγε ότι δεν ήθελε να την ντύσει με τα ρούχα της χήρας από τη δεξίωση του γάμου τους. Τέτοια χαζά. Η Ηλαίην δεν καταλάβαινε πώς το ανεχόταν η Νυνάβε. Δεν ήταν πολύ υπομονετική γυναίκα.

«Αν τελειώσατε τις φλυαρίες περί αντρών», είπε με έναν οξύ τόνο η Νυνάβε, σαν να ήθελε να αποδείξει ότι αυτό ακριβώς έκαναν, «ίσως καταφέρουμε να ασχοληθούμε ξανά με τα σημαντικά». Εσφιξε με δύναμη την πλεξούδα της και άρχισε να μιλά με μια ταχύτητα και μια ένταση που ολοένα δυνάμωναν, σαν τον τροχό ενός νερόμυλου με τα γρανάζια αποσυνδεμένα. «Πώς μπορούμε να αποφασίσουμε ποια από τις δύο λέει ψέματα, η Τζόγια ή η Αμίκο, αφού τις διώχνεις; Ή αν λένε ψέματα κι οι δυο; Ή καμία από τις δύο; Ό,τι και να νομίζεις, Μουαραίν, δεν μου αρέσει να κάθομαι εδώ αναποφάσιστη, αλλά έχω πέσει σε τόσες παγίδες, που δεν θέλω άλλες. Και δεν θέλω να κυνηγώ μπαμπούλες και φαντάσματα... Εμένα... εμάς έστειλε η Άμερλιν να κυνηγήσουμε τη Λίαντριν και τα τσιράκια της. Αφού θεωρείς ότι δεν είναι αρκετά σημαντικές και δεν αφιερώνεις λίγο χρόνο για να μας βοηθήσεις, τουλάχιστον μη μας βάζεις τρικλοποδιά με το σκουπόξυλο!»

Φαινόταν έτοιμη να ξεριζώσει την πλεξούδα της και να στραγγαλίσει μ' αυτή την Άες Σεντάι· η Μουαραίν, από την άλλη, είχε εκείνη την επικίνδυνη, εύθραυστη ηρεμία, που έδειχνε ότι θα μπορούσε ανά πάσα στιγμή να της διδάξει πώς να κρατά το στόμα της κλειστό, όπως είχε κάνει με την Τζόγια. Η Ηλαίην συμπέρανε ότι ήταν ώρα να ηρεμήσει τα πνεύματα. Δεν ήξερε πώς είχε αναλάβει το ρόλο του ειρηνοποιού μεταξύ αυτών των γυναικών —μερικές φορές της ερχόταν να τις αρπάξει από το γιακά και να τις τραντάξει δυνατά― όμως η μητέρα της πάντα έλεγε ότι φουρκισμένος ποτέ δεν παίρνεις σωστές αποφάσεις. «Πρόσθεσε κάτι ακόμα σ' αυτά που θέλεις να ξέρεις», είπε. «Γιατί μας κάλεσαν να πάμε στον Ραντ; Εκεί μας πήγε η Καρήν. Τώρα, φυσικά, είναι εντάξει. Η Μουαραίν τον Θεράπευσε». Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ρίγος καθώς σκεφτόταν τη φευγαλέα ματιά που είχε ρίξει στο δωμάτιό του, όμως ο αντιπερισπασμός πέτυχε τέλεια.

«Τον Θεράπευσε!» έκανε η Νυνάβε με κομμένη την ανάσα. «Τι έπαθε;»

«Παραλίγο να πεθάνει», είπε η Άες Σεντάι γαλήνια, σαν να έλεγε ότι είχε πιει ένα τσαγάκι.

Η Ηλαίην ένιωθε την Εγκουέν να τρέμει καθώς άκουγαν την απαθή αναφορά της Μουαραίν, ίσως όμως λίγο από το τρέμουλο να ήταν δικό της. Φυσαλίδες κακού που έπλεαν στο Σχήμα. Αντανακλάσεις που πηδούσαν έξω από τους καθρέφτες. Ο Ραντ καταπληγωμένος και καταματωμένος. Και σαν ύστερη σκέψη, η Μουαραίν πρόσθεσε ότι σίγουρα ο Πέριν και ο Ματ είχαν βιώσει κάτι αντίστοιχο, και είχαν γλιτώσει χωρίς να τους πειραχτεί ούτε τρίχα. Η γυναίκα είχε πάγο στις φλέβες της. Μπα, αφού άναψε και κόρωσε με το πείσμα του Ραντ. Και δεν ήταν ψυχρή όταν έλεγε για γάμο, αν και αυτό προσποιούνταν. Τώρα όμως έκανε σαν να συζητούσε αν ένα τόπι μετάξι ήταν το κατάλληλο χρώμα για ένα φόρεμα.

«Κι αυτά... αυτά τα πράγματα θα συνεχίσουν να συμβαίνουν;» είπε η Εγκουέν, όταν ολοκλήρωσε η Μουαραίν. «Δεν υπάρχει τρόπος να τα σταματήσεις; Ούτε ο Ραντ μπορεί;»

Το μικρό, γαλάζιο πετράδι που κρεμόταν από τα μαλλιά της Μουαραίν λικνίστηκε, καθώς αυτή κουνούσε το κεφάλι. «Αν δεν μάθει να ελέγχει τις ικανότητές του, όχι. Ίσως ούτε και τότε ακόμα. Δεν ξέρω αν θα είναι ποτέ αρκετά ισχυρός για να διώξει το μίασμα από κοντά του. Τουλάχιστον, όμως, θα μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του καλύτερα».

«Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τον βοηθήσεις;» ρώτησε η Νυνάβε απαιτητικά. «Απ' όλες εμάς, εσύ είσαι υποτίθεται η παντογνώστρια ― τουλάχιστον αυτό κάνεις ότι είσαι. Δεν μπορείς να τον διδάξεις; Μερικά πραγματάκια τουλάχιστον; Και μη μου πεις παροιμίες για πουλιά που μαθαίνουν κολύμπι στα ψάρια».

«Θα ήξερες τι λες», απάντησε η Μουαραίν, «αν είχες αξιοποιήσει τα μαθήματά σου, όπως έπρεπε να κάνεις. Τότε θα ήξερες. Θέλεις να μάθεις να χρησιμοποιείς τη Δύναμη, Νυνάβε, όμως δεν ενδιαφέρεσαι να μάθεις για τη Δύναμη. Το σαϊντίν δεν είναι σαϊντάρ. Οι ροές διαφέρουν, οι τρόποι που τα υφαίνεις διαφέρουν. Το πουλί ξέρει κάτι παραπάνω».