Αυτή τη φορά η Εγκουέν προσπάθησε να εκτονώσει την ένταση. «Τι πείσμα έπιασε τώρα τον Ραντ;» Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα, έτοιμη να μιλήσει, αλλά η Εγκουέν την πρόλαβε. «Καμιά φορά είναι πεισματάρης σαν πέτρα». Η Νυνάβε ξανάκλεισε το στόμα απότομα· όλες ήξεραν ότι αυτή ήταν η καθαρή αλήθεια.
Η Μουαραίν τις κοίταξε στοχαστικά. Μερικές φορές η Ηλαίην δεν ήξερε να πει πόση εμπιστοσύνη είχε η Άες Σεντάι στις τρεις τους. Ή σε οποιονδήποτε άλλο. «Πρέπει να δράσει», είπε στο τέλος η Άες Σεντάι. «Αντίθετα, αυτός κάθεται εκεί και οι Δακρινοί σταδιακά χάνουν το φόβο που του είχαν. Κάθεται εκεί, κι όσο περισσότερο μένει χωρίς να κάνει τίποτα, τόσο περισσότερο οι Αποδιωγμένοι θα βλέπουν την αδράνειά του σαν σημάδι αδυναμίας. Το Σχήμα κινείται και κυλά· μόνο οι νεκροί στέκουν. Πρέπει να δράσει, ειδάλλως θα πεθάνει. Είτε από βέλος βαλλίστρας στη ράχη, είτε από δηλητήριο στο φαΐ του, είτε από τους Αποδιωγμένους, που θα ενωθούν για να του ξεριζώσουν την ψυχή από το σώμα. Θα δράσει ή θα πεθάνει». Η Ηλαίην μόρφαζε με κάθε κίνδυνο που απαριθμούσε η Μουαραίν· ήταν αληθινοί, αυτό ήταν το χειρότερο.
«Κι εσύ ξέρεις τι πρέπει να κάνει, έτσι δεν είναι;» είπε με ένταση η Νυνάβε. «Έχεις κιόλας καταστρώσει το σχέδιο που πρέπει να ακολουθήσει».
Η Μουαραίν ένευσε. «Θα προτιμούσε να ξαναπάρει τους δρόμους μονάχος του; Δεν τολμώ να το ριψοκινδυνεύσω. Αυτή τη φορά ίσως σκοτωθεί, ή ίσως πάθει χειρότερα πριν τον βρω».
Πράγμα που ήταν αλήθεια. Ο Ραντ σχεδόν δεν ήξερε τι έκανε. Και η Ηλαίην ήταν σίγουρη ότι η Μουαραίν δεν είχε διάθεση να χάσει έστω και τη μικρή καθοδήγηση που του παρείχε. Τις λίγες συμβουλές που της επέτρεπε να του δίνει.
«Θα μας πεις το σχέδιο που του ετοίμασες;» απαίτησε να μάθει η Εγκουέν. Δεν βοηθούσε να ηρεμήσει η κατάσταση έτσι.
«Ναι, πες το», είπε η Ηλαίην, ξαφνιάζοντας τον εαυτό της καθώς μιλούσε και η ίδια με τον ψυχρό τόνο της Εγκουέν. Συνήθιζε όσο ήταν δυνατό να αποφεύγει τις αντιπαραθέσεις· η μητέρα της πάντα έλεγε ότι ήταν καλύτερο να καθοδηγείς τους ανθρώπους, παρά να τους βάζεις σε μια τάξη με τη βία.
Η Μουαραίν δεν έδειξε αν ο τρόπος τους την ενοχλούσε. «Αρκεί να καταλάβετε ότι πρέπει να μην το πείτε πουθενά. Το σχέδιο που έχει αποκαλυφθεί είναι ένα σχέδιο καταδικασμένο να αποτύχει. Ναι, βλέπω ότι καταλαβαίνετε».
Η Ηλαίην πάντως το καταλάβαινε· το σχέδιο ήταν επικίνδυνο και η Μουαραίν δεν ήξερε αν θα πετύχαινε.
«Ο Σαμαήλ είναι στο Ίλιαν», συνέχισε η Άες Σεντάι. «Οι Δακρινοί είναι πάντα έτοιμοι για πόλεμο με το Ίλιαν και το αντίστροφο. Χίλια χρόνια αλληλοσκοτώνονται και μιλάνε για την επόμενη αφορμή πολέμου με τον τρόπο που άλλοι μιλάνε για την επόμενη γιορτή. Δεν πιστεύω ότι αυτό θα άλλαζε, ακόμα κι αν ήξεραν για την παρουσία του Σαμαήλ, τώρα που έχουν τον Ραντ να τους οδηγεί. Το Δάκρυ θα ακολουθήσει πρόθυμα τον Ραντ σε μια τέτοια εκστρατεία κι αν κατατροπώσει τον Σαμαήλ, τότε —»
«Φως μου!» αναφώνησε η Νυνάβε. «Όχι μόνο θέλεις να ξεκινήσει πόλεμο, αλλά θέλεις και να τα βάλει μ' έναν Αποδιωγμένο! Δεν είναι παράξενο που πείσμωσε. Μπορεί να είναι άντρας, αλλά δεν είναι βλάκας».
«Στο τέλος θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον Σκοτεινό», είπε γαλήνια η Μουαραίν. «Στ' αλήθεια πιστεύεις ότι μπορεί τώρα να αποφύγει τον Αποδιωγμένο; Όσο για τον πόλεμο, από πολέμους άλλο τίποτα, ακόμα και χωρίς αυτόν ― κι όλοι παντελώς άχρηστοι».
«Όλοι οι πόλεμοι είναι άχρηστοι», άρχισε να λέει η Ηλαίην κι ύστερα η φωνή της έσβησε, καθώς ξαφνικά συνειδητοποιούσε κάτι. Το πρόσωπό της έδειξε λύπη και τύψεις· πάνω απ' όλα, όμως, κατανόηση. Η μητέρα της συχνά της έκανε μάθημα για τον τρόπο που καθοδηγούσε και διοικούσε κάποιος ένα έθνος, δύο διαφορετικά πράγματα, όμως και τα δύο αναγκαία. Και μερικές φορές έπρεπε και στις δύο περιπτώσεις να γίνουν πράγματα πολύ άσχημα, αλλά το τίμημα, αν δεν τα γίνονταν, ήταν ακόμα χειρότερο.
Η Μουαραίν την κοίταξε συμπονετικά. «Δεν είναι πάντα ευχάριστο, έτσι δεν είναι; Φαντάζομαι ότι η μητέρα σου, όταν έφτασες σε μια ηλικία, άρχισε να σου διδάσκει τι θα χρειαστείς για να κυβερνήσεις στη θέση της». Η Μουαραίν είχε μεγαλώσει στο Αυτοκρατορικό Παλάτι στην Καιρχίν και δεν ήταν στη σειρά διαδοχής για να βασιλέψει, αλλά ήταν συγγενής με την οικογένεια που κυβερνούσε και σίγουρα άκουγε τα ίδια κηρύγματα. «Αλλά καμιά φορά η άγνοια φαίνεται καλύτερη, να είσαι μια χωριατοπούλα που δεν ξέρει τίποτα, πέρα από τα χωράφια της».
«Κι άλλοι γρίφοι;» έκανε περιφρονητικά η Νυνάβε. «Ο πόλεμος ήταν κάτι που άκουγα να λένε οι πραματευτές, κάτι μακρινό, που δεν το καταλάβαινα. Τώρα ξέρω τι είναι. Άντρες που αλληλοσκοτώνονται. Άντρες που φέρονται σαν ζώα, που έχουν καταντήσει ζώα. Χωριά καμένα, χωράφια και αγροί καμένοι. Πείνα, αρρώστιες και θάνατοι, τόσο για τους ενόχους όσο και για τους αθώους. Γιατί θα είναι καλύτερος ο δικός σου πόλεμος, Μουαραίν; Γιατί θα είναι πιο τίμιος;»