Έκανε μια γκριμάτσα. «Ισχύει και σ' αυτό, όπως και σ' οτιδήποτε. Το Ίλιαν υπό τον Σαμαήλ είναι σίγουρα μια σκοτεινή πόλη. Αν οδηγήσει σε πόλεμο τα δόρατα των Δακρινών και αλυσοδέσει τον Σαμαήλ, θα έχει εκπληρώσει τη στροφή. Το αρχαίο όνειρο του Αναγεννημένου Δράκοντα. Αλλά δεν το καταλαβαίνει. Έχει ακόμα κι ένα αντίγραφο στην Παλιά Γλώσσα, λες και καταλαβαίνει έστω και δυο λέξεις της. Τρέχει πίσω από τις σκιές, ενώ ο Σαμαήλ, ο Ράχβιν ή η Λανφίαρ θα τον αρπάξουν από το λαιμό, πριν προλάβω να τον πείσω για το σφάλμα του».
«Είναι απελπισμένος». Η Ηλαίην ήταν βέβαιη ότι ο ήρεμος τόνος της Νυνάβε δεν ήταν για το χατίρι της Μουαραίν, αλλά του Ραντ. «Είναι απελπισμένος και πασχίζει να βρει το δρόμο του».
«Το ίδιο απελπισμένη είμαι κι εγώ», είπε ανυποχώρητα η Μουαραίν. «Αφιέρωσα τη ζωή μου για να τον βρω και όσο περνάει από το χέρι μου, δεν θα τον αφήσω να αποτύχει. Είμαι σχεδόν τόσο απελπισμένη, που...» Σταμάτησε απότομα και σούφρωσε τα χείλη της. «Αρκεί να πω ότι θα κάνω αυτό που πρέπει».
«Μα δεν αρκεί», έκανε απότομα η Εγκουέν. «Τι είναι αυτό που θα κάνεις;»
«Εσάς πρέπει να σας νοιάζουν άλλα πράγματα», είπε η Άες Σεντάι. «Το Μαύρο Άτζα —»
«Όχι!» Η φωνή της Ηλαίην ήταν προστακτική και κοφτερή σαν μαχαίρι, ενώ τα δάχτυλά της είχαν ασπρίσει καθώς έσφιγγε τη μαλακή, γαλάζια φούστα της. «Έχεις πολλά μυστικά, Μουαραίν, αλλά αυτό πες το μας. Τι σκοπεύεις να κάνεις στον Ραντ;» Μια εικόνα άστραψε στο μυαλό της, ότι θα άρπαζε τη Μουαραίν και θα την έσειε μέχρι να μάθει την αλήθεια, αν χρειαζόταν.
«Να του κάνω; Τίποτα. Άντε, καλά. Δεν υπάρχει λόγος να μην το μάθετε. Είδατε αυτό που οι Δακρινοί ονομάζουν Μεγάλη Συλλογή;»
Κάτι παράξενο για ένα λαό που φοβόταν τόσο τη Δύναμη, οι Δακρινοί διατηρούσαν στην Πέτρα μια συλλογή αντικειμένων που είχαν σχέση με τη Δύναμη, μια συλλογή που υστερούσε μόνο σε σύγκριση με εκείνη που υπήρχε στο Λευκό Πύργο. Η Ηλαίην, πάντως, πίστευε ότι αυτό είχε γίνει επειδή τόσο καιρό, θέλοντας και μη, ήταν αναγκασμένοι να φρουρούν το Καλαντόρ. Ακόμα και το Σπαθί Που Δεν Είναι Σπαθί θα έμοιαζε κατώτερο, όταν ήταν ένα αντικείμενο μεταξύ πολλών. Όμως οι Δακρινοί δεν είχαν πειστεί ποτέ να επιδείξουν τους θησαυρούς τους. Η Μεγάλη Συλλογή διατηρούνταν σε ένα διάδρομο με βρώμικα, στενά δωμάτια, θαμμένα ακόμα πιο βαθιά κι από τα μπουντρούμια. Όταν η Ηλαίην τα είχε πρωτοδεί, οι κλειδωνιές στις πόρτες είχαν σφραγιστεί από τη σκουριά εδώ και χρόνια, τουλάχιστον σε όσες πόρτες έστεκαν ακόμα όρθιες, χωρίς να τις έχει φάει το σαράκι.
«Περάσαμε μια ολόκληρη μέρα εκεί κάτω», είπε η Νυνάβε. «Για να δούμε μήπως είχαν πάρει τίποτα η Λίαντριν και οι φίλες της. Δεν νομίζω να πήραν κάτι. Όλα ήταν θαμμένα κάτω από τη σκόνη και τη μούχλα. Θέλει δέκα καραβιές για να πάνε όλα στον Πύργο. Ίσως εκεί μπορέσουν να βγάλουν μια άκρη· εγώ, πάντως, δεν τα κατάφερα». Απ' ό,τι φαινόταν, ήταν πολύ δύσκολο να αποφύγει τον πειρασμό να ερεθίσει τη Μουαραίν. «Θα τα ήξερες όλα αυτά, αν μας είχες αφιερώσει λίγο χρόνο», πρόσθεσε.
Η Μουαραίν ούτε που το πρόσεξε. Έμοιαζε να κοιτάζει μέσα της, να εξετάζει τις ίδιες της τις σκέψεις, και μίλησε σχεδόν μονολογώντας. «Υπάρχει ένα συγκεκριμένο τερ'ανγκριάλ στη Συλλογή, ένα αντικείμενο σαν πλαίσιο πόρτας από κοκκινόπετρα, που έχει μια ανεπαίσθητη στρέβλωση, όταν το κοιτάζεις. Αν δεν μπορέσω να τον αναγκάσω να αποφασίσει, ίσως χρειαστεί να το δρασκελίσω». Η μικρή, γαλάζια πέτρα στο μέτωπό της τρεμούλιασε, λαμπύρισε. Απ' ό,τι φαινόταν, η Μουαραίν δεν βιαζόταν να κάνει αυτό το βήμα.
Με την αναφορά στο τερ'ανγκριάλ, η Εγκουέν ενστικτωδώς άγγιξε το μπούστο του φορέματός της. Εκεί είχε ράψει μόνη της μια μικρή τσέπη, για να κρύβει το πέτρινο δαχτυλίδι που ήταν τώρα εκεί μέσα. Αυτό το δαχτυλίδι ήταν ένα τερ'ανγκριάλ, ισχυρό με τον τρόπο του, αν και μικρό, και η Ηλαίην ήταν μια από τις τρεις γυναίκες που ήξεραν ότι το είχε. Η Μουαραίν δεν συγκαταλεγόταν σ' αυτές τις τρεις.
Τα τερ'ανγκριάλ ήταν παράξενα πράγματα, απομεινάρια της Εποχής των Θρύλων, όπως τα ανγκριάλ και τα σα'ανγκριάλ, αν και πιο πολυάριθμα. Τα τερ'ανγκριάλ χρησιμοποιούσαν τη Μία Δύναμη αντί να τη μεγεθύνουν. Απ' ό,τι φαινόταν, είχαν κατασκευαστεί για να κάνουν μόνο κάτι συγκεκριμένο και τίποτα άλλο, όμως παρ' όλο που τώρα χρησιμοποιούνταν μερικά, κανείς δεν ήξερε αν τα χρησιμοποιούσαν για το σκοπό που είχαν κατασκευαστεί. Η Ράβδος των Όρκων, με την οποία μια γυναίκα έδινε τους Τρεις Όρκους όταν γινόταν κανονικό μέλος των Άες Σεντάι, ήταν ένα τερ'ανγκριάλ, που έκανε αυτούς τους όρκους μέρος της σάρκας και του αίματός της. Η τελευταία δοκιμασία, στην οποία υποβάλλονταν οι μαθητευόμενες όταν γίνονταν Αποδεχθείσες, λάμβανε χώρα μέσα σε ένα άλλο τερ'ανγκριάλ, το οποίο ξετρύπωνε τους πιο ενδόμυχους φόβους τους και τους έκανε να φαίνονται αληθινοί — ή ίσως τις πήγαινε σε ένα μέρος όπου οι φόβοι ήταν αληθινοί. Παράξενα πράγματα συνέβαιναν με τα τερ'ανγκριάλ. Κάποιες Άες Σεντάι είχαν πυρποληθεί, σκοτωθεί ή εξαφανιστεί, έτσι απλά, καθώς τα μελετούσαν. Ή καθώς τα χρησιμοποιούσαν.