Выбрать главу

Μια από τις πόρτες των διαμερισμάτων της Άμερλιν άνοιξε και ένας νεαρός με χρυσοκόκκινα μαλλιά βγήκε με αγέρωχο βήμα, πέφτοντας σχεδόν πάνω στη Μιν και τη συνοδό της. Ψηλός, ευθυτενής και δυνατός, φορώντας ένα μπλε σακάκι με χρυσά κεντίδια στα μανίκια και το γιακά, ο Γκάγουιν του Οίκου Τράκαντ, μεγαλύτερος γιος της Βασίλισσας Μοργκέις του Άντορ, ήταν η προσωποποίηση ενός περήφανου, νεαρού άρχοντα. Ενός εξοργισμένου νεαρού άρχοντα. Η Μιν δεν πρόφτασε να χαμηλώσει το κεφάλι· την κοίταζε ίσια στην κουκούλα, ίσια στο πρόσωπό της.

Τα μάτια του γούρλωσαν από την έκπληξη κι ύστερα στένεψαν κι έγιναν σαν χαραμάδες γεμάτες γαλάζιο πάγο. «Να που ξαναγύρισες. Ξέρεις πού πήγαν η αδελφή μου και η Εγκουέν;»

«Δεν είναι εδώ;» Η Μιν ξέχασε τα πάντα μέσα στον πανικό, που φούσκωσε και την κατέκλυσε. Πριν καταλάβει και η ίδια τι έκανε, τον είχε αρπάξει από τα μανίκια και τον κάρφωνε επιτακτικά με το βλέμμα, αναγκάζοντάς τον να κάνει ένα βήμα πίσω. «Γκάγουιν, κίνησαν να γυρίσουν στον Πύργο πριν από μήνες! Η Ηλαίην και η Εγκουέν, και η Νυνάβε επίσης. Με τη Βέριν Σεντάι και... Γκάγουιν, το... το...»

«Συγκρατήσου», της είπε, παίρνοντας απαλά τα χέρια της από το σακάκι του. «Φως μου! Δεν ήθελα να σε τρομάξω έτσι. Έφτασαν σώες και ασφαλείς. Και δεν είπαν κουβέντα πού είχαν πάει, ούτε γιατί. Τουλάχιστον όχι σε μένα. Δεν πιστεύω να υπάρχει η παραμικρή ελπίδα να μου πεις εσύ;» Η Μιν πίστεψε ότι είχε πάρει μια ουδέτερη έκφραση στο πρόσωπό της, αλλά εκείνος της έριξε μια ματιά και είπε: «Καλά το φαντάστηκα πως όχι. Αυτό το μέρος έχει περισσότερα μυστικά κι από... Εξαφανίστηκαν πάλι. Επίσης κι η Νυνάβε». Το όνομα της Νυνάβε το πρόσθεσε σαν να το είχε μόλις θυμηθεί· μπορεί να ήταν μια από τις φίλες της Μιν, αλλά για τον ίδιο δεν σήμαινε τίποτα ιδιαίτερο. Η φωνή του σκλήρυνε πάλι και κάθε στιγμή που περνούσε γινόταν πιο έντονη. «Πάλι χωρίς να πουν ούτε λέξη! Ούτε λέξη! Υποτίθεται ότι βρίσκονται κάπου σε ένα αγρόκτημα, ως επιτίμιο επειδή το είχαν σκάσει, αλλά δεν μπορώ να μάθω πού. Η Αμερλιν δεν μου δίνει μια ευθεία απάντηση».

Η Μιν έκανε ένα μορφασμό· για μια στιγμή, ποταμάκια ξεραμένου αίματος είχαν μετατρέψει το πρόσωπό του σε μια βλοσυρή μάσκα. Ήταν σαν να της είχαν δώσει μια σφυριά. Οι φίλες της είχαν εξαφανιστεί —το ταξίδι της είχε γίνει πιο εύκολο επειδή γνώριζε ότι εκείνες ήταν εδώ― και ο Γκάγουιν θα τραυματιζόταν την ίδια μέρα που οι Άες Σεντάι θα σκοτώνονταν.

Παρά τα όσα είχε δει μπαίνοντας στον Πύργο, παρά το φόβο της, τίποτα δεν την είχε αγγίξει προσωπικά πριν από αυτό. Η όποια συμφορά χτυπούσε τον Πύργο θα εξαπλωνόταν μακριά από την Ταρ Βάλον, όμως η Μιν δεν ήταν, ούτε και θα μπορούσε να γίνει ποτέ, κομμάτι του Πύργου. Ο Γκάγουιν όμως ήταν από τα άτομα που γνώριζε, που συμπαθούσε, και θα πληγωνόταν περισσότερο απ' όσο έλεγε το αίμα, θα πληγωνόταν κατά κάποιον τρόπο βαθύτερα απ' όσο θα έφταναν οι πληγές στη σάρκα του. Τότε της ήρθε απότομα στο νου ότι, αν έπεφτε συμφορά στον Πύργο, δεν θα πλήττονταν μόνο κάποιες μακρινές Άες Σεντάι, γυναίκες με τις οποίες ποτέ δεν θα ένιωθε οικειότητα, αλλά επίσης και οι φίλες της. Εκείνες ήταν κομμάτι του Πύργου.

Κατά κάποιον τρόπο χαιρόταν που η Εγκουέν και οι άλλες δεν βρίσκονταν εδώ, χαιρόταν που δεν θα τις κοίταζε για να δει, ίσως, ίχνη θανάτου. Όμως ήθελε να τις κοιτάξει, να βεβαιωθεί, να κοιτάξει τις φίλες της και να μη δει τίποτα, ή να δει ότι θα ζούσαν. Πού στο Φως βρίσκονταν; Πού είχαν πάει; Ξέροντας τις τρεις τους και βλέποντας ότι ο Γκάγουιν δεν ήξερε πού βρίσκονταν, της φαινόταν πιθανό ότι εκείνες δεν ήθελαν να το μάθει. Ίσως αυτό να συνέβαινε.

Ξαφνικά, θυμήθηκε πού βρισκόταν η ίδια και γιατί, καθώς κι ότι δεν ήταν μονάχη με τον Γκάγουιν. Η Σάρα έμοιαζε να έχει ξεχάσει ότι πήγαινε τη Μιν στην Άμερλιν· έμοιαζε να έχει ξεχάσει τα πάντα εκτός από το νεαρό άρχοντα και του έκανε τα γλυκά μάτια, κάτι που αυτός δεν είχε προσέξει. Έστω κι έτσι, η Μιν δεν χρειαζόταν πια να προσποιείται ότι ήταν ξένη στον Πύργο. Ήταν στην πόρτα της Άμερλιν· τώρα τίποτα δεν μπορούσε να τη σταματήσει.

«Γκάγουιν, δεν ξέρω πού βρίσκονται, αλλά αν εκτίουν το επιτίμιό τους σε κάποιο αγρόκτημα, μάλλον θα είναι καταϊδρωμένες, λασπωμένες ως τους γοφούς κι εσύ είσαι ο τελευταίος που θα ήθελαν να τις δει». Η αλήθεια ήταν ότι ούτε κι αυτή έπαιρνε ελαφρά την απουσία τους. Είχαν συμβεί πάρα πολλά και συνέχιζαν να συμβαίνουν πάρα πολλά, που συνδέονταν με τις τρεις τους και με τη Μιν. Αλλά δεν ήταν αδύνατο να είχαν αποπεμφθεί κάπου για τιμωρία. «Δεν θα τις βοηθήσεις, αν κάνεις την Άμερλιν να θυμώσει».