«Την είδα αυτή την πόρτα», είπε η Ηλαίην. «Στο τελευταίο δωμάτιο, στην άκρη του διαδρόμου. Το φανάρι μου έσβησε κι έπεσα τρεις φορές μέχρι να γυρίσω στην είσοδο». Ένα κοκκίνισμα αμηχανίας έβαψε τα μάγουλά της. «Φοβόμουν να διαβιβάσω εκεί μέσα, ακόμα και για να ξανανάψω το φανάρι. Τα πιο πολλά μου μοιάζουν για παλιατσαρίες —νομίζω ότι οι Δακρινοί άρπαζαν ό,τι έβρισκαν, αρκεί να έλεγε κάποιος ότι είχε σχέση με τη Δύναμη― αλλά τότε σκεφτόμουν ότι, αν διαβιβάσω, ίσως να ενεργοποιήσω κάτι που δεν ήταν παλιατσαρία και ποιος ξέρει τι θα γινόταν».
«Κι αν είχες σκοντάψει στο σκοτάδι κι έπεφτες μέσα στη στρεβλή πόρτα;» είπε ειρωνικά η Μουαραίν. «Γι' αυτή δεν χρειάζεται να διαβιβάσεις, αρκεί να τη διαβείς».
«Για ποιο σκοπό;» ρώτησε η Νυνάβε.
«Για να βρεις απαντήσεις. Τρεις απαντήσεις, που η καθεμιά θα είναι αληθινή, για το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον».
Η πρώτη σκέψη της Ηλαίην ήταν η παιδική ιστορία Η Μπίλι Κάτω Από Το Λόφο, όμως μόνο επειδή είχε τρεις απαντήσεις. Η δεύτερη ήρθε στο κατόπι της πρώτης κι όχι μόνο στην Ηλαίην. Μίλησε, ενώ η Νυνάβε και η Εγκουέν δεν είχαν προλάβει καλά-καλά να ανοίξουν το στόμα τους. «Μουαραίν, έτσι λύνεται το πρόβλημά μας. Μπορούμε να ρωτήσουμε ποια λέει την αλήθεια, η Τζόγια ή η Αμίκο. Μπορούμε να ρωτήσουμε πού είναι η Λίαντριν και οι άλλες. Τα ονόματα των αδελφών του Μαύρου Άτζα που είναι ακόμα στον Πύργο —»
«Μπορούμε να ρωτήσουμε τι είναι αυτό το πράγμα που απειλεί τον Ραντ;» την έκοψε η Εγκουέν. «Γιατί δεν μας είπες άλλοτε γι' αυτό; Γιατί μας άφησες να ακούμε μέρες ολόκληρες τις ίδιες ιστορίες, ενώ θα μπορούσαμε να έχουμε πια ξεκαθαρίσει το ζήτημα;» πρόσθεσε η Νυνάβε.
Η Άες Σεντάι έκανε ένα μορφασμό και σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Εσείς οι τρεις χιμάτε σαν ανόητες, εκεί που ο Λαν και εκατό Πρόμαχοι θα προχωρούσαν με προσοχή. Γιατί νομίζετε ότι δεν μπήκα; Εδώ και μέρες θα μπορούσα να είχα ρωτήσει τι πρέπει να κάνει ο Ραντ για να επιζήσει και να θριαμβεύσει, πώς μπορεί να νικήσει τους Αποδιωγμένους και τον Σκοτεινό, πώς μπορεί να ελέγξει τη Δύναμη και να αποφύγει την τρέλα όσο καιρό θα χρειαστεί για να κάνει αυτό που πρέπει». Στάθηκε περιμένοντας, με τα χέρια στους γοφούς, ενώ οι άλλες σιγά-σιγά χώνευαν τα λόγια της. Καμία τους δεν μίλησε. «Υπάρχουν κανόνες», συνέχισε, «και κίνδυνοι. Κανείς δεν μπορεί να μπει πάνω από μια φορά. Μόνο μία φορά. Μπορείς να κάνεις τρεις ερωτήσεις, αλλά πρέπει να ρωτήσεις και να ακούσεις τις απαντήσεις πριν μπορέσεις να φύγεις. Οι επιπόλαιες ερωτήσεις τιμωρούνται, έτσι φαίνεται, όπως φαίνεται επίσης κι ότι αυτό που είναι σοβαρό για κάποιον, είναι επιπόλαιο για κάποιον άλλο. Και το σημαντικότερο: οι ερωτήσεις που αφορούν τη Σκιά έχουν βαριές συνέπειες.
»Αν μια από σας ρωτούσε για το Μαύρο Άτζα, ίσως να έβγαινε νεκρή ή και τρελή, να παραμιλάει — αν έβγαινε καν. Όσο για τον Ραντ... δεν ξέρω αν μπορείς να ρωτήσεις κάτι για τον Αναγεννημένο Δράκοντα που να μην αφορά τη Σκιά. Βλέπετε; Μερικές φορές υπάρχει λόγος για να είναι κανείς επιφυλακτικός».
«Πού τα ξέρεις όλα αυτά;» απαίτησε να μάθει η Νυνάβε. Πίεσε τις γροθιές της στους γοφούς και στάθηκε μπροστά στην Άες Σεντάι. «Οι Υψηλοί Άρχοντες αποκλείεται να άφησαν τις Άες Σεντάι να μελετήσουν κάτι στη Συλλογή. Από τη βρωμιά που υπάρχει εκεί κάτω, όλα αυτά έχουν εκατό χρόνια και παραπάνω να δουν το φως του ήλιου».
«Παραπάνω, θα έλεγα», της είπε γαλήνια η Μουαραίν. «Σταμάτησαν να συλλέγουν αντικείμενα εδώ και τριακόσια χρόνια. Λίγο πριν σταματήσουν οριστικά, απέκτησαν αυτό το τερ'ανγκριάλ. Ως τότε βρισκόταν στην κατοχή των Πρώτων του Μαγιέν, που χρησιμοποιούσαν τις απαντήσεις του για να μην πέσει το Μαγιέν στην αρπάγη του Δακρύου. Κι επέτρεπαν στις Άες Σεντάι να το μελετήσουν, εν κρυπτώ φυσικά· το Μαγιέν δεν τολμούσε να εξοργίσει απροκάλυπτα το Δάκρυ».
«Αν ήταν τόσο σημαντικό για το Μαγιέν», είπε καχύποπτα η Νυνάβε, «γιατί είναι εδώ, στην Πέτρα;»
«Επειδή οι Πρώτοι έχουν πάρει όχι μόνο καλές αποφάσεις, αλλά και κακές, προσπαθώντας να κρατήσουν το Μαγιέν ελεύθερο από το Δάκρυ. Πριν από τριακόσια χρόνια, οι Υψηλοί Άρχοντες σκόπευαν να ναυπηγήσουν ένα στόλο για να ακολουθήσουν τα Μαγιενέζικα πλοία και να βρουν τα κοπάδια των λαδόψαρων. Ο Χάλβαρ, που τότε ήταν Πρώτος, ανέβασε την τιμή του Μαγιενέζικου λαδιού λάμπας πολύ πάνω από την τιμή του Δακρινού ελαιόλαδου και για να πείσει τους Υψηλούς Άρχοντες ότι το Μαγιέν πάντα έβαζε τα συμφέροντά του μετά τα συμφέροντα του Δακρύου, τους δώρισε το τερ'ανγκριάλ. Το είχε ήδη χρησιμοποιήσει, άρα του ήταν άχρηστο πια, και όντας νεαρός, περίπου στην ηλικία που είναι τώρα η Μπερελαίν, φαινόταν ότι θα κυβερνούσε για πολύ καιρό ακόμα και θα χρειαζόταν για πολλά χρόνια την καλή προαίρεση του Δακρύου».