Выбрать главу

Η Εγκουέν ξεφύσησε. «Όποιοι κι αν είναι οι σκοποί της, η Μπερελαίν δεν μένει μ' έναν άντρα τόσο καιρό ώστε να προλάβει να την αγαπήσει. Πριν από δυο μέρες έκανε τα γλυκά μάτια στον Ρούαρκ. Έπειτα από δύο μέρες, θα χαμογελά σε κάποιον άλλο. Είναι σαν την Έλσε Γκρίνγουελ. Τη θυμάσαι; Τη μαθητευόμενη που ήταν όλη την ώρα στην παλαίστρα και έριχνε ματιές με νόημα στους Προμάχους;»

«Η Μπερελαίν δεν έριχνε μόνο ματιές στην κρεβατοκάμαρά του τέτοια ώρα. Φορούσε λιγότερα απ' όσα φορά συνήθως, αν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο!»

«Σκοπεύεις να την αφήσεις να τον αποκτήσει;»

«Όχι!» είπε η Ηλαίην με θέρμη, αμέσως όμως την ξανάπιασε η απελπισία. «Αχ, Εγκουέν, δεν ξέρω τι να κάνω. Τον αγαπώ. Θέλω να τον παντρευτώ. Φως μου! Τι θα πει η μητέρα μου; Θα προτιμούσα να περάσω ένα βράδυ στο κελί της Τζόγια, παρά να υπομείνω τον εξάψαλμό της μητέρας μου». Οι Αντορανοί ευγενείς, ακόμα και στις βασιλικές οικογένειες, παντρεύονταν κοινούς θνητούς τόσο συχνά, που συνήθως δεν προκαλούνταν σχόλια —τουλάχιστον στο Άντορ― αλλά ο Ραντ δεν ήταν από τους συνηθισμένους θνητούς. Η μητέρα της ήταν ικανή να στείλει τη Λίνι για να τη γυρίσει σπίτι, τραβώντας την από το αφτί.

«Η Μοργκέις δεν δικαιούται να πει τίποτα, αν πιστέψουμε τον Ματ», έκανε παρηγορητικά η Εγκουέν. «Έστω κι αν είναι αλήθεια μόνο τα μισά. Αυτός ο Άρχοντας Γκάεμπριλ, τον οποίο ορέγεται η μητέρα σου, δεν φαίνεται να είναι η επιλογή μιας γυναίκας που έχει τα λογικά της».

«Είμαι σίγουρη ότι ο Ματ τα παραφούσκωσε», είπε σεμνότυφα η Ηλαίην. Η μητέρα της ήταν πανέξυπνη, δεν θα γελοιοποιούνταν για έναν άντρα. Η Ηλαίην δεν είχε ξανακούσει για τον Άρχοντα Γκάεμπριλ πριν αναφέρει το όνομά του ο Ματ· αν αυτός ο άνθρωπος ονειρευόταν να αποκτήσει εξουσία μέσω της Μοργκέις, τότε τον περίμενε ψυχρολουσία από τη βασίλισσα.

Η Νυνάβε έφερε στο τραπέζι τρία κύπελλα με αρωματισμένο κρασί, γεμάτα με στάλες δροσιάς στα αστραφτερά πλαϊνά τους, και τα έβαλε πάνω σε μικρά, χρυσοπράσινα σουβέρ από πλεγμένο άχυρο, για να μη χαλάσει η υγρασία το στιλβωμένο τραπέζι. «Επομένως», είπε πιάνοντας μια καρέκλα, «εσύ, Ηλαίην, ανακάλυψες ότι αγαπάς τον Ραντ και η Εγκουέν ανακάλυψε ότι δεν τον αγαπά».

Οι δύο νεότερες γυναίκες την κοίταξαν με το στόμα ανοιχτό, η μια μελαχρινή, η άλλη ανοιχτόχρωμη, που όμως στα πρόσωπά τους καθρεφτιζόταν η ίδια κατάπληξη.

«Έχω μάτια», είπε αυτάρεσκα η Νυνάβε. «Και αφτιά, αφού δεν σκέφτεστε να μιλήσετε ψιθυριστά». Ήπιε κρασί και συνέχισε με φωνή παγερή. «Τι λες να κάνεις τώρα; Αν αυτό το γύναιο, η Μπερελαίν, τον έχει του χεριού της, τότε δεν θα είναι εύκολο να της το κόψεις. Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να κάνεις τέτοιο κόπο; Ξέρεις τι είναι ο Ραντ. Ξέρεις τι τον περιμένει, ακόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος τις Προφητείες. Τρέλα. Θάνατος. Πόσος καιρός του μένει; Ένας χρόνος; Δύο; Ή μήπως θα τον πιάσει η τρέλα πριν από το τέλος του καλοκαιριού; Είναι ένας άντρας που μπορεί να διαβιβάζει». Κάθε λέξη την ξεστόμιζε με σκληρότητα, σαν να ήταν σίδερο. «Μην ξεχνάς τι σου έμαθαν. Μην ξεχνάς τι είναι ο Ραντ».

Η Ηλαίην κρατούσε το κεφάλι ψηλά και αντιγύριζε στα ίσια κάθε ματιά της Νυνάβε. «Δεν έχει σημασία. Ίσως θα έπρεπε, αλλά δεν έχει. Ίσως να είμαι εγώ χαζή. Δεν με νοιάζει. Η καρδιά μου δεν χτυπά κατά παραγγελία, Νυνάβε».

Ξαφνικά η Νυνάβε χαμογέλασε. «Ήθελα να σιγουρευτώ», είπε τρυφερά. «Πρέπει να είσαι σίγουρη. Δεν είναι εύκολο να αγαπάς έναν άντρα, αλλά μ' αυτόν εδώ είναι ακόμα χειρότερα». Το χαμόγελο της έσβησε, καθώς συνέχιζε να μιλά. «Η πρώτη ερώτησή μου ακόμα δεν απαντήθηκε. Τι σκοπεύεις να κάνεις; Η Μπερελαίν μπορεί να δείχνει αδύναμη —οι άντρες σίγουρα έτσι τη βλέπουν!― όμως δεν νομίζω ότι μέσα της είναι έτσι. Θα παλέψει γι' αυτό που θέλει. Και είναι από εκείνες που μπορεί να μη θέλουν ιδιαίτερα κάτι, αλλά θα βάλουν τα δυνατά τους να το κρατήσουν, αν δουν ότι το θέλει και κάποια άλλη ― και μάλιστα εσύ».

«Θα ήθελα να τη χώσω σ' ένα βαρέλι», είπε η Εγκουέν, σφίγγοντας το κύπελλο της σαν να ήταν το λαρύγγι της Πρώτης, «και να τη στείλω πίσω, στο Μαγιέν. Στον πάτο του αμπαριού».

Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι της, κάνοντας την πλεξούδα της να λικνιστεί. «Καλά όλα αυτά, όμως προσπάθησε να δώσεις και καμιά σωστή συμβουλή. Αν δεν μπορείς, τότε κλείσε το στόμα και άφησέ τη να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει». Η Εγκουέν την κοίταξε. «Ο Ραντ τώρα είναι υπόθεση της Ηλαίην, όχι δική σου. Εσύ έκανες στην άκρη, το ξέχασες;» πρόσθεσε η Νυνάβε.

Κανονικά η Ηλαίην θα χαμογελούσε μ' αυτό το σχόλιο, όμως αυτό δεν έγινε. «Αλλιώς το φανταζόμουν». Αναστέναξε. «Σκεφτόμουν ότι θα γνωρίσω κάποιον, θα τον μάθω έπειτα από μερικούς μήνες ή χρόνια και σιγά-σιγά θα καταλάβω ότι τον αγαπώ. Ανέκαθεν έτσι σκεφτόμουν ότι θα γίνει. Τον Ραντ καλά-καλά δεν τον ξέρω. Έχω μιλήσει μαζί του το πολύ πέντ' έξι φορές μέσα σ' ένα χρόνο. Αλλά κατάλαβα ότι τον αγαπούσα πέντε λεπτά αφότου τον πρωτοείδα». Να, αυτό κι αν ήταν ανοησία. Μα ήταν αλήθεια και δεν την ένοιαζε αν ήταν ανοησία. Θα έλεγε το ίδιο στη μητέρα της καταπρόσωπο, όπως και στη Λίνι. Ε, ίσως όχι στη Λίνι. Η Λίνι είχε έναν αυστηρό τρόπο να αντιμετωπίζει τις ανοησίες και έμοιαζε να πιστεύει ότι η Ηλαίην δεν είχε περάσει τα δέκα. «Όπως έχει η κατάσταση, όμως, δεν έχω καν το δικαίωμα να θυμώνω μαζί του. Ή με την Μπερελαίν». Μα ένιωθε θυμό. Θα ήθελα να τη χαστουκίσω τόσο δυνατά, που να κουδουνίζουν τα αφτιά της· για ένα χρόνο! θα ήθελα να τη δέρνω με τη βέργα, καθώς θα την πηγαίνω στο πλοίο που θα τη γυρίσει στο Μαγιέν! Μόνο που δεν είχε τούτο το δικαίωμα κι αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα. Το εξοργιστικό ήταν ότι η φωνή της, όταν μίλησε, είχε έναν κλαψιάρικο τόνο. «Τι να κάνω; Ποτέ δεν με κοίταξε δεύτερη φορά».