«Στους Δύο Ποταμούς», είπε αργά η Εγκουέν, «όταν μια γυναίκα θέλει να πει σε έναν άντρα ότι την ενδιαφέρει, του βάζει λουλούδια στα μαλλιά, στο πανηγύρι του Μπελ Τάιν ή στη Μέρα του Ήλιου. Ή μπορεί να του κεντήσει ένα γιορτινό πουκάμισο όποτε κι αν είναι. Ή να του ζητήσει με νόημα να χορέψουν, μόνο αυτόν και κανέναν άλλο». Η Ηλαίην την κοίταξε εμβρόντητη. «Δεν προτείνω να του κεντήσεις πουκάμισο, όμως υπάρχουν τρόποι για να του δείξεις τα αισθήματά σου», έσπευσε να προσθέσει η Εγκουέν.
«Οι Μαγιένοι πιστεύουν ότι πρέπει να το λες». Η φωνή της Ηλαίην είχε μια νότα πίκρας. «Ίσως αυτός να είναι ο καλύτερος τρόπος. Απλώς να του το πω ξεκάθαρα. Τουλάχιστον έτσι θα ξέρει τι νιώθω. Τουλάχιστον έτσι θα έχω ένα δικαίωμα να —»
Άρπαξε το κρασί της με τα μπαχαρικά και άρχισε να πίνει, γέρνοντας το κεφάλι πίσω. Να μιλήσει; Σαν καμιά εύκολη Μαγιένα! Ακούμπησε το άδειο κύπελλο στο σουβέρ και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τι θα πει η μητέρα μου;» μουρμούρισε.
«Το πιο σημαντικό», είπε τρυφερά η Νυνάβε, «είναι τι θα κάνεις όταν χρειαστεί να φύγουμε από δω. Είτε για το Τάντσικο, είτε για τον Πύργο, είτε για κάπου αλλού ― θα πρέπει να φύγουμε. Τι θα κάνεις, αν του έχεις πει ότι τον αγαπάς και μετά χρειαστεί να τον αφήσεις; Αν σου ζητήσει να μείνεις μαζί του; Αν θέλεις να μείνεις μαζί του;»
«Θα φύγω». Δεν υπήρχε κανένας δισταγμός στην απάντηση της Ηλαίην, παρά μια σκληράδα. Η Νυνάβε δεν έπρεπε καν να έχει ρωτήσει τέτοιο πράγμα. «Αν εγώ πρέπει να αποδεχτώ ότι είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας, τότε αυτός πρέπει να αποδεχτεί ότι είμαι αυτή που είμαι, ότι έχω καθήκοντα. Θέλω να γίνω Άες Σεντάι, Νυνάβε. Δεν είναι κάποια απασχόληση για να περνάει η ώρα. Το ίδιο ισχύει και το έργο που έχουμε αναλάβει οι τρεις μας. Στ' αλήθεια πιστεύεις ότι θα σας εγκατέλειπα;»
Η Εγκουέν βιάστηκε να την καθησυχάσει, ότι τέτοια σκέψη ποτέ δεν της είχε περάσει από το νου· το ίδιο έκανε και η Νυνάβε, αλλά με μια μικρή καθυστέρηση, που φανέρωνε το ψέμα της.
Η Ηλαίην κοίταξε πρώτα τη μια και μετά την άλλη. «Για να πω την αλήθεια, φοβόμουν μήπως μου πείτε ότι είμαι ανόητη που σκάω για κάτι τέτοιο, τη στιγμή που πρέπει να ανησυχούμε για το Μαύρο Άτζα».
Τα μάτια της Εγκουέν πετάρισαν, κάτι που έλεγε ότι είχε κάνει μια τέτοια σκέψη. «Ο Ραντ δεν είναι ο μόνος που μπορεί να πεθάνει τον άλλο χρόνο, ή τον άλλο μήνα. Το ίδιο ισχύει και για εμάς. Οι καιροί έχουν αλλάξει, πρέπει να αλλάξουμε κι εμείς. Αν κάθεσαι και παρακαλάς να σου τύχει αυτό που θέλεις, μπορεί να σε προφτάσει ο θάνατος», είπε η Νυνάβε.
Ήταν ένας παγερός καθησυχασμός, όμως η Ηλαίην κατένευσε. Δεν ένιωθε ανόητη. Μακάρι να έβρισκαν τόσο εύκολα άκρη και με το Μαύρο Άτζα. Ζούληξε το άδειο, ασημένιο κύπελλο στο μέτωπό της για να δροσιστεί. Τι θα έκαναν;
7
Παίζοντας Με Τη Φωτιά
Το άλλο πρωί, όταν ο ήλιος μόλις είχε ξεμυτίσει πάνω από τον ορίζοντα, η Εγκουέν παρουσιάστηκε στην είσοδο των διαμερισμάτων του Ραντ, μαζί με την Ηλαίην, που έσερνε τα πόδια της. Η Κόρη-Διάδοχος φορούσε ένα μακρυμάνικο φόρεμα από ανοιχτογάλανο μετάξι, που ήταν ραμμένο σύμφωνα με τη μόδα των Δακρινών, έχοντας χαμηλώσει το ντεκολτέ ύστερα από μια συζήτηση που είχαν. Ένα περιδέραιο από ζαφείρια, στο χρώμα του σκοτεινού, πρωινού ουρανού, και μια ζαφειροστόλιστη κορδέλα στις χρυσοκόκκινες μπούκλες της αναδείκνυαν τα γαλάζια μάτια της. Παρά την υγρασία και τη ζέστη, η Εγκουέν είχε τυλιγμένη στους ώμους της μια απλή, βαθυκόκκινη εσάρπα, μακριά σαν σάλι. Την εσάρπα και τα πετράδια τα είχε προμηθεύσει η Αβιέντα. Ήταν παράξενο, αλλά η Αελίτισσα είχε κάπου ένα μικρό απόθεμα από τέτοια πράγματα.
Παρ' όλο που το ήξερε από πριν, η Εγκουέν τινάχτηκε όταν οι Αελίτες φρουροί σηκώθηκαν όρθιοι με μια αιφνιδιαστική, απότομη κίνηση. Η Ηλαίην άφησε μια κοφτή κραυγή, αλλά αμέσως τους κοίταξε παίρνοντας τη βασιλική πόζα, την οποία κατάφερνε πολύ καλά. Εντούτοις, αυτό δεν φάνηκε να εντυπωσιάζει τους ηλιοκαμένους άντρες. Οι έξι ήταν Σά'εν Μ'τάαλ, Σκυλιά της Πέτρας, και φαίνονταν αρκετά χαλαροί για Αελίτες, κάτι που σήμαινε ότι έμοιαζαν να κοιτάζουν παντού, έτοιμοι να ορμήσουν προς πάσα κατεύθυνση.