Εκείνος άφησε τα βιβλία και ορθώθηκε μ' ένα στεναγμό. «Κακώς έλπιζα». Για μια στιγμή φάνηκε έτοιμος να πει κι άλλα, όμως το βλέμμα του χαμήλωσε στις μπότες του. Η Εγκουέν αναρωτήθηκε πώς κατόρθωνε να αντιμετωπίζει τους Υψηλούς Άρχοντες με την αλαζονεία τους, αφού οι δυο τους τον τάραζαν τόσο πολύ.
«Ήρθαμε για να σε βοηθήσουμε με τη διαβίβαση», του είπε. «Με τη Δύναμη», Ο ισχυρισμός της Μουαραίν ήταν γενικά πιστευτός· η γυναίκα δεν μπορούσε να διδάξει έναν άντρα πώς να διαβιβάζει, όπως δεν μπορούσε και να τον μάθει πώς να γεννήσει. Η Εγκουέν δεν ήταν πολύ σίγουρη. Είχε νιώσει κάτι υφασμένο από σαϊντίν κάποτε. Ή μάλλον δεν είχε νιώσει τίποτα, κάτι έφραζε τις ροές της, όπως η πέτρα που σταματά το νερό. Αλλά είχε μάθει τόσα εκτός του Πύργου όσα και εντός· σίγουρα μέσα στις γνώσεις της υπήρχε κάτι που μπορούσε να του διδάξει, κάποια καθοδήγηση να του προσφέρει.
«Αν μπορούμε», πρόσθεσε η Ηλαίην.
Στο πρόσωπό του ξαναφάνηκε η καχυποψία. Την τάραζε ο τρόπος που μεταβαλλόταν τόσο γρήγορα η διάθεσή του. «Εγώ έχω περισσότερες πιθανότητες να διαβάσω την Παλιά Γλώσσα απ' όσο εσείς να... Σίγουρα δεν είναι δουλειά της Μουαραίν; Μήπως αυτή σας έστειλε εδώ; Νομίζει ότι μπορεί πλαγίως να με πείσει, έτσι δεν είναι; Πρόκειται για κάποιο ύπουλο σχέδιο των Άες Σεντάι, που δεν θα το καταλάβω παρά μόνο όταν με πνίξει;» Μούγκρισε ενοχλημένος, πήρε ένα σκούρο πράσινο σακάκι από το πάτωμα, πίσω από μια καρέκλα, και το έβαλε βιαστικά. «Συμφώνησα να δω ακόμα μερικούς Υψηλούς Άρχοντες τώρα το πρωί. Αν δεν έχω το νου μου, βρίσκουν τρόπο να ξεγλιστρήσουν απ' αυτό που θέλω να κάνουν. Κάποια στιγμή θα μάθουν. Εγώ κυβερνώ το Δάκρυ τώρα. Εγώ. Ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Θα τους κάνω να το καταλάβουν. Θα με συγχωρήσετε, αλλά έχω δουλειά».
Της Εγκουέν της ήρθε να τον πιάσει και να τον ταρακουνήσει. Κυβερνούσε το Δάκρυ; Μπορεί στο φινάλε έτσι να ήταν, όμως η Εγκουέν θυμόταν ένα αγόρι που είχε κρύψει ένα μικρό αρνί μέσα στο σακάκι του και καμάρωνε, επειδή είχε διώξει το λύκο που είχε προσπαθήσει να το φάει. Βοσκός ήταν, όχι βασιλιάς, και παρ' όλο που υπήρχε λόγος που τα μυαλά του είχαν πάρει αέρα, δεν θα του έβγαινε σε καλό.
Αυτό ετοιμαζόταν να του πει, πριν προλάβει όμως, η Ηλαίην μίλησε με πάθος. «Κανένας δεν μας έστειλε. Κανένας. Ήρθαμε επειδή... επειδή σε νοιαζόμαστε. Μπορεί να μην πετύχει, αλλά ας το δοκιμάσεις. Αφού νοιάζομαι... νοιαζόμαστε αρκετά για να προσπαθήσουμε, μπορείς να προσπαθήσεις κι εσύ. Είναι τόσο ασήμαντο για σένα, που δεν μπορείς να χάσεις ούτε μία ώρα για μας; Για τη ζωή σου;»
Ο Ραντ σταμάτησε να κουμπώνει το σακάκι του και κοίταξε την Κόρη-Διάδοχο με τόση ένταση, που για μια στιγμή η Εγκουέν πίστεψε ότι την ίδια την είχε ξεχάσει. Ανατρίχιασε και πήρε το βλέμμα του αλλού. Κοίταξε την Εγκουέν, σάλεψε τα πόδια του και κοίταξε το πάτωμα συνοφρυωμένος. «Θα δοκιμάσω», μουρμούρισε. «Δεν θα βγει τίποτα, αλλά εγώ θα δοκιμάσω... Τι θέλετε να κάνω;»
Η Εγκουέν ανάσανε βαθιά. Δεν είχε φανταστεί ότι θα τον έπειθαν τόσο εύκολα· ο Ραντ ανέκαθεν ήταν σαν βράχος χωμένος στη λάσπη όταν αποφάσιζε να μείνει αμετακίνητος στη θέση του, κάτι που έκανε υπερβολικά συχνά.
«Κοίταξε με», είπε αγκαλιάζοντας το σαϊντάρ. Άφησε τη Δύναμη να τη γεμίσει ολόκληρη, να τη γεμίσει ακόμα περισσότερο, δέχτηκε και την τελευταία σταγόνα που άντεχε να κρατήσει· ήταν λες και ένα φως γέμιζε κάθε σημείο της, λες και το ίδιο το Φως γέμιζε την κάθε πτυχή της. Η ζωή έμοιαζε να ξεπηδά από μέσα της σαν πυροτέχνημα. Ποτέ άλλοτε δεν είχε πάρει μέσα της τόση Δύναμη. Έμεινε κατάπληκτη όταν συνειδητοποίησε ότι δεν την είχε πιάσει τρέμουλο· τόσο λαμπρή γλύκα, ήταν απίστευτο ότι την άντεχε. Ήθελε να την απολαύσει, να χορέψει και να τραγουδήσει, να γείρει απλά πίσω και να την αφήσει να κυλήσει μέσα της, πάνω της. Πίεσε τον εαυτό της να μιλήσει. «Τι βλέπεις; Τι νιώθεις; Κοίταξέ με, Ραντ!»
Εκείνος σήκωσε αργά το κεφάλι, ακόμα συνοφρυωμένος. «Σε βλέπω. Τι πρέπει να δω; Αγγίζει την Πηγή; Εγκουέν, η Μουαραίν διαβίβασε κοντά μου εκατό φορές και ποτέ δεν είδα τίποτα. Μόνο τα αποτελέσματα. Δεν βγαίνει τίποτα έτσι. Ακόμα κι εγώ το ξέρω».
«Είμαι δυνατότερη από τη Μουαραίν», του είπε σταθερά. «Αυτή θα είχε πέσει στο πάτωμα κλαψουρίζοντας, ή θα ήταν αναίσθητη, αν προσπαθούσε να κρατήσει όση Δύναμη κρατώ τώρα». Ήταν αλήθεια, αν και ποτέ άλλοτε δεν είχε κρίνει τόσο αυστηρά την ικανότητα της Άες Σεντάι.
Λαχταρούσε να χρησιμοποιηθεί αυτή η Δύναμη που πάλλονταν μέσα της, δυνατότερη κι από το αίμα στην καρδιά της. Με τόση Δύναμη ήταν ικανή να κάνει πράγματα που η Μουαραίν δεν μπορούσε ούτε να τα ονειρευτεί. Υπήρχε η λαβωματιά στο πλευρό του Ραντ, την οποία η Μουαραίν ποτέ δεν είχε καταφέρει να Θεραπεύσει πλήρως. Η Εγκουέν δεν ήξερε να Θεραπεύει —ήταν πιο πολύπλοκο απ' ό,τι είχε κάνει ποτέ της― αλλά είχε παρακολουθήσει τη Μουαραίν να Θεραπεύει και ίσως, με αυτό το μεγάλο απόθεμα της Δύναμης να τη γεμίζει, να κατάφερνε να δει πώς θα μπορούσε να Θεραπευτεί. Όχι να το κάνει φυσικά· απλώς να δει.