Άπλωσε με προσοχή ροές Αέρα, Νερού και Πνεύματος, ψιλές σαν τρίχες, τις Δυνάμεις που χρησιμοποιούνταν στη Θεραπεία, και ψηλάφισε το παλιό τραύμα του. Με ένα άγγιγμα τινάχτηκε πίσω τρέμοντας και αποτράβηξε τις υφασμένες ροές· το στομάχι της ανακατευόταν, σαν να ήθελε να κάνει εμετό ό,τι είχε φάει ποτέ της. Έμοιαζε λες και όλο το σκοτάδι του κόσμου είχε μαζευτεί εκεί, στην πλευρά του Ραντ, όλο το κακό του κόσμου σε μια πυορροούσα πληγή, που μετά βίας τη σκέπαζε ο ψιλός ιστός της ουλής. Ένα τέτοιο πράγμα μπορούσε να απορροφήσει Θεραπευτικές ροές σαν να ήταν στάλες νερού σε στεγνή άμμο. Πώς βαστούσε ο Ραντ τον πόνο; Πώς και δεν έκλαιγε;
Από την πρώτη σκέψη μέχρι να δράσει, είχε περάσει μονάχα μια στιγμή. Κρύβοντας απελπισμένα την ταραχή της, συνέχισε χωρίς παύση. «Είσαι δυνατός, όσο κι εγώ. Το ξέρω· πρέπει να είσαι. Νιώσε, Ραντ. Τι νιώθεις;» Φως μου, τι μπορεί να Θεραπεύσει κάτι τέτοιο; Υπάρχει κάτι που μπορεί;
«Δεν νιώθω τίποτα», μουρμούρισε αυτός σαλεύοντας τα πόδια του. «Μου σηκώθηκαν οι τρίχες. Και δεν είναι παράξενο. Δεν είναι ότι δεν σε εμπιστεύομαι, Εγκουέν, αλλά δεν μπορώ να μη νιώθω νευρικός, όταν μια γυναίκα διαβιβάζει κοντά μου. Συγνώμη».
Δεν μπήκε στον κόπο να του εξηγήσει τη διαφορά ανάμεσα στο να διαβιβάζεις και να αγκαλιάζεις την Αληθινή Πηγή. Ήταν πολλά αυτά που δεν ήξερε ο Ραντ, ακόμα και σε σύγκριση με τις λίγες γνώσεις της. Ήταν ένας τυφλός που προσπαθούσε να χειριστεί αργαλειό ψηλαφητά, χωρίς να έχει ιδέα για χρώματα, χωρίς καν να ξέρει με τι έμοιαζαν τα νήματα, ή ακόμα και ο αργαλειός.
Με μια έντονη προσπάθεια άφησε το σαϊντάρ― αρκετά έντονη. Ένα μέρος του εαυτού της ήθελε να βάλει τα κλάματα από την απώλεια. «Τώρα δεν αγγίζω την Πηγή, Ραντ». Πλησίασε και τον κοίταξε. «Έχεις ακόμα ρίγη;»
«Όχι. Επειδή όμως μου το είπες». Σήκωσε απότομα τους ώμους του. «Βλέπεις; Μόλις το ξανασκέφτηκα, ανατρίχιασα πάλι».
Η Εγκουέν χαμογέλασε θριαμβευτικά. Δεν χρειαζόταν να γυρίσει και να κοιτάξει την Ηλαίην για να επιβεβαιώσει αυτό που είχε ήδη αισθανθεί, αυτό που είχαν συμφωνήσει νωρίτερα γι' αυτή τη στιγμή. «Μπορείς να νιώσεις μια γυναίκα που αγκαλιάζει την Πηγή, Ραντ. Η Ηλαίην αυτό ακριβώς κάνει, αυτή τη στιγμή». Ο Ραντ κοίταξε την Κόρη-Διάδοχο μισοκλείνοντας τα μάτια. «Δεν έχει σημασία, τι βλέπεις και τι δεν βλέπεις. Το ένιωσες. Ένα το κρατούμενο. Ας δούμε τι άλλο θα βρούμε. Ραντ, αγκάλιασε την Πηγή. Αγκάλιασε το σαϊντίν». Οι λέξεις βγήκαν βραχνά από το στόμα της. Κι αυτό, επίσης, το είχε συμφωνήσει από πριν με την Ηλαίην. Ήταν ο Ραντ, όχι κάποιο τέρας των παραμυθιών, αλλά πάντως το γεγονός ότι ζητούσαν από έναν άντρα να... Ήταν θαύμα και μόνο που είχε καταφέρει να το πει. «Βλέπεις τίποτα;» ρώτησε την Ηλαίην. «Νιώθεις τίποτα;»
Ο Ραντ ακόμα κοίταζε πότε τη μία και πότε την άλλη, ενώ στο ενδιάμεσο ατένιζε το πάτωμα και μερικές φορές κοκκίνιζε. Γιατί ήταν τόσο αναστατωμένος; Η Κόρη-Διάδοχος, κοιτάζοντάς τον με προσοχή, κούνησε το κεφάλι. «Ακόμα κι αν απλώς στεκόταν εκεί άπραγος, δεν θα το καταλάβαινα. Είσαι σίγουρη ότι κάνει κάτι;»
«Είναι πεισματάρης, αλλά όχι ανόητος. Συνήθως».
«Ε, λοιπόν, είτε είναι πεισματάρης, είτε ανόητος, είτε κάτι άλλο, εγώ δεν νιώθω τίποτα».
Η Εγκουέν τον κοίταξε συνοφρυωμένη. «Είπες ότι θα κάνεις ό,τι σου ζητήσουμε, Ραντ. Το έκανες; Αφού εσύ ένιωσες κάτι, έτσι πρέπει να νιώσω κι εγώ, και δεν...» Σταμάτησε, αφήνοντας μια πνιχτή κραυγή. Κάτι την είχε τσιμπήσει στον πισινό. Τα χείλη του Ραντ σπαρτάρισαν, προφανώς επειδή πάλευε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. «Αυτό δεν ήταν καθόλου σωστό», του είπε αυστηρά.
Αυτός προσπάθησε να διατηρήσει την αθώα έκφρασή του, αλλά του ξέφυγε ένα πλατύ χαμόγελο. «Είπες ότι θέλεις να νιώσεις κάτι και σκέφτηκα...» Το ξαφνικό μουγκρητό του έκανε την Εγκουέν να τιναχτεί ψηλά. Πίεσε το χέρι του στον πισινό του, στα αριστερά, και χοροπήδησε κουτσά, διαγράφοντας έναν κύκλο. Πονούσε. «Μα το αίμα και τις στάχτες, Εγκουέν! Δεν υπήρχε λόγος να...» Συνέχισε να μιλά μ' ένα χαμηλό, ακατανόητο ψίθυρο, που η Εγκουέν χαιρόταν που δεν τον καταλάβαινε.
Η Εγκουέν εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να ανεμίσει την εσάρπα, κάνοντας λίγο αέρα, και αντάλλαξε ένα αμυδρό χαμόγελο με την Ηλαίην. Η λάμψη γύρω από την Κόρη-Διάδοχο έσβησε. Παραλίγο να χαχανίσουν, καθώς έτριβαν τα χέρια στα κρυφά. Καλά να πάθεις, Ραντ. Η Εγκουέν υπολόγισε ότι το είχε ανταποδώσει στο εκατονταπλάσιο.