Выбрать главу

Στράφηκε πάλι στον Ραντ και πήρε μια σοβαρή έκφραση. «Κάτι τέτοιο θα το περίμενα από τον Ματ. Νόμιζα ότι, τουλάχιστον εσύ, είχες ωριμάσει. Ήρθαμε για να σε βοηθήσουμε, αν μπορούμε. Προσπάθησε να συνεργαστείς. Κάνε κάτι με τη Δύναμη, κάτι που να μην είναι παιδιάστικο. Ίσως μπορέσουμε να το νιώσουμε».

Αυτός, καμπουριασμένος, τις αγριοκοίταξε. «Κάνε κάτι», μουρμούρισε. «Δεν είχες δικαίωμα να... Να δεις που θα κουτσαίνω για... Θέλεις να κάνω κάτι;»

Ξαφνικά η Εγκουέν και η Ηλαίην υψώθηκαν στον αέρα· κοιτάχτηκαν με μάτια γουρλωμένα, καθώς αιωρούνταν μια απλωσιά πάνω από το χαλί. Τίποτα δεν τις συγκρατούσε, η Εγκουέν ούτε έβλεπε, ούτε ένιωθε κάποια ροή. Τίποτα. Το στόμα της σφίχτηκε. Ο Ραντ δεν είχε δικαίωμα να κάνει κάτι τέτοιο. Κανένα απολύτως δικαίωμα και ήταν ώρα να το καταλάβει. Το ίδιο προστατευτικό πεδίο από Πνεύμα, το οποίο έκοβε την Τζόγια από την Πηγή, μπορούσε να σταματήσει και τον Ραντ· οι Άες Σεντάι το χρησιμοποιούσαν στους ελάχιστους άντρες που έβρισκαν να έχουν την ικανότητα να διαβιβάζουν.

Άνοιξε τον εαυτό της στο σαϊντάρ και ένιωσε να της κόβονται τα γόνατα. Το σαϊντάρ ήταν εκεί —ένιωθε τη θέρμη και το φως του — αλλά ανάμεσα σ’ αυτήν και στην Αληθινή Πηγή υπήρχε κάτι, ένα τίποτα, μια απουσία που την απέκλειε από την Πηγή, σαν πέτρινος τοίχος. Ένιωσε κούφια μέσα της και ο πανικός γιγαντώθηκε και την κατέκλυσε. Ένας άντρας διαβίβαζε και η Εγκουέν είχε εγκλωβιστεί σ' αυτό. Ήταν ο Ραντ, φυσικά, αλλά έτσι όπως κρεμόταν εκεί ανήμπορη, σαν καλάθι, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι κάποιος άντρας διαβίβαζε, καθώς και το μίασμα στο σαϊντίν. Προσπάθησε να του φωνάξει, αλλά το μόνο που ακούστηκε ήταν ένα κρώξιμο.

«Θέλεις να κάνω κάτι;» βρυχήθηκε ο Ραντ. Δυο τραπεζάκια λύγισαν παράξενα τα πόδια τους, το ξύλο έτριξε και άρχισαν να χοροπηδούν δεξιά κι αριστερά σε μια μουδιασμένη παρωδία χορού, ενώ το επίχρυσο στρώμα ξεφλούδιζε και έπεφτε. «Σου αρέσει αυτό;» Στο τζάκι ξέσπασε μια φωτιά και το γέμισε όλο, από τη μια άκρη ως την άλλη, με φλόγες που έκαιγαν σε πέτρες δίχως στάχτες. «Μήπως αυτό;» Το ψηλό ελάφι με τους λύκους πάνω από το τζάκι άρχισε να μαλακώνει και να καταρρέει. Λεπτά ρυάκια από χρυσάφι και ασήμι κύλησαν από τη μάζα, έπεσαν και άρχισαν να λεπταίνουν σχηματίζοντας αστραφτερά νήματα, που γλίστρησαν σαν φίδια και ύψαναν ένα στενό φύλλο από μεταλλικό ύφασμα· το αστραφτερό υλικό απλωνόταν στον αέρα καθώς μεγάλωνε, ενώ η πέρα άκρη του ήταν ακόμα ενωμένη με το αγαλματάκι, που έλιωνε αργά στην πέτρινη κορνίζα. «Κάνε κάτι», είπε ο Ραντ. «Κάνε κάτι! Έχεις ιδέα τι είναι να αγγίζεις το σαϊντίν, να το κρατάς; Ε; Νιώθω την τρέλα να περιμένει. Να με διαβρώνει!»

Ξαφνικά τα τραπεζάκια πέταξαν φλόγες, σαν να ήταν δαυλοί, ενώ ακόμα χόρευαν· βιβλία άρχισαν να στριφογυρνούν στον αέρα, με τις σελίδες να πεταρίζουν· το στρώμα του κρεβατιού ανατινάχτηκε, πετώντας πούπουλα στο δωμάτιο, σαν χιόνι. Τα πούπουλα που έπεφταν στα φλεγόμενα τραπεζάκια γέμισαν το δωμάτιο με μια δριμεία, βρώμικη καπνιά.

Ο Ραντ έμεινε να κοιτάζει για λίγη ώρα τα λαμπαδιασμένα τραπεζάκια. Έπειτα, αυτό που κρατούσε την Εγκουέν και την Ηλαίην εξαφανίστηκε, μαζί με το προστατευτικό πεδίο· τα τακούνια τους χτύπησαν στο χαλί την ίδια στιγμή που έσβηναν κι οι φλόγες, σαν να τις είχε ρουφήξει το ξύλο που έκαιγαν πριν. Η λαμπερή φωτιά στο τζάκι έσβησε κι αυτή, ενώ τα βιβλία έπεσαν στο πάτωμα, δημιουργώντας έναν ακόμα πιο ανάκατο σωρό. Έπεσε και το κομμάτι του ασημόχρυσου υφάσματος, μαζί με νήματα από λιωμένο μέταλλο, που δεν ήταν πια υγρό, ούτε καν ζεστό. Μόνο τρεις μεγαλούτσικοι όγκοι έμειναν στην κορνίζα, δύο ασημένιοι και ένας χρυσός, παγωμένοι κι αγνώριστοι.

Η Εγκουέν παραπάτησε κι έπεσε πάνω στην Ηλαίην, όταν ξαναβρέθηκαν στο πάτωμα. Αγκαλιάστηκαν για να στηριχτούν η μια στην άλλη, όμως η Εγκουέν ένιωσε την Ηλαίην να κάνει ακριβώς αυτό που έκανε και η ίδια, να αγκαλιάζει το σαϊντάρ όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μέσα σε λίγες στιγμές είχε μια θωράκιση έτοιμη για να τη ρίξει γύρω από τον Ραντ, σε περίπτωση που έδειχνε ότι θα διαβίβαζε. Εκείνος, όμως, ατένιζε τα καρβουνιασμένα τραπεζάκια αποσβολωμένος, ενώ τα πούπουλα έπεφταν ακόμα γύρω του, κολλώντας στο σακάκι του.

Δεν φαινόταν να αποτελεί κίνδυνο τώρα, αλλά το δωμάτιο ήταν χάλια. Η Εγκουέν έπλεξε μερικές λεπτές ροές αέρα για να μαζέψει όλα τα αιωρούμενα πούπουλα, καθώς και όσα ήταν ήδη στο χαλί. Σαν να το είχε θυμηθεί την τελευταία στιγμή, μάζεψε κι εκείνα που ήταν στο σακάκι του. Τα άλλα θα τα αναλάμβανε η ματζίρε, ή θα τα φρόντιζε ο ίδιος.