Ο Ραντ μόρφασε όταν τα πούπουλα πέρασαν από δίπλα του και συγκεντρώθηκαν στα κουρελιασμένα απομεινάρια του στρώματος. Αυτό δεν έκανε κάτι για τη μυρωδιά, τη δυσωδία από τα καμένα πούπουλα και το καμένο ξύλο, όμως τουλάχιστον το δωμάτιο ήταν πιο τακτοποιημένο, ενώ χάρη στα ανοιχτά παράθυρα και το αεράκι που φυσούσε πού και πού, η δυσωδία λιγόστευε.
«Η ματζίρε ίσως να μη θέλει να μου δώσει άλλο», είπε μ' ένα βεβιασμένο γέλιο. «Ένα στρώμα τη μέρα μάλλον είναι πιο πολύ απ' όσο είναι διατεθειμένη να...» Δεν σήκωσε το βλέμμα να τις κοιτάξει. «Συγνώμη. Δεν ήθελα να... Μερικές φορές ξεφεύγει. Μερικές φορές δεν είναι τίποτα εκεί όταν απλώνω να το πιάσω, ενώ άλλες φορές κάνει πράγματα που δεν... Συγνώμη. Ίσως να ήταν καλύτερα αν φεύγατε. Πολλές φορές το είπα αυτό». Κοκκίνισε πάλι και ξερόβηξε. «Δεν αγγίζω την Πηγή, όμως ίσως να είναι καλύτερα αν φεύγατε».
«Ακόμα δεν τελειώσαμε», είπε γλυκά η Εγκουέν. Πιο γλυκά απ' όσο ένιωθε μέσα της —ήθελε να του τραβήξει τα αφτιά· τι πράγμα κι αυτό, να τη σηκώσει ψηλά και να τη θωρακίσει, όπως και την Ηλαίην― αλλά ήταν στα όρια. Σε ποια όρια δεν ήξερε και δεν ήθελε να μάθει, τουλάχιστον όχι εδώ, αυτή τη στιγμή. Με τόσες που θαύμαζαν τη δύναμη τους —όλες έλεγαν ότι η Εγκουέν και η Ηλαίην θα ήταν από τις ισχυρότερες Άες Σεντάι που είχαν εμφανιστεί εδώ και πάνω από χίλια χρόνια, μπορεί και οι ισχυρότερες― η Εγκουέν υπέθετε ότι ήταν ισχυρές όσο ο Ραντ. Πάνω-κάτω, τουλάχιστον. Την είχε διαψεύσει οικτρά. Ίσως η Νυνάβε να τον πλησίαζε κάπως, αν ήταν αρκετά θυμωμένη, όμως η Εγκουέν ήξερε ότι η ίδια δεν θα μπορούσε να κάνει αυτό που είχε κάνει ο Ραντ, να διαιρέσει τις ροές της τόσο πολύ, να επεξεργαστεί τόσα πράγματα μονομιάς. Το να δουλεύει κάποιος με δύο ροές ταυτόχρονα ήταν τουλάχιστον δυο φορές δυσκολότερο από το να δουλεύει με μία του ίδιου εύρους, ενώ το να δουλεύει με τρεις ήταν πολύ πιο δύσκολο από το να δουλεύει με δύο. Ο Ραντ σίγουρα επεξεργαζόταν πάνω από μια ντουζίνα ροές. Δεν έδειχνε καν κουρασμένος, όμως η άσκηση της Δύναμης κατανάλωνε ενέργεια. Η Εγκουέν φοβόταν ότι ο Ραντ μπορούσε να φερθεί στις δυο τους σαν να ήταν γατάκια. Γατάκια που μπορεί να αποφάσιζε να τα πνίξει, αν τρελαινόταν.
Αλλά δεν θα σηκωνόταν να φύγει, δεν μπορούσε. Θα ήταν σαν να σήκωνε τα χέρια ψηλά κι αυτό δεν ήταν στη φύση της. Ήθελε να κάνει αυτό για το οποίο είχε έρθει —μέχρι τέλους― και δεν θα επέτρεπε στον Ραντ να τη διώξει. Ούτε στον Ραντ, ούτε σε τίποτα άλλο.
Τα γαλανά μάτια της Ηλαίην έδειχναν αποφασιστικότητα. «Και θα φύγουμε μόνο όταν τελειώσουμε. Είπες ότι θα δοκιμάσεις. Πρέπει να δοκιμάσεις», είπε η Ηλαίην με πιο σταθερή φωνή, μόλις σταμάτησε να μιλά η Εγκουέν.
«Αυτό δεν είπα;» μουρμούρισε ο Ραντ έπειτα από λίγο. «Τουλάχιστον ας καθίσουμε».
Χωρίς να κοιτάζει τα καρβουνιασμένα τραπεζάκια ή το φύλλο του μεταλλικού υφάσματος που κείτονταν τσαλακωμένο στο χαλί, τις οδήγησε, κουτσαίνοντας λιγάκι, στις καρέκλες με την ψηλή ράχη κοντά στα παράθυρα. Για να καθίσουν, κατέβασαν τα βιβλία που ήταν ακουμπισμένα στα κόκκινα, μεταξωτά μαξιλαράκια. Η καρέκλα της Εγκουέν είχε το Δωδέκατο Τόμο από τους Θησαυρούς της Πέτρας τον Δακρύου, ένα σκονισμένο, ξυλόδετο βιβλίο με τίτλο Ταξίδια εις την Έρημον του Άελ, με Ποικίλας Παρατηρήσεις περί των Αγρίων Αυτοχθόνων, καθώς κι ένα χοντρό, κουρελιασμένο, δερμάτινο τόμο που λεγόταν Δοσοληψίες με την Περιφέρεια του Μαγιέν, 500 έως 750 της Καινούριας Περιόδου, Η Ηλαίην είχε να μετακινήσει μια πιο μεγάλη στοίβα βιβλίων, όμως ο Ραντ τα πήρε από κει βιαστικά, μαζί με τα άλλα, που ήταν στη δική του καρέκλα, και τα απίθωσε όλα στο πάτωμα, όπου η στοίβα ευθύς αμέσως κατέρρευσε. Η Εγκουέν ακούμπησε τα δικά της με προσοχή δίπλα τους.
«Τι θέλεις να κάνω τώρα;» Ο Ραντ κάθισε στην άκρη της καρέκλας με τα χέρια στα γόνατα. «Σου υπόσχομαι ότι αυτή τη φορά θα κάνω μόνο ό,τι μου ζητήσεις».
Η Εγκουέν δάγκωσε τη γλώσσα της, για να μην του πει ότι άργησε να το σκεφτεί. Ίσως να μην του είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή τι ακριβώς ήθελε, μα αυτό δεν ήταν δικαιολογία. Πάντως, ήταν κάτι που θα το αντιμετώπιζε άλλη φορά. Κατάλαβε ότι είχε αρχίσει να τον ξανασκέφτεται απλώς ως Ραντ, μα κι αυτός είχε ένα βλέμμα λες και είχε ρίξει λάσπη στο φόρεμά της και ανησυχούσε μήπως δεν τον πίστευε ότι είχε γίνει κατά λάθος. Ούτε η ίδια, όμως, ούτε η Ηλαίην δεν είχαν αφήσει το σαϊντάρ. Δεν υπήρχε λόγος να φερθούν ανόητα. «Αυτή τη φορά», του είπε, «θέλουμε απλώς να μας μιλήσεις. Πώς αγκαλιάζεις την Πηγή; Πες μας. Βήμα-βήμα, αργά».
«Πιο πολύ μοιάζει σαν να παλεύω, παρά να το αγκαλιάζω». Γρύλισε. «Βήμα-βήμα; Ε, λοιπόν, πρώτα φαντάζομαι μια φλόγα και μετά ρίχνω τα πάντα εκεί. Μίσος, φόβο, νευρικότητα. Τα πάντα. Όταν καούν όλα, υπάρχει ένα χάσμα, ένα κενό μέσα στο κεφάλι μου. Είμαι στη μέση, όμως είμαι επίσης και τμήμα αυτού στο οποίο συγκεντρώνω την προσοχή μου, ό,τι κι αν είναι».