Выбрать главу

«Κάτι μου θυμίζει αυτό», είπε η Εγκουέν. «Άκουσα τον πατέρα σου να μιλά για ένα κόλπο αυτοσυγκέντρωσης, που χρησιμοποιεί για να κερδίσει στους διαγωνισμούς τοξοβολίας. Τη Φλόγα και το Κενό, όπως το λέει».

Ο Ραντ κατένευσε· με θλίψη, έτσι της φάνηκε. Θα πρέπει να του έλειπε το σπίτι του, ο πατέρας του. «Ο Ταμ μου το πρωτόμαθε. Το χρησιμοποιεί κι ο Λαν επίσης, με το σπαθί. Η Σελήνη —κάποια που είχα γνωρίσει κάποτε― το ονομάζει Ενότητα. Απ' ό,τι φαίνεται, είναι πολλοί που το ξέρουν, όπως κι αν το λένε. Αλλά εγώ βρήκα μόνος μου ότι, όταν ήμουν μέσα στο κενό, μπορούσα να νιώσω το σαϊντίν σαν ένα φως λίγο πιο πέρα από την άκρη του ματιού μου, στο χάσμα. Δεν υπάρχει τίποτα εκτός από μένα κι εκείνο το φως. Τα συναισθήματα, ακόμα και η σκέψη, είναι απ' έξω. Κάποτε το έπαιρνα κομμάτι-κομμάτι, τώρα όμως μου έρχεται μονομιάς. Ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του. Συνήθως».

«Κενό», είπε η Ηλαίην μ' ένα ρίγος. «Έλλειψη συναισθημάτων. Δεν μοιάζει με τον τρόπο που το κάνουμε εμείς».

«Κι όμως μοιάζει», βιάστηκε να υποστηρίξει η Εγκουέν. «Ραντ, απλώς το κάνουμε λιγάκι διαφορετικά, αυτό είναι όλο. Εγώ φαντάζομαι ότι είμαι ένα λουλούδι, ένα ρόδο, το φαντάζομαι ώσπου στο τέλος γίνομαι το ρόδο. Αυτό, κατά κάποιον τρόπο, μοιάζει με το κενό σου. Τα πέταλα του ρόδου ανοίγουν στο φως του σαϊντάρ και το αφήνω να με γεμίσει, όλο φως, θαλπωρή, ζωή και θαυμασμό. Του παραδίνομαι και με την παράδοσή μου το ελέγχω. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο να μάθω, για να πω την αλήθεια· πώς να κυριαρχήσω στο σαϊντάρ μέσω της υποταγής, όμως τώρα φαίνεται τόσο φυσικό, που δεν το σκέφτομαι Να το κλειδί, Ραντ. Πρέπει να μάθεις να παραδίνεσαι». Αυτός, όμως, κουνούσε το κεφάλι δυνατά.

«Δεν μοιάζει καθόλου με αυτό που κάνω», διαμαρτυρήθηκε. «Να το αφήσω να με γεμίσει; Εγώ πρέπει να απλώσω και να πιάσω το σαϊντίν. Μερικές φορές, ακόμα και τότε δεν υπάρχει τίποτα εκεί, τίποτα που να μπορώ να αγγίξω, αλλά αν δεν άπλωνα προς αυτό, θα στεκόμουν εκεί για πάντα, χωρίς να συμβεί τίποτα. Με γεμίζει όταν το πιάσω, αλλά να του παραδοθώ;» Πέρασε τα δάχτυλα μέσα από τα μαλλιά του. «Εγκουέν, αν παραδινόμουν —έστω και για ένα λεπτό — το σαϊντίν θα με κατέκαιγε. Είναι σαν ποτάμι λιωμένου μετάλλου, ένας ωκεανός φωτιάς, όλο το φως του ήλιου συγκεντρωμένο σ' ένα σημείο. Παλεύω μαζί του για να κάνει αυτό που θέλω, παλεύω μαζί του για να μη με καταβροχθίσει».

Ο Ραντ αναστέναξε. «Όμως ξέρω τι εννοείς λέγοντας ότι σε γεμίζει η ζωή, ακόμα και με το μίασμα να μου φέρνει αναγούλα στο στομάχι. Τα χρώματα είναι πιο έντονα, οι μυρωδιές πιο καθαρές. Κατά κάποιον τρόπο, όλα είναι πιο ζωντανά. Από τη στιγμή που θα το αποκτήσω, δεν θέλω να το αφήσω, ακόμα κι όταν πασχίζει να με καταπιεί. Τα άλλα, όμως... Παραδέξου τα γεγονότα, Εγκουέν. Ο Πύργος έχει δίκιο. Δέξου την αλήθεια, επειδή έτσι είναι».

Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Θα το δεχτώ, όταν μου το αποδείξουν». Η φωνή της δεν είχε τη σιγουριά που θα ήθελε, τη σιγουριά που είχε νωρίτερα. Όπως της το έλεγε, έμοιαζε με κάποια αλλοιωμένη παραλλαγή αυτού που έκανε η ίδια, και οι ομοιότητες απλώς υπογράμμιζαν τις διαφορές. Υπήρχαν όμως ομοιότητες. Δεν θα σήκωνε τα χέρια της ψηλά. «Μπορείς να ξεχωρίσεις τις ροές; Τον Αέρα, το Νερό, το Πνεύμα, τη Γη, τη Φωτιά;»

«Μερικές φορές», είπε εκείνος αργά. «Συνήθως όχι. Απλώς παίρνω ό,τι χρειάζεται για να κάνω αυτό που θέλω. Συνήθως ψάχνω στα τυφλά. Είναι πολύ παράξενο. Μερικές φορές πρέπει να κάνω κάτι, και το κάνω, όμως μόνο μετά καταλαβαίνω τι έκανα και πώς το έκανα. Είναι σχεδόν σαν να θυμάμαι κάτι που είχα ξεχάσει. Αλλά μετά θυμάμαι πώς να το ξανακάνω. Συνήθως».

«Όμως θυμάσαι πώς», επέμεινε αυτή. «Πώς έβαλες φωτιά στα τραπεζάκια;» Ήθελε να τον ρωτήσει πώς τα είχε βάλει να χορέψουν —της φαινόταν ότι έβλεπε έναν τρόπο, με Αέρα και Νερό — αλλά ήθελε να αρχίσουν με κάτι απλό· το άναμμα και το σβήσιμο ενός κεριού ήταν από τα πράγματα που μπορούσαν να κάνουν οι μαθητευόμενες.

Ο Ραντ την κοίταξε περίλυπος. «Δεν ξέρω». Φαινόταν να ντρέπεται. «Όταν θέλω φωτιά, για τη λάμπα ή το τζάκι, απλώς την ανάβω, αλλά δεν ξέρω πώς. Δεν χρειάζεται σκέψη για να κάνω πράγματα με τη φωτιά».

Αυτό ήταν σχεδόν λογικό. Την Εποχή των Θρύλων, από τις Πέντε Δυνάμεις, η Φωτιά και η Γη ήταν ισχυρότερες στους άντρες, ενώ ο Αέρας και το Νερό στις γυναίκες. Το Πνεύμα το μοιράζονταν εξίσου. Η Εγκουέν σχεδόν δεν χρειαζόταν να σκεφτεί για να χρησιμοποιήσει Αέρα ή Νερό, από τη στιγμή που μάθαινε να κάνει κάτι. Αλλά αυτό δεν ωφελούσε το σκοπό τους.