«Φυσικά», είπε αυτός καθώς σηκωνόταν όρθιος, με το ψέμα σχεδόν να βροντοφωνάζει στον τόνο της φωνής του.
«Θα βρεις».
Η Εγκουέν βγήκε από το δωμάτιο με μια αίσθηση ικανοποίησης και διέσχισε βιαστικά τον προθάλαμο. Άφησε το σαϊντάρ και τράβηξε την εσάρπα από τους ώμους. Λίγο ακόμα και θα έσκαγε φορώντας την.
Ο Ραντ ήταν έτοιμος τώρα, έτοιμος για να τον μαζέψει η Ηλαίην σαν χαμένο κουτάβι, αν τον χειριζόταν όπως το είχαν συζητήσει. Κατά τη γνώμη της, η Ηλαίην θα τον κουμαντάριζε μια χαρά, και τώρα και αργότερα. Όσο κι αν κρατούσε αυτό το «αργότερα». Κάτι έπρεπε να γίνει με τον αυτοέλεγχό του. Η Εγκουέν παραδεχόταν ότι σωστά της τα είχαν πει —καμία γυναίκα δεν μπορούσε να τον διδάξει· τα ψάρια και τα πουλιά, όπως έλεγαν― όμως αυτό δεν σήμαινε ότι θα τα παρατούσε. Κάτι χρειαζόταν να γίνει, οπότε έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος. Η φρικτή λαβωματιά και η τρέλα ήταν προβλήματα για αργότερα, όμως τελικά θα τα έλυναν. Με κάποιον τρόπο. Όλοι έλεγαν ότι οι άντρες στους Δύο Ποταμούς ήταν πεισματάρηδες, μα ας έβλεπαν και τις γυναίκες των Δύο Ποταμών.
8
Ξερά Κεφάλια
Η Ηλαίην δεν ήξερε αν ο Ραντ αντιλαμβανόταν την παρουσία της στο δωμάτιο, έτσι που κοίταζε σαστισμένος την Εγκουέν να φεύγει. Τον είδε να τινάζει μερικές φορές το κεφάλι, σαν να διαφωνούσε με τον εαυτό του, ή σαν να προσπαθούσε να ξεδιαλύνει κάτι. Κάθισε εκεί ήσυχα και τον περίμενε. Κάθε αναβολή της στιγμής ήταν ευπρόσδεκτη. Έβαλε τα δυνατά της για να διατηρήσει την εξωτερική αυτοκυριαρχία της, με τη ράχη ίσια και το κεφάλι ψηλά, τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατά της και μια γαλήνια έκφραση στο πρόσωπο που ανταγωνιζόταν τη Μουαραίν. Εντούτοις, το στομάχι της είχε δεθεί κόμπος.
Δεν φοβόταν μήπως διαβίβαζε ο Ραντ. Είχε αφήσει το σαϊντίν όταν η Εγκουέν είχε σηκωθεί για να φύγει. Ήθελε να τον εμπιστευτεί και έπρεπε. Αυτό που την έκανε να τρέμει μέσα της, ήταν αυτό που επιθυμούσε να συμβεί. Αυτοσυγκεντρώθηκε για να μην αρχίσει να παίζει με το περιδέραιο ή με την κορδέλα των ζαφειριών στα μαλλιά. Μήπως ήταν πολύ έντονο το άρωμά της; Όχι. Η Εγκουέν είχε πει ότι του άρεσε η ευωδιά των τριαντάφυλλων. Το φόρεμα. Ήθελε να το σιάξει, αλλά...
Ο Ραντ γύρισε —η ελαφριά χωλότητα στο βήμα του την έκανε να σφίξει σκεφτικά τα χείλη― και τινάχτηκε όταν την είδε να κάθεται στην καρέκλα της, τα μάτια του γούρλωσαν σχεδόν με πανικό, όπως φαινόταν. Η Ηλαίην χάρηκε όταν το είδε αυτό· ο κόπος που κατέβαλλε για να κρατήσει τη γαλήνη στο πρόσωπό της είχε δεκαπλασιαστεί, όταν το βλέμμα του έπεσε πάνω της. Αυτά τα μάτια τώρα ήταν γαλανά, σαν πρωινός ουρανός κρυμμένος στην αχλύ.
Αυτός συνήλθε αμέσως και έκανε μια αχρείαστη υπόκλιση, σκουπίζοντας τα χέρια στο σακάκι του. «Δεν κατάλαβα ότι ήσουν ακόμα...» Κοκκίνισε κι έπαψε να μιλά· μπορεί η Ηλαίην να το θεωρούσε προσβολή που είχε ξεχάσει την παρουσία της. «Εννοώ... Δεν ήθελα... Θέλω να πω...» Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξαναδοκίμασε. «Δεν είμαι τόσο βλάκας όσο φαίνομαι, Αρχόντισσά μου. Δεν συμβαίνει κάθε μέρα να σου λέει κάποια ότι δεν σ' αγαπά, Αρχόντισσά μου».
Αυτή μίλησε με έναν κοροϊδευτικά σοβαρό τόνο. «Αν με ξαναπείς έτσι, εγώ θα σε λέω Άρχοντα Δράκοντα. Και θα κάνω γονυκλισία. Ακόμα κι η Βασίλισσα του Άντορ ίσως σου κλίνει το γόνυ κι εγώ δεν είμαι παρά η Κόρη-Διάδοχος».
«Φως μου! Μην κάνεις τέτοιο πράγμα». Η ταραχή του φαινόταν δυσανάλογη με την απειλή.
«Δεν θα το κάνω, Ραντ», είπε με πιο σοβαρή φωνή, «αρκεί να με φωνάζεις με το όνομά μου. Ηλαίην. Πες το».
«Ηλαίην». Ο Ραντ το πρόφερε αμήχανα, αλλά και με απόλαυση, σαν να χαιρόταν κι αυτός το όνομά της.
«Ωραία». Ήταν παράλογη αυτή η ευχαρίστηση· στο κάτω-κάτω, το μόνο που είχε κάνει ήταν που είχε πει το όνομά της. Πριν η Ηλαίην συνεχίσει μ' αυτά που είχε να πει, έπρεπε να μάθει κάτι. «Σε πλήγωσε πολύ;» Μετά, όμως, συνειδητοποίησε ότι ήταν διφορούμενο. «Θέλω να πω, αυτό που σου είπε η Εγκουέν».
«Όχι. Ναι. Λίγο. Δεν ξέρω. Τι να πω, το σωστό-σωστό». Το αμυδρό χαμόγελό του ηρέμησε λίγο την επιφυλακτικότητά του. «Πάλι κάνω σαν παλιάτσος, έτσι δεν είναι;»
«Όχι. Εγώ, πάντως, δεν το νομίζω».
«Της είπα όλη την αλήθεια, αλλά δεν νομίζω να με πίστεψε. Φαντάζομαι, όμως, ότι ούτε κι εγώ ήθελα να πιστέψω αυτό που έλεγε. Δεν ήθελα. Πες μου, δεν κάνω σαν παλιάτσος;»
«Αν επαναλάβεις άλλη μια φορά ότι είσαι παλιάτσος, θα αρχίσω να το πιστεύω». Δεν θα προσπαθήσει να την ξανακερδίσει... τουλάχιστον δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσω κάτι τέτοιο. Η φωνή της ήταν γαλήνια κι ο τόνος της αρκετά ανάλαφρος, για να του δώσει να καταλάβει ότι δεν εννοούσε αυτό που έλεγε. «Είδα κάποτε τον παλιάτσο ενός Καιρχινού άρχοντα, έναν άνθρωπο με αστείο ριγέ σακάκι, που έπλεε πάνω του, με ραμμένα καμπανάκια. Θα έδειχνες ανόητος φορώντας καμπανάκια».