«Έτσι φαντάζομαι», είπε αυτός θλιμμένα. «Θα το θυμάμαι». Το χαμόγελο που ζωγραφιζόταν αργά στα χείλη του ήταν πιο πλατύ αυτή τη φορά και ζέσταινε ολόκληρο το πρόσωπό του.
Ο κόμπος στο στομάχι της την πίεσε να κάνει πιο γρήγορα, όμως αυτή καταπιάστηκε με τη φούστα της, για να την ισιώσει. Έπρεπε να συνεχίσει αργά, προσεκτικά. Αλλιώς θα με περάσει για κανένα άμυαλο κοριτσόπουλο. Και θα έχει δίκιο. Ο κόμπος στο στομάχι της τώρα ήταν ανυπόφορος.
«Θα ήθελες ένα λουλούδι;» τη ρώτησε ξαφνικά κι αυτή ανοιγόκλεισε τα μάτια μπερδεμένη.
«Λουλούδι;»
«Ναι». Ο Ραντ πλησίασε το κρεβάτι, άρπαξε δυο χούφτες πούπουλα από το διαλυμένο στρώμα και της τα έδειξε. «Έφτιαξα ένα για τη ματζίρε χθες το βράδυ. Έκανε σαν να της είχα χαρίσει την Πέτρα. Το δικό σου, όμως, θα είναι πολύ πιο όμορφο», πρόσθεσε βιαστικά. «Πολύ πιο όμορφο. Το υπόσχομαι».
«Ραντ, δεν —»
«Θα προσέχω. Ένα ρυάκι Δύναμης φτάνει. Μόνο ένα νήμα και θα προσέχω πολύ».
Εμπιστοσύνη. Έπρεπε να τον εμπιστευτεί. Ένιωσε με έκπληξη ότι τον εμπιστευόταν. «Θα μου άρεσε πολύ, Ραντ».
Αυτός έμεινε πολλή ώρα να ατενίζει κατσουφιασμένος το χνουδωτό σωρό στα χέρια του. Ξαφνικά, άφησε τα πούπουλα να πέσουν και τίναξε τα χέρια του. «Λουλούδια», είπε. «Δεν είναι το δώρο που σου αρμόζει». Η καρδιά της χτύπησε γι' αυτόν· προφανώς είχε προσπαθήσει να αγγίξει το σαϊντίν και δεν τα είχε καταφέρει. Μασκαρεύοντας την απογοήτευσή του πίσω από ένα ξέσπασμα δράσης, έτρεξε χωλαίνοντας στο μεταλλικό ύφασμα και το μάζεψε στον πήχη του. «Να το πρέπον δώρο για την Κόρη-Διάδοχο του Άντορ. Μπορείς να βάλεις μια μοδίστρα να κάνει...» Κόλλησε στο τι μπορούσε να κάνει μια μοδίστρα με αυτό το ασημόχρυσο ύφασμα, που είχε πλάτος μισό μέτρο και μήκος τέσσερις απλωσιές.
«Είμαι σίγουρη ότι η μοδίστρα θα έχει πολλές ιδέες», του είπε διπλωματικά. Έβγαλε ένα μαντίλι από το μανίκι της, έσκυψε μια στιγμή και μάζεψε στο τετράγωνο ύφασμα από ανοιχτογάλανο μετάξι τα πούπουλα που είχε πετάξει ο Ραντ.
«Θα τα μαζέψουν οι υπηρέτριες», είπε αυτός, καθώς η Ηλαίην έχωνε το δεματάκι στη σιγουριά του θυλάκου της.
«Αυτά μαζεύτηκαν». Πώς θα του έδινε να καταλάβει ότι θα κρατούσε τα πούπουλα επειδή πριν ήθελε να τα κάνει ένα λουλούδι γι' αυτήν; Ο Ραντ σάλεψε στα πόδια του, κρατώντας τα λαμπερά κάτια του υφάσματος σαν να μην ήξερε τι να τα κάνει. «Η ματζίρε θα έχει μοδίστρες», του είπε. «Θα τους το δώσω». Το πρόσωπό του φωτίστηκε, χαμογέλασε· δεν είχε λόγο να του πει ότι θα τους το έδινε σαν δώρο. Ο κόμπος που αγρίευε στο στομάχι της δεν την άφηνε να κρατηθεί άλλο. «Ραντ... σου αρέσω;»
«Αν μου αρέσεις;» είπε αυτός σμίγοντας τα φρύδια. «Φυσικά και μου αρέσεις. Μου αρέσεις πάρα πολύ».
Μα ήταν ανάγκη να έχει τέτοια έκφραση, σαν να μην καταλάβαινε τίποτα; «Σε συμπαθώ, Ραντ». Ξαφνιάστηκε και η ίδια που το είπε τόσο ήρεμα· το στομάχι της ανακατευόταν κι ένιωθε παγωνιά στα χέρια και τα πόδια. «Νιώθω κάτι παραπάνω από συμπάθεια». Ως εδώ, τίποτα άλλο· δεν θα γελοιοποιούνταν. Πρώτα πρέπει να πει κάτι παραπάνω, όχι μόνο ότι του «αρέσω». Παραλίγο να την πιάσει ένα υστερικό χαχανητό. Θα κρατήσω την αυτοκυριαρχία μου. Δεν θα του επιτρέψω να με δει να φέρομαι σαν αλλοπαρμένο κοριτσάκι. Όχι.
«Σε συμπαθώ», είπε αυτός αργά.
«Συνήθως δεν είμαι τόσο επίμονη». Όχι· αυτό μπορεί να του θύμιζε την Μπερελαίν. Τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει· πράγματι, την Μπερελαίν σκεφτόταν. Που να καείς, Ραντ! Η φωνή της έγινε απαλή, σαν μετάξι. «Σε λίγο θα πρέπει να φύγω, Ραντ. Να αφήσω το Δάκρυ. Ίσως κάνω μήνες για να σε ξαναδώ». Ίσως ποτέ, είπε μια φωνίτσα στο μυαλό της. Αρνήθηκε να την ακούσει. «Δεν μπορώ να φύγω χωρίς να σου πω πώς νιώθω. Και... σε συμπαθώ πολύ».
«Ηλαίην, πραγματικά σε συμπαθώ. Νιώθω... θέλω...» Το άλικο χρώμα απλώθηκε περισσότερο στα μάγουλά του. «Ηλαίην, δεν ξέρω τι να πω, πώς να...»
Ξαφνικά κοκκίνισε και το δικό της πρόσωπο. Σίγουρα ο Ραντ νόμιζε ότι ήθελε να τον αναγκάσει να πει κάτι παραπάνω. Αυτό δεν κάνεις; την περιγέλασε η φωνούλα, κάτι που έκανε τα μάγουλά της να αναψοκοκκινίσουν χειρότερα. «Ραντ, δεν ζητάω...» Μα το Φως! Πώς θα το έλεγε; «Απλώς ήθελα να ξέρεις πώς νιώθω. Αυτό είναι όλο». Η Μπερελαίν δεν θα επαναπαυόταν σ' αυτό. Η Μπερελαίν τώρα θα είχε πέσει πάνω του. Η Ηλαίην σκέφτηκε ότι δεν θα άφηνε εκείνο το μισόγυμνο θηλυκό να την ξεπεράσει και τον πλησίασε κι άλλο, πήρε το λαμπερό ύφασμα από το χέρι του και το έριξε στο χαλί. Για κάποιο λόγο, της φαινόταν ψηλότερος από ποτέ. «Ραντ... Ραντ, θέλω να με φιλήσεις». Να λοιπόν. Το είχε ξεφουρνίσει.