«Να σε φιλήσω;» είπε αυτός, σαν να άκουγε πρώτη φορά για φιλιά. «Ηλαίην, δεν θέλω να υποσχεθώ κάτι παραπάνω από... Θέλω να πω, δεν είμαστε αρραβωνιασμένοι. Όχι ότι πρέπει να αρραβωνιαστούμε, δεν λέω αυτό. Είναι απλώς που... Πραγματικά σε συμπαθώ, Ηλαίην. Κάτι παραπάνω. Απλώς δεν θέλω να νομίζεις ότι...»
Αυτή δεν άντεξε και γέλασε μαζί του, με τη σύγχυσή του και το σοβαρό του ύφος. «Δεν ξέρω τι κάνετε στους Δύο Ποταμούς, αλλά στο Κάεμλυν δεν περιμένεις να αρραβωνιαστείς για να φιλήσεις μια κοπέλα. Κι αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να την αρραβωνιαστείς. Αλλά μάλλον δεν ξέρεις πώς...» Τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της σχεδόν άγρια και τα χείλη του βρήκαν τα δικά της. Το κεφάλι της στριφογύρισε· τα δάχτυλα των ποδιών της έκαναν να γυρίσουν κατά πάνω μέσα στα πέδιλά της. Ύστερα από ώρα —δεν ήξερε πόσος χρόνος είχε περάσει― κατάλαβε ότι έγερνε πάνω στο στέρνο του, τα γόνατά της έτρεμαν και προσπαθούσε να ρουφήξει λίγο αέρα.
«Συγχώρα με που σε διέκοψα», της είπε. Η Ηλαίην χάρηκε όταν άκουσε το λαχάνιασμα στη φωνή του. «Είμαι απλώς ένας καθυστερημένος βοσκός από τους Δύο Ποταμούς».
«Είσαι άξεστος», μουρμούρισε αυτή κολλημένη στο πουκάμισό του, «και δεν ξυρίστηκες σήμερα το πρωί, αλλά δεν θα σε έλεγα καθυστερημένο».
«Ηλαίην, δεν —»
Εκείνη έφερε το χέρι της στα χείλη του. «Δεν θέλω να ακούσω τίποτα που να μην το εννοείς με όλη σου την καρδιά», είπε σταθερά. «Ούτε τώρα, ούτε ποτέ».
Αυτός ένευσε, όχι σαν να καταλάβαινε το λόγο, αλλά τουλάχιστον σαν να καταλάβαινε ότι αυτό που έλεγε η Ηλαίην το εννοούσε. Η Ηλαίην έσιαξε τα μαλλιά της —η κορδέλα με τα ζαφείρια είχε μπλεχτεί τόσο, που θα χρειαζόταν καθρέφτη για να την ξεμπερδέψει― και άφησε την αγκαλιά του με αρκετή απροθυμία· θα ήταν εύκολο να μείνει εκεί και δεν είχε φανταστεί ποτέ της ότι θα ήταν τόσο επίμονη. Του είχε μιλήσει ευθέως· είχε ζητήσει το φιλί του. Το είχε ζητήσει! Μα δεν ήταν ίδια και όμοια με την Μπερελαίν.
Η Μπερελαίν. Ίσως η Μιν να είχε δει κάποια εικόνα. Ό,τι έβλεπε η Μιν γινόταν, αλλά δεν ήθελε να τον μοιραστεί με την Μπερελαίν. Μάλλον έπρεπε να μιλήσει ξεκάθαρα. Έμμεσα μεν, αλλά ξεκάθαρα.
«Φαντάζομαι ότι δεν θα σου λείψει η συντροφιά, όταν φύγω. Μην ξεχνάς μόνο ότι κάποιες γυναίκες βλέπουν τον άντρα με την καρδιά τους, ενώ άλλες τον θεωρούν απλό κόσμημα για να το φορούν, τίποτα παραπάνω από ένα περιδέραιο ή ένα βραχιόλι. Μην ξεχνάς ότι θα ξαναγυρίσω κι ότι εγώ βλέπω με την καρδιά μου». Ο Ραντ πήρε μια μπερδεμένη έκφραση στην αρχή και μετά ταράχτηκε. Η Ηλαίην είχε πει πολλά και είχε βιαστεί. Έπρεπε να του τραβήξει αλλού την προσοχή. «Ξέρεις τι δεν μου είπες; Δεν προσπάθησες να με εκφοβίσεις, λέγοντάς μου πόσο επικίνδυνος είσαι. Μη δοκιμάσεις τώρα. Είναι πολύ αργά».
«Δεν το σκέφτηκα». Όμως μια άλλη σκέψη πέρασε από το νου του και το βλέμμα του γέμισε καχυποψία. «Μήπως εσύ και η Εγκουέν σκαρώσατε μαζί αυτό το κόλπο;»
Η Ηλαίην κατάφερε να συνδυάσει ένα αθώο βλέμμα με μια ματιά συγκρατημένης οργής. «Πώς τόλμησες καν να σκεφτείς τέτοιο πράγμα; Φαντάζεσαι ότι θα σε πετούσαμε η μια στην άλλη, σαν πακέτο; Πολύ μεγάλη γνώμη έχεις για τον εαυτό σου. Μη γίνεσαι ματαιόδοξος». Τώρα ο Ραντ φαινόταν μπερδεμένος. Μια χαρά τα είχε καταφέρει. «Λυπάσαι γι' αυτό που μας έκανες, Ραντ;»
«Δεν ήθελα να σας τρομάξω», είπε αυτός διστακτικά. «Η Εγκουέν με θύμωσε· πάντα μπορούσε να με θυμώσει, της βγαίνει εύκολα. Δεν είναι δικαιολογία, το ξέρω. Είπα συγνώμη και το λέω ξανά. Κοίτα ποιο ήταν το αποτέλεσμα. Καμένα τραπέζια κι άλλο ένα στρώμα που χάλασε».
«Και... για την τσιμπιά;»
Το πρόσωπό του κοκκίνισε πάλι, όμως το βλέμμα του ήταν αταλάντευτο πάνω της. «Όχι. Όχι, γι' αυτήν δεν ζητώ συγνώμη. Δεν μπορείτε να μιλάτε αγνοώντας με, σαν να είμαι κουφός, σαν να μην υπάρχω. Σας άξιζε, και των δυο σας, και δεν μετανιώνω».
Για λίγη ώρα τον κοίταζε συλλογισμένη. Ο Ραντ έτριψε τους πήχεις του πάνω από το σακάκι του, όταν η Ηλαίην αγκάλιασε για μια στιγμή το σαϊντάρ. Δεν ήξερε να Θεραπεύει, αλλά είχε μάθει μερικές λεπτομέρειες. Διαβιβάζοντας, απάλυνε τον πόνο που του είχε προκαλέσει για την τσιμπιά. Τα μάτια του άνοιξαν από την έκπληξη και σάλεψε στα πόδια του, σαν να δοκίμαζε την απουσία του πόνου. «Επειδή ήσουν ειλικρινής», του είπε απλά.
Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και ο Γκαούλ έχωσε το κεφάλι του στο δωμάτιο. Στην αρχή ο Αελίτης είχε το κεφάλι σκυμμένο, ύστερα από μια κλεφτή ματιά, όμως, το σήκωσε. Η Ηλαίην κοκκίνισε σ' όλο το πρόσωπο όταν κατάλαβε τι υποψιαζόταν ο Αελίτης, ότι ίσως διέκοπτε κάτι που δεν έπρεπε να δει. Παραλίγο να αγκαλιάσει το σαϊντάρ για να του δώσει ένα μάθημα.