Выбрать главу

«Ήρθαν οι Δακρινοί», είπε ο Γκαούλ. «Οι Υψηλοί Άρχοντες που περίμενες».

«Φεύγω λοιπόν», είπε η Ηλαίην στον Ραντ. «Πρέπει να τους μιλήσεις για... για τους φόρους, σωστά; Σκέψου αυτά που σου είπα». Δεν είπε «να με σκέφτεσαι», αλλά ήταν σίγουρη ότι το αποτέλεσμα θα ήταν ίδιο.

Αυτός άπλωσε το χέρι σαν να ήθελε να τη σταματήσει, αλλά εκείνη του ξεγλίστρησε. Δεν ήθελε να γίνει θέαμα μπροστά στον Γκαούλ. Μπορεί να ήταν Αελίτης, αλλά τι γνώμη θα σχημάτιζε γι' αυτήν, που φορούσε άρωμα και ζαφείρια τέτοια ώρα το πρωί; Πάλεψε με τον εαυτό της για να μην τραβήξει ψηλότερα το ντεκολτέ του φορέματός της.

Οι Υψηλοί Άρχοντες έμπαιναν μέσα όταν έφτασε στην πόρτα, μια συνάθροιση αντρών με γκριζαρισμένα μαλλιά, μυτερές γενειάδες και πολύχρωμα, πλουμιστά σακάκια με φουσκωτά μανίκια. Στριμώχτηκαν για να της ανοίξουν δρόμο και υποκλίθηκαν βαθιά, ενώ τα ανέκφραστα πρόσωπα και τα ευγενικά μουρμουρητά τους δεν έκρυβαν την ανακούφισή τους που έφευγε.

Έριξε μια ματιά πίσω της, από την πόρτα. Ο Ραντ, ένας ψηλός νεαρός με δυνατούς ώμους και ένα απλό, πράσινο σακάκι, ανάμεσα στους Υψηλούς Άρχοντες, που φορούσαν μεταξωτά και σατέν ριγέ ρούχα, έμοιαζε με πελαργό ανάμεσα σε παγώνια, όμως είχε κάτι πάνω του, μια επιβλητική παρουσία, που έλεγε ότι δικαιωματικά πρόσταζε εκεί. Οι Δακρινοί το αναγνώριζαν αυτό και έκλιναν απρόθυμα τα αγέρωχα κεφάλια τους. Ο Ραντ πρέπει να πίστευε ότι υποκλίνονταν μόνο επειδή ήταν ο Αναγεννημένος Δράκοντας και ίσως το ίδιο να νόμιζαν κι αυτοί. Όμως η Ηλαίην είχε δει κι άλλους ανθρώπους, σαν τον Γκάρεθ Μπράυν, το Διοικητή της Φρουράς της μητέρας της, που θα επιβάλλονταν στους άλλους ακόμα κι αν ήταν κουρελήδες, χωρίς τίτλους και χωρίς να ξέρει κανείς το όνομά τους. Ο Ραντ μπορεί να μην το ήξερε, αλλά τέτοιος ήταν. Μπορεί να μην ήταν έτσι όταν τον είχε πρωτογνωρίσει, αλλά τώρα ήταν. Έκλεισε την πόρτα πίσω της.

Οι Αελίτες γύρω από την είσοδο την κοίταξαν και ο λοχαγός, που διοικούσε τους Υπερασπιστές στο κέντρο του προθαλάμου, την κοίταξε ανήσυχα, όμως αυτή σχεδόν τους αγνόησε. Αυτό που ήθελε, είχε γίνει. Ή τουλάχιστον είχε ξεκινήσει. Είχε τέσσερις μέρες μέχρι ν' ανέβουν στο πλοίο η Τζόγια και η Αμίκο, τέσσερις μέρες το πολύ για να χωθεί τόσο βαθιά στις σκέψεις του Ραντ, που να μην υπάρχει χώρος για την Μπερελαίν. Δεν είχε φανταστεί ποτέ ότι μπορεί να έκανε τέτοιο πράγμα, ότι θα παραμόνευε έναν άντρα σαν κυνηγός που παραμονεύει αγριόχοιρο. Ο κόμπος ακόμα της έσφιγγε το στομάχι. Τουλάχιστον δεν είχε αφήσει τον Ραντ να δει πόσο νευρική ήταν. Και τώρα της πέρασε από το νου ότι δεν είχε σκεφτεί ούτε στιγμή τι θα έλεγε η μητέρα της. Με αυτή τη σκέψη, ο κόμπος λύθηκε. Δεν την ένοιαζε τι θα έλεγε η μητέρα της. Η Μοργκέις έπρεπε να δεχτεί ότι η κόρη της ήταν γυναίκα· αυτό ήταν όλο.

Οι Αελίτες υποκλίθηκαν πίσω της κι αυτή, καθώς έφευγε, τους χαιρέτησε με ένα κομψό νεύμα, που θα έκανε περήφανη τη Μοργκέις. Ακόμα και ο Δακρινός λοχαγός την κοίταζε σαν να μπορούσε να διακρίνει τη νεοαποκτηθείσα γαλήνη της. Μάλλον δεν θα την ξαναενοχλούσε ο κόμπος στο στομάχι. Για το Μαύρο Άτζα ίσως, αλλά όχι για τον Ραντ.

Ο Ραντ αγνόησε τους Υψηλούς Άρχοντες, που είχαν σχηματίσει με αγωνία ένα ημικύκλιο, και με δέος στα μάτια κοίταζε την πόρτα να κλείνει πίσω από την Ηλαίην. Ένιωθε μια ανησυχία όταν τα όνειρα έβγαιναν αληθινά, έστω και μόνο σ' αυτό το βαθμό. Άλλο πράγμα ήταν μια βουτιά στο Νεροδάσος κι άλλο, που δεν θα το πίστευε ποτέ, ένα όνειρο στο οποίο η Ηλαίην τον πλησίαζε με αυτό τον τρόπο. Αυτή έδειχνε μεγάλη ψυχραιμία κι αυτοκυριαρχία, ενώ αυτός μπέρδευε τα λόγια του. Και η Εγκουέν, που είχε δώσει φωνή στις ίδιες του τις σκέψεις, έδειχνε ότι η μόνη έγνοια της ήταν μήπως τον πληγώσει. Γιατί άραγε οι γυναίκες κατέρρεαν ή ξεσπούσαν έξαλλες με μικροπράγματα, αλλά δέχονταν απαθώς εκείνα που σ' έκαναν να μένεις με το στόμα ανοιχτό;

«Άρχοντα Δράκοντά μου;» μουρμούρισε ο Σούναμον, με ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό απ' όσο συνήθως. Η είδηση για τα συμβάντα του πρωινού πρέπει να είχε ήδη διαδοθεί στην Πέτρα· η πρώτη ομάδα είχε βγει σχεδόν τρέχοντας από το δωμάτιό του και ήταν αμφίβολο αν ο Τορέαν θα τολμούσε να δείξει το πρόσωπό του ή να κάνει τις βρώμικες προτάσεις του μπροστά στον Ραντ.

Ο Σούναμον αποτόλμησε ένα φιλοφρονητικό χαμόγελο κι ύστερα το κατάπιε, τρίβοντας μεταξύ τους τα παχουλά χέρια του, όταν τον κοίταξε ο Ραντ. Οι υπόλοιποι έκαναν ότι δεν έβλεπαν τα καμένα τραπεζάκια, τα διαλυμένα στρώματα και τα σκορπισμένα βιβλία, ούτε και τις μισολιωμένες μάζες πάνω από το τζάκι, όπου άλλοτε έστεκαν το ελάφι και οι λύκοι. Οι Υψηλοί Άρχοντες ήταν καλοί στο να βλέπουν μόνο αυτό που ήθελαν να δουν. Ο Κάρλεον και ο Τεντόσιαν, με μια ψεύτικη στάση ταπεινοφροσύνης στα κοντόχοντρα σώματά τους, δεν συνειδητοποιούσαν ότι ήταν ύποπτο το γεγονός ότι ποτέ δεν αντάλλασσαν ούτε ματιά. Μπορεί βέβαια να μην το είχε παρατηρήσει ούτε κι ο ίδιος ο Ραντ αν δεν ήταν το σημείωμα του Θομ, το οποίο είχε βρει στην τσέπη ενός σακακιού που μόλις το είχαν βουρτσίσει.