Выбрать главу

«Ο Άρχοντας Δράκοντας ζήτησε να μας δει;» κατόρθωσε να πει ο Σούναμον.

Μήπως το είχαν οργανώσει μαζί η Εγκουέν και η Ηλαίην; Και βέβαια όχι. Οι γυναίκες δεν έκαναν τέτοια πράγματα, όπως και οι άντρες. Ή μήπως έκαναν; Πρέπει να ήταν σύμπτωση. Η Ηλαίην άκουσε ότι ήταν ελεύθερος και αποφάσισε να μιλήσει. Έτσι έγινε. «Οι φόροι», γάβγισε. Οι Δακρινοί δεν σάλεψαν, έδωσαν όμως την εντύπωση ότι οπισθοχωρούσαν. Πόσο σιχαινόταν τα πάρε-δώσε μ' αυτούς τους ανθρώπους· ήθελε να χωθεί ξανά στα βιβλία του.

«Δημιουργεί κακό προηγούμενο, Άρχοντα Δράκοντά μου, η μείωση των φόρων», είπε ένας λεπτός γκριζομάλλης με γλοιώδη φωνή. Ο Μάιλαν ήταν ψηλός για Δακρινός, μόνο μια πιθαμή κοντύτερος από τον Ραντ, και σκληρός όπως όλοι οι Υπερασπιστές. Μπροστά στον Ραντ στεκόταν σχεδόν καμπουριάζοντας· τα μαύρα μάτια του έδειχναν ότι το μισούσε αυτό. Αλλά το είχε μισήσει ακόμα περισσότερο, όταν ο Ραντ τους είχε πει να πάψουν να καμπουριάζουν μπροστά του. Κανείς τους δεν ίσιωσε το κορμί, ο Μάιλαν όμως, περισσότερο απ' όλους, έδειξε ότι δεν του άρεσε καθόλου που του τόνιζαν αυτό που έκανε. «Οι χωρικοί ανέκαθεν πλήρωναν εύκολα, αλλά αν χαμηλώσουμε τους φόρους, τότε, όταν θα έρθει η μέρα να τους ξανανεβάσουμε στο σημείο που είναι τώρα, οι ανόητοι θα βάλουν τις φωνές και θα αρχίσουν τα παράπονα, όπως θα έκαναν κι αν διπλασιάζαμε τους φόρους σήμερα. Μπορεί να ξεσπάσουν ταραχές όταν έρθει εκείνη η μέρα, Άρχοντα Δράκοντά μου».

Ο Ραντ διέσχισε το δωμάτιο και στάθηκε δίπλα στο Καλαντόρ· το κρυστάλλινο σπαθί λαμπύριζε, άστραφτε δυνατότερα από τα χρυσά στολίσματα και τα πετράδια που το περιέβαλλαν. Μια υπενθύμιση του τι ήταν ο Ραντ, τι εξουσία μπορούσε να ασκήσει. Εγκουέν. Ήταν βλακεία του να νιώθει πληγωμένος επειδή του είχε πει ότι δεν τον αγαπούσε πια. Γιατί περίμενε την Εγκουέν να έχει αισθήματα γι' αυτόν, τη στιγμή που ο ίδιος δεν ένιωθε κάτι γι' αυτήν; Εντούτοις, τον είχε πληγώσει. Ήταν μια ανακούφιση, αλλά όχι ευχάριστη. «Θα ξεσπάσουν ταραχές, αν τους αναγκάσετε να εγκαταλείψουν τα αγροκτήματά τους». Τρία βιβλία στέκονταν στοιβαγμένα σχεδόν δίπλα στα πόδια του Μάιλαν. Οι Θησαυροί της Πέτρας τον Δακρύου, τα Ταξίδια εις την Έρημον και οι Δοσοληψίες με την Περιφέρεια του Μαγιέν. Τα κλειδιά βρίσκονταν εκεί, καθώς και στις διάφορες μεταφράσεις του Κύκλου της Κάρεδον, αρκεί μόνο να τα έβρισκε και να τα έβαζε στις κατάλληλες κλειδαριές. Έστρεψε ξανά τη σκέψη του στους Υψηλούς Άρχοντες. «Νομίζετε ότι θα κάτσουν να βλέπουν τις οικογένειές τους να λιμοκτονούν, χωρίς να κάνουν τίποτα;»

«Οι Υπερασπιστές της Πέτρας έχουν καταπνίξει ταραχές κι άλλοτε, Άρχοντα Δράκοντά μου», είπε ο Σούναμον, προσπαθώντας να τον μαλακώσει. «Οι φρουροί μας μπορούν να διατηρήσουν την ειρήνη στην ύπαιθρο. Οι χωρικοί δεν θα σε ενοχλήσουν. Σε διαβεβαιώνω».

«Και ήδη παραείναι πολλοί οι αγρότες». Ο Κάρλεον μόρφασε με την άγρια ματιά που του είχε ρίξει ο Ραντ. «Είναι ο εμφύλιος πόλεμος στην Καιρχίν, Άρχοντα Δράκοντά μου», βιάστηκε να εξηγήσει. «Οι Καιρχινοί δεν μπορούν να αγοράσουν άλλα σιτηρά και οι σιταποθήκες ξεχείλισαν. Ο φετινός θερισμός θα πάει χαμένος. Και του χρόνου...; Που να καεί η ψυχή μου, Άρχοντα Δράκοντά μου, αυτό που θέλουμε είναι κάποιοι απ' αυτούς τους χωρικούς να πάψουν αυτό το αιώνιο σκάλιζε φύτευε». Έδειξε να συνειδητοποιεί ότι το είχε παρακάνει, αν και δεν καταλάβαινε γιατί. Ο Ραντ αναρωτήθηκε αν είχε την παραμικρή ιδέα για τον τρόπο που έφτανε το φαγητό στο τραπέζι του. Δεν έβλεπε τίποτα, εκτός από το χρυσάφι και την εξουσία;

«Τι θα κάνεις, όταν η Καιρχίν ξαναρχίσει να αγοράζει σιτηρά;» είπε συγκρατημένα ο Ραντ. «Παρεμπιπτόντως, η Καιρχίν είναι η μόνη χώρα που χρειάζεται σιτηρά;» Γιατί τα είχε πει αυτά η Ηλαίην; Τι περίμενε από τον Ραντ; Τον συμπαθούσε, έτσι είχε πει. Οι γυναίκες ήξεραν να παίζουν παιχνίδια με τις λέξεις, σαν τις Άες Σεντάι. Εννοούσε ότι τον αγαπούσε; Όχι, αυτό ήταν βλακώδες. Παραήταν περήφανος.

«Άρχοντα Δράκοντά μου», είπε ο Μάιλαν με ύφος εν μέρει δουλικό και εν μέρει σαν να εξηγούσε κάτι ο' ένα παιδί, «αν οι εμφύλιοι πόλεμοι σταματούσαν σήμερα, η Καιρχίν και πάλι δεν θα μπορούσε να αγοράσει παρά μόνο λίγα φορτία για τα επόμενα δυο, ίσως και τρία χρόνια. Ανέκαθεν πουλούσαμε τα σιτηρά μας στην Καιρχίν».

Ανέκαθεν ― τα είκοσι χρόνια που είχαν περάσει από τον Πόλεμο των Αελιτών. Ήταν τόσο προσκολλημένοι σ' αυτό που έκαναν ανέκαθεν, που δεν μπορούσαν να δουν τα απλά πράγματα. Ή δεν ήθελαν να τα δουν. Όταν τα λάχανα φύτρωναν ανεξέλεγκτα, σαν αγριόχορτα, γύρω από το Πεδίο του Έμοντ, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι η βροχή ή τα ασπροσκούληκα είχαν πλήξει το Ντέβεν Ράιντ ή το Λόφο της Σκοπιάς. Όταν ο Λόφος της Σκοπιάς έβγαζε πολλά γογγύλια, το Πεδίο του Έμοντ ή το Ντέβεν Ράιντ θα είχαν έλλειψη.