Выбрать главу

«Προσφέρετε τα στο Ίλιαν», τους είπε. Τι περίμενε η Ηλαίην; «Ή στην Αλτάρα». Του άρεσε, αλλά του άρεσε εξίσου και η Μιν. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Ήταν αδύνατο να ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά του, είτε για τη μια, είτε για την άλλη. «Έχετε πλοία που αρμενίζουν στη θάλασσα, όπως επίσης και ποταμόπλοια και φορτηγίδες. Αν, όμως, δεν έχετε αρκετά, νοικιάστε από το Μαγιέν». Του άρεσαν και οι δύο γυναίκες, αλλά πέρα από αυτό... Είχε περάσει σχεδόν ολόκληρη τη ζωή του αναστενάζοντας για την Εγκουέν· δεν θα έμπλεκε ξανά με τέτοια πράγματα, αν δεν ήταν σίγουρος. Σίγουρος για κάτι. Τελείως σίγουρος. Αν πίστευε κανείς τις Δοσοληψίες με την Περιφέρεια τον Μαγιέν, τότε... Κόψ' το, σκέφτηκε. Το νου σον σ' αυτές τις νυφίτσες, αλλιώς θα βρουν χαραμάδα να περάσουν και να σε δαγκώσουν. «Πληρώστε με σιτηρά· είμαι σίγουρος ότι η Πρώτη θα φανεί προσηνής, αν το τίμημα είναι καλό. Κι ίσως μια γραπτή συμφωνία, ένα σύμφωνο» —να μια καλή λέξη· από εκείνες που χρησιμοποιούσαν― «που θα εγγυόμαστε να αφήσουμε το Μαγιέν στην ησυχία του με αντάλλαγμα πλοία». Αυτό της το χρωστούσε.

«Δεν έχουμε ιδιαίτερες εμπορικές επαφές με το Ίλιαν, Άρχοντα Δράκοντά μου. Είναι όρνια, ελεεινοί». Ο Τεντόσιαν φαινόταν σκανδαλισμένος, το ίδιο κι ο Μάιλαν, όταν είπε: «Πάντα αντιμετωπίζαμε το Μαγιέν από θέση ισχύος, Άρχοντα Δράκοντά μου. Ποτέ με το γόνυ λυγισμένο».

Ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Οι Υψηλοί Άρχοντες ετοιμάστηκαν. Πάντα εκεί κατέληγαν. Πάντα προσπαθούσε να τους μιλήσει με τη φωνή της λογικής και πάντα αποτύγχανε. Ο Θομ έλεγε ότι οι Υψηλοί Άρχοντες είχαν κεφάλια σκληρά, σαν την Πέτρα, και είχε δίκιο. Τι νιώθω γι’ αυτήν; Την ονειρεύομαι. Αναντίρρητα είναι όμορφη. Δεν ήξερε αν εννοούσε την Ηλαίην ή τη Μιν. Κόψ' το! Ένα φιλί δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω από ένα φιλί. Κόψ' το! Έβγαλε τις γυναίκες από το νου του και άρχισε να λέει σ' αυτούς τους ξεροκέφαλους ανόητους τι να κάνουν. «Κατ' αρχάς, θα μειώσετε τους φόρους στους αγρότες κατά τα τρία τέταρτα, ενώ σε όλους τους άλλους κατά το ήμισυ. Μη φέρνετε αντιρρήσεις! Κάντε το! Δεύτερον, εσύ θα πας στην Μπερελαίν και θα τη ρωτήσεις —θα ρωτήσεις!― το αντίτιμο για την ενοικίαση...»

Οι Υψηλοί Άρχοντες άκουγαν με ψεύτικα χαμόγελα και δόντια που έτριζαν, αλλά άκουγαν.

Η Εγκουέν σκεφτόταν την Τζόγια και την Αμίκο, όταν ο Ματ ήρθε δίπλα της και συνέχισε απλώς να βαδίζει μαζί της στο διάδρομο, σαν να πήγαινε κι αυτός από τύχη στην ίδια κατεύθυνση. Ήταν κατσουφιασμένος και τα μαλλιά του ήθελαν βούρτσισμα, έμοιαζαν λες και τα έξυνε με τα δάχτυλα του. Την κοίταξε μια-δυο φορές, αλλά δεν άνοιξε το στόμα του. Οι υπηρέτες που τους αντάμωναν υποκλίνονταν, όπως και κάποιοι Υψηλοί Άρχοντες κι Αρχόντισσες, αν και με λιγότερο ενθουσιασμό. Ο Ματ κάρφωνε το βλέμμα του στους ευγενείς και στράβωνε το στόμα του, κάτι που θα τον έβαζε σε μπελάδες, κι ας ήταν φίλος του Άρχοντα Δράκοντα, αν δεν ήταν δίπλα του η Εγκουέν.

Τέτοια σιγή δεν του ταίριαζε, δεν ταίριαζε στον Ματ που είχε γνωρίσει η Εγκουέν. Αν εξαιρούσε κανείς το φίνο, κόκκινο σακάκι του —τσαλακωμένο, σαν να είχε κοιμηθεί φορώντας το― δεν έμοιαζε αλλιώτικος από τον παλιό Ματ, όμως σίγουρα όλοι τους τώρα είχαν αλλάξει. Η σιωπή του της προκαλούσε ανησυχία. «Σε απασχολούν τα γεγονότα της χτεσινής νύχτας;» τον ρώτησε τελικά.

Αυτός παραλίγο να σκοντάψει. «Έμαθες γι' αυτό; Ε, πώς, δεν θα το μάθαινες; Δεν με ανησυχεί. Δεν έγινε τίποτα. Πέρασε, έφυγε».

Αυτή υποκρίθηκε ότι τον πίστευε. «Δεν σε βλέπουμε πολύ εγώ και η Νυνάβε». Σχεδόν καθόλου, στην πραγματικότητα.

«Είμαι πνιγμένος στη δουλειά», μουρμούρισε αυτός και σήκωσε τους ώμους αμήχανα, κοιτάζοντας οπουδήποτε αλλού εκτός από την Εγκουέν.

«Ζάρια;» τον ρώτησε αυτή κάπως περιφρονητικά.

«Χαρτιά». Μια παχουλή καμαριέρα, που έκλινε το γόνυ με την αγκαλιά γεμάτη διπλωμένες πετσέτες, έριξε μια ματιά στην Εγκουέν και, νομίζοντας ότι δεν την κοίταζε, έκλεισε το μάτι στον Ματ. Αυτός της χαμογέλασε πλατιά. «Δεν είχα ώρα, έπαιζα χαρτιά».

Τα φρύδια της Εγκουέν υψώθηκαν απότομα. Η γυναίκα αυτή ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερη από τη Νυνάβε, μπορεί και παραπάνω. «Μάλιστα. Σίγουρα σου τρώει πολύ χρόνο. Το χαρτοπαίγνιο. Τόσο που δεν σου περισσεύουν λίγες στιγμές για τους παλιούς φίλους».