«Την τελευταία φορά που μου περίσσεψε μια στιγμή για σένα, εσύ και η Νυνάβε με δέσατε με τη Δύναμη για να ψάξετε το δωμάτιό μου. Οι φίλοι δεν κλέβουν τους φίλους». Έκανε μια γκριμάτσα. «Εκτός αυτού, όλο τριγυρνάς με την Ηλαίην, που έχει ψηλά τη μύτη της. Ή με τη Μουαραίν. Δεν θέλω...» Ξερόβηξε και την κοίταξε λοξά. «Δεν θέλω να σου τρώω την ώρα. Είσαι πολυάσχολη, απ' ό,τι μαθαίνω. Ανακρίνεις Σκοτεινόφιλες. Κάνεις λογής-λογής σπουδαία πράγματα, απ' ό,τι φαντάζομαι. Ξέρεις ότι οι Δακρινοί σε περνούν για Άες Σεντάι, έτσι δεν είναι;»
Αυτή κούνησε το κεφάλι με πίκρα. Αυτό που αντιπαθούσε ο Ματ ήταν οι Άες Σεντάι. Όσο κι αν τριγυρνούσε βλέποντας τον κόσμο ο Ματ, τίποτα δεν θα τον άλλαζε ποτέ. «Δεν είναι κλοπή να πάρεις πίσω κάτι που δάνεισες», του είπε.
«Δεν θυμάμαι να είχατε πει ότι είναι δανεικό. Τέλος πάντων, τι το χρειαζόμουν εγώ ένα γράμμα από την Άμερλιν; Μόνο σε μπελάδες θα μ' έβαζε. Αλλά μπορούσατε να το ζητήσετε».
Εκείνη απέφυγε να τονίσει ότι το είχαν ζητήσει. Δεν ήθελε ούτε να καβγαδίσουν, ούτε να χωρίσουν χολωμένοι. Ο Ματ φυσικά το έβλεπε αλλιώς. Αυτή τη φορά θα τον άφηνε να επιμένει στην άποψή του. Υπομονή, σύστησε στον εαυτό της. Όταν ήθελε, μπορούσε να κάνει υπομονή. Δεν θα άνοιγε το στόμα της πριν μιλήσει ο Ματ, ακόμα κι αν έσκαγε μέσα της.
Ο διάδρομος τους έβγαλε σε ένα περιστύλιο από λευκό μάρμαρο, με κάγκελα ανάμεσα στις κολώνες, απ' όπου έβλεπες τους λιγοστούς κήπους της Πέτρας πιο κάτω. Μεγάλα, λευκά μπουμπούκια κάλυπταν μερικά μικρά δέντρα με γυαλιστερά φύλλα κι ανάδιναν μια ευωδιά γλυκύτερη κι από τα παρτέρια με τις κόκκινες και τις κίτρινες τριανταφυλλιές. Φυσούσε μια νωθρή αύρα, που δεν κατάφερνε να κουνήσει τα υφαντά του εσωτερικού τοίχου, όμως απάλυνε λιγάκι την υγρή ζέστη του πρωινού. Ο Ματ κάθισε στο πλατύ κιγκλίδωμα με τη ράχη στην κολώνα και το πόδι απλωμένο μπροστά του. Κοίταξε κάτω, τον κήπο. «Θέλω... μια συμβουλή», είπε στο τέλος.
Ήθελε συμβουλή από αυτήν; Τον κοίταξε έκθαμβη. «Ό,τι μπορώ για να σε βοηθήσω», είπε αχνά. Γύρισε το κεφάλι του να την κοιτάξει κι αυτή πάσχισε να πάρει τη γαλήνια έκφραση των Άες Σεντάι. «Συμβουλή για ποιο πράγμα;»
«Δεν ξέρω».
Θα έπεφτε δέκα βήματα πιο κάτω, στον κήπο. Επίσης, υπήρχαν κάποιοι που τριγυρνούσαν ανάμεσα στις τριανταφυλλιές. Αν τον έσπρωχνε, μάλλον εκεί πάνω θα έπεφτε. Πάνω σε κηπουρό, όχι σε τριανταφυλλιά. «Πώς να σε συμβουλεύσω, λοιπόν;» ρώτησε με ψιλή φωνή.
«Προσπαθώ να... αποφασίσω τι να κάνω». Έδειχνε να ντρέπεται· δικαίως, κατά τη γνώμη της.
«Ελπίζω να μη σκέφτεσαι να φύγεις. Ξέρεις πόσο σημαντικός είσαι. Δεν μπορείς να το σκάσεις απ' αυτό, Ματ».
«Λες να μην το ξέρω; Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να φύγω, ακόμα κι αν μου το έλεγε η Μουαραίν. Πίστεψέ με, Εγκουέν, δεν πάω πουθενά. Απλώς θέλω να ξέρω τι θα συμβεί». Κούνησε απότομα το κεφάλι και μίλησε με περισσότερη ένταση στη φωνή. «Τι θα συμβεί από δω και μετά; Τι έχουν αυτές οι τρύπες στη μνήμη μου; Είναι κομμάτια της ζωής μου που χάθηκαν· δεν υπάρχουν, είναι σαν να μη συνέβησαν ποτέ! Γιατί ξεφουρνίζω ασυνάρτητα πράγματα; Ο κόσμος λέει ότι είναι η Παλιά Γλώσσα, αλλά εγώ ακούω κακαρίσματα. Θέλω να μάθω, Εγκουέν. Πρέπει να μάθω, πριν τρελαθώ σαν τον Ραντ».
«Ο Ραντ δεν είναι τρελός», είπε εκείνη αυτόματα. Άρα ο Ματ δεν ήθελε να το σκάσει. Να μια ευχάριστη έκπληξη· δεν έδινε την εντύπωση ότι η υπευθυνότητα συγκαταλεγόταν στις αξίες του. Αλλά η φωνή του είχε πρόδηλο πόνο και ανησυχία. Ο Ματ ποτέ δεν ανησυχούσε, ή τουλάχιστον δεν άφηνε ποτέ να φανεί κάτι τέτοιο. «Δεν ξέρω τις απαντήσεις, Ματ», του είπε τρυφερά. «Ίσως η Μουαραίν —»
«Όχι!» Μ' έναν πήδο, βρέθηκε όρθιος. «Όχι Άες Σεντάι! Εννοώ... Εσύ είσαι διαφορετική. Σε ξέρω, εσύ δεν είσαι... Δεν σας μάθανε τίποτα στο Λευκό Πύργο, κάνα κολπάκι, κάτι που να μπορείς να χρησιμοποιήσεις;»
«Όχι, Ματ, λυπάμαι. Λυπάμαι πολύ».
Το γέλιο του της θύμισε την παιδική τους ηλικία. Έτσι γελούσε πάντα, όταν προδίδονταν οι μεγαλύτερες προσδοκίες του. «Τέλος πάντων, υποθέτω ότι δεν πειράζει. Ούτως ή άλλως, δεν θα ήθελα να έχει κάποια σχέση ο Πύργος. Μην το πάρεις σαν προσβολή». Έτσι ήταν ο Ματ ― βογκούσε όταν του έμπαινε μια σκλήθρα στο δάχτυλο και συμπεριφερόταν σαν μη συνέβαινε τίποτα σοβαρό, όταν έσπαγε κάποιο πόδι.
«Ίσως υπάρχει τρόπος», του είπε αργά. «Αν συμφωνήσει η Μουαραίν. Μπορεί να συμφωνήσει».
«Η Μουαραίν! Δεν άκουσες τι λέω; Το τελευταίο που θέλω είναι να βάλει το χέρι της η Μουαραίν. Τι τρόπος;»
Ο Ματ ανέκαθεν ήταν απερίσκεπτος. Αλλά ήθελε ό,τι και η Εγκουέν ― ήθελε να μάθει. Αρκεί αυτή τη φορά να έδειχνε λίγη σύνεση και προσοχή. Μια Δακρινή αριστοκράτισσα που πέρασε από δίπλα τους, με τις μαύρες κοτσίδες της τυλιγμένες στο κεφάλι και με το κίτρινο, λινό φουστάνι της να αφήνει τους ώμους γυμνούς, έκλινε ελαφρώς το γόνυ, κοιτάζοντάς τους ανέκφραστα· συνέχισε γρήγορα το δρόμο της, με το κορμί της στητό. Η Εγκουέν την παρακολούθησε με το βλέμμα, ώσπου απομακρύνθηκε και ξαναβρέθηκαν μόνοι. Εκτός αν υπολόγιζε κάποιος τους κηπουρούς, που ήταν δέκα βήματα παρακάτω. Ο Ματ την κοίταξε με προσμονή.