Выбрать главу

Τελικά, του είπε για το τερ'ανγκριάλ, τη στρεβλωμένη πόρτα που είχε απαντήσεις στην άλλη πλευρά της. Τόνισε ιδιαιτέρως τους κινδύνους, τις συνέπειες των ανόητων ερωτήσεων, καθώς και των ερωτήσεων που αφορούσαν τη Σκιά, τους κινδύνους που ίσως δεν γνώριζαν ούτε και οι Άες Σεντάι. Ένιωθε αρκετά κολακευμένη που είχε προστρέξει σ' αυτήν, όμως ο Ματ έπρεπε να δείξει φρόνηση. «Να τι πρέπει να θυμάσαι, Ματ. Οι επιπόλαιες ερωτήσεις μπορεί να σε σκοτώσουν, επομένως, αν τη χρησιμοποιήσεις, θα πρέπει να είσαι σοβαρός, έτσι για αλλαγή. Και δεν πρέπει να ρωτήσεις τίποτα που να αφορά τη Σκιά».

Ο Ματ καθόταν και την άκουγε με ολοένα και εντονότερη κατάπληξη. Όταν η Εγκουέν σταμάτησε να μιλά, αυτός αναφώνησε: «Τρεις ερωτήσεις; Φαντάζομαι ότι μπαίνεις μέσα σαν τον Μπίλι, περνάς μια νύχτα και βγαίνεις δέκα χρόνια αργότερα με ένα πουγκί που είναι πάντα γεμάτο χρυσάφι, καθώς και με ένα —»

«Μια φορά στη ζωή σου, Μάτριμ Κώθον», ξέσπασε αυτή, «μη λες βλακείες. Ξέρεις πολύ καλά ότι τα τερ'ανγκριάλ δεν είναι παραμυθάκια. Πρέπει να έχεις επίγνωση των κινδύνων. Μπορεί οι απαντήσεις που ζητάς να είναι μέσα εκεί, όμως δεν πρέπει να δοκιμάσεις πριν συμφωνήσει η Μουαραίν. Υποσχέσου το, αλλιώς σου υπόσχομαι εγώ ότι θα σε σύρω στη Μουαραίν σαν πέστροφα στην πετονιά. Ξέρεις ότι μπορώ να το κάνω».

Εκείνος ξεφύσησε δυνατά. «Θα ήμουν βλάκας αν το δοκίμαζα, ό,τι κι αν λέει η Μουαραίν. Να μπω σ' ένα τερ'ανγκριάλ, που να πάρει; Θέλω να έχω λιγότερα πάρε-δώσε με τη Δύναμη, όχι περισσότερα. Βγάλ' το από το νου σου».

«Είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω, Ματ».

«Για μένα όχι», είπε σταθερά. «Καλύτερα να μην υπάρχει τρόπος, παρά αυτό».

Παρά τον τόνο του, η Εγκουέν θέλησε να τον αγκαλιάσει. Αλλά μάλλον αυτός θα έκανε κάποιο αστείο σε βάρος της και θα προσπαθούσε να τη γαργαλήσει. Ήταν αδιόρθωτος από γεννησιμιού του. Όμως είχε έρθει να της ζητήσει βοήθεια. «Λυπάμαι, Ματ. Τι θα κάνεις;»

«Μάλλον θα παίξω χαρτιά. Αν θελήσει κανείς να παίξει μαζί μου. Θα παίξω λίθους με τον Θομ. Ζάρια στις ταβέρνες. Τουλάχιστον μπορώ να πηγαίνω ως την πόλη». Το βλέμμα του στάθηκε σε μια καμαριέρα που περνούσε εκείνη τη στιγμή, μια λεπτή μαυρομάτα, σχεδόν της ηλικίας του. «Κάτι θα βρω να κάνω».

Της ήρθε να τον χαστουκίσει. Αντίθετα, όμως, του είπε προειδοποιητικά: «Ματ, δεν σκέφτεσαι να φύγεις, έτσι δεν είναι;»

«Αν ναι, θα το έλεγες στη Μουαραίν;» Σήκωσε τα χέρια για να την προλάβει. «Δεν υπάρχει λόγος. Σου είπα ότι δεν φεύγω. Δεν υποκρίνομαι ότι δεν θα το ήθελα, όμως δεν φεύγω. Σου αρκεί αυτό;» Κατσούφιασε και έμεινε συλλογισμένος. «Εγκουέν, εύχεσαι ποτέ να ήσουν στο χωριό; Να μην είχε συμβεί τίποτα απ' όλα αυτά;»

Η ερώτηση την ξάφνιασε, και ειδικά η πηγή της, αλλά ήξερε την απάντηση. «Όχι. Και με όλα όσα έγιναν, όχι. Εσύ;»

«Θα ήμουν βλάκας να το εύχομαι, έτσι δεν είναι;» γέλασε αυτός. «Εκείνο που μου αρέσει είναι οι πόλεις κι αυτή εδώ μου κάνει μια χαρά προς το παρόν. Μια χαρά. Εγκουέν, δεν φαντάζομαι να το πεις στη Μουαραίν, έτσι δεν είναι; Που ζήτησα τη συμβουλή σου κι όλα αυτά;»

«Γιατί να το πω;» τον ρώτησε αυτή καχύποπτα. Στο κάτω-κάτω, επρόκειτο για τον Ματ.

Αυτός σήκωσε τους ώμους αμήχανα. «Την αποφεύγω πιο πολύ απ' όσο αποφεύγω... Εν πάση περιπτώσει, δεν την πλησιάζω, ειδικά όταν θέλει να σκαλίσει το μυαλό μου. Μπορεί να νομίσει ότι εξασθενώ. Δεν θα της το πεις, εντάξει;»

«Δεν θα το πω», είπε αυτή, «αν μου υποσχεθείς ότι δεν θα πλησιάσεις το τερ'ανγκριάλ χωρίς να της ζητήσεις την άδεια. Κακώς σου μίλησα γι' αυτό».

«Το υπόσχομαι». Χαμογέλασε πλατιά. «Δεν θα το πλησιάσω, παρά μόνο αν τύχει να εξαρτάται η ζωή μου απ' αυτό. Το ορκίζομαι», κατέληξε με μια περιπαιχτική σοβαροφάνεια.

Η Εγκουέν κούνησε το κεφάλι. Ο κόσμος όλος να άλλαζε, ο Ματ θα έμενε ίδιος κι απαράλλαχτος.

9

Αποφάσεις

Ακολούθησαν τρεις μέρες με τέτοιο καύσωνα και υγρασία, που έμοιαζαν να απομυζούν ακόμα και την αντοχή των Δακρινών. Η ζωή στην πόλη κυλούσε μ' ένα νωχελικό ρυθμό, ενώ στην Πέτρα έρποντας. Οι υπηρέτες δούλευαν σχεδόν μισοκοιμισμένοι· η ματζίρε τραβούσε τις στριφτές κοτσίδες της από την απογοήτευση, αλλά ακόμα κι αυτή δεν είχε τη δύναμη να μοιράζει χαστούκια και να στρίβει αφτιά. Οι Υπερασπιστές του Δακρύου καμπούριαζαν στα πόστα τους σαν μισολιωμένα κεριά και οι αξιωματικοί ενδιαφέρονταν περισσότερο για λίγο δροσερό κρασί, παρά για να κάνουν τις περιπολίες τους. Οι Υψηλοί Άρχοντες δεν έβγαιναν πολύ από τα διαμερίσματά τους κι έμεναν να κοιμούνται τις πιο καυτές ώρες της μέρας, ενώ ορισμένοι εγκατέλειψαν το Δάκρυ, προτιμώντας τη σχετική δροσιά των κτημάτων μακριά, στα ανατολικά, στις πλαγιές της Ραχοκοκαλιάς του Κόσμου. Κατά έναν παράξενο τρόπο, μόνο οι ξένοι, για τους οποίους η ζέστη ήταν περισσότερο ανυπόφορη, έβαζαν όλη τους τη δύναμη, κι ακόμα παραπάνω, για να συνεχίσουν την καθημερινή ζωή τους. Γι' αυτούς, οι χαμένες ώρες ήταν χειρότερες από την αποπνικτική ζέστη.