Выбрать главу

Πήρε μια βλοσυρή έκφραση και για μια στιγμή το πρόσωπό του έγινε πάλι εκείνη η ματωμένη μάσκα. Και κάτι παραπάνω: ένα σπαθί αιωρήθηκε πάνω από το κεφάλι του κι ένα λάβαρο ανέμισε πίσω του. Το σπαθί με τη μακριά λαβή, όμοιο με εκείνα που είχαν οι περισσότεροι Πρόμαχοι, είχε έναν ερωδιό χαραγμένο στην ελαφρώς κυρτή λεπίδα του, σύμβολο αρχιξιφομάχου, και η Μιν δεν ήξερε αν ανήκε στον Γκάγουιν ή αν τον απειλούσε. Το λάβαρο είχε το σήμα του Γκάγουιν, ένα λευκό αγριόχοιρο που εφορμούσε, αλλά σε πράσινο φόντο, αντί για το κόκκινο του Άντορ. Τόσο το σπαθί όσο και το λάβαρο ξεθώριασαν μαζί με το αίμα.

«Να προσέχεις, Γκάγουιν». Το είπε με δύο έννοιες. Να προσέχει τι έλεγε και να προσέχει μ' έναν τρόπο που δεν μπορούσε να τον εξηγήσει ακόμα και η ίδια μέσα της. «Πρέπει να προσέχεις πολύ».

Ο Γκάγουιν κοίταξε ερευνητικά το πρόσωπό της, σαν να είχε ακούσει κάτι από το βαθύτερο νόημα. «Θα... προσπαθήσω», της είπε τελικά. Άστραψε ένα χαμόγελο, σχεδόν το χαμόγελο εκείνο που θυμόταν η Μιν, όμως ήταν φανερά βεβιασμένο. «Καλά θα κάνω να ξαναγυρίσω στο γυμναστήριο, αν θέλω να συναγωνιστώ τον Γκάλαντ. Σήμερα το πρωί κέρδισα δύο φορές στους πέντε αγώνες τον Χάμαρ, αλλά ο Γκάλαντ είχε τρεις νίκες την τελευταία φορά που έκανε τον κόπο να κατέβει στο γυμναστήριο». Ξαφνικά, φάνηκε να τη βλέπει πραγματικά για πρώτη φορά και το χαμόγελό του έγινε ειλικρινές. «Πρέπει να φοράς πιο συχνά φορέματα. Σου πάνε ωραία. Μην ξεχάσεις, θα είμαι εκεί ως το ηλιοβασίλεμα».

Καθώς αυτός έφευγε, σχεδόν με την επικίνδυνη χάρη ενός Προμάχου στις κινήσεις του, η Μιν συνειδητοποίησε ότι έσιαζε το φόρεμά της στους γοφούς και σταμάτησε απότομα. Το Φως να κάψει όλους τους άντρες!

Η Σάρα άφησε την ανάσα της να βγει, σαν να την κρατούσε ως τώρα. «Είναι πολύ καλοκαμωμένος, έτσι δεν είναι;» είπε ονειροπόλα. «Όχι τόσο καλοκαμωμένος όσο ο Άρχοντας Γκάλαντ, βέβαια. Και στ' αλήθεια τον ξέρεις». Ήταν εν μέρει ερώτηση, αλλά και εν μέρει βεβαιότητα.

Η Μιν μιμήθηκε τον αναστεναγμό της μαθητευόμενης. Η κοπέλα θα μιλούσε με τις φίλες της στα καταλύματα των μαθητευομένων. Ο γιος μιας βασίλισσας ήταν ένα φυσιολογικό θέμα συζήτησης, ειδικά αφού ήταν ομορφονιός και είχε έναν αέρα πάνω του σαν ήρωας σε παραμύθι βάρδου. Μια παράξενη γυναίκα απλώς έδινε τροφή για ακόμα περισσότερες υποθέσεις. Πάντως, τώρα δεν γινόταν τίποτα. Εν πάση περιπτώσει, σίγουρα δεν επρόκειτο να βλάψει σε τίποτα.

«Η Έδρα της Άμερλιν θα πρέπει να αναρωτιέται γιατί δεν φτάσαμε ακόμα», είπε.

Η Σάρα ήρθε στα συγκαλά της, γουρλώνοντας τα μάτια ξαφνιασμένη και ξεροκαταπίνοντας δυνατά. Άρπαξε με το ένα χέρι τη Μιν από το μανίκι και πετάχτηκε για να ανοίξει ένα φύλλο της πόρτας, τραβώντας την πίσω της. Όταν βρέθηκαν μέσα, η μαθητευόμενη έκλινε το γόνυ βιαστικά. «Την έφερα, Ληάνε Σεντάι. Την κυρά Ελμιντρέντα; Που θέλει να τη δει η Έδρα της Άμερλιν;» ξέσπασε πανικόβλητη.

Η ψηλή γυναίκα με τη μπρούτζινη επιδερμίδα στον προθάλαμο φορούσε το επιτραχήλιο της Τηρήτριας των Χρονικών, που ήταν μια πιθαμή πλατύ και γαλάζιο, ώστε να δείχνει ότι προερχόταν από το Γαλάζιο Άτζα. Με τις γροθιές στους γοφούς, περίμενε την κοπέλα να τελειώσει. «Με το πάσο σου ήρθες, τέκνο μου. Γύρνα τώρα στις αγγαρείες σου», της είπε κοφτά. Η Σάρα έκανε άλλη μια ασταθή γονυκλισία και έτρεξε να βγει έξω όσο γρήγορα είχε μπει.

Η Μιν στάθηκε με το βλέμμα στο πάτωμα, ενώ η κουκούλα ήταν ακόμα ανεβασμένη γύρω από το πρόσωπό της. Η γκάφα που είχε κάνει μπροστά στη Σάρα ήταν αρκετή —αν και τουλάχιστον η μαθητευόμενη δεν ήξερε το όνομά της― αλλά η Ληάνε την ήξερε καλύτερα από κάθε άλλη στον Πύργο, με εξαίρεση την Άμερλιν. Η Μιν ήταν βέβαιη ότι τώρα αυτό δεν θα έπαιζε κανένα ρόλο, αλλά έπειτα από το συμβάν στον προθάλαμο σκόπευε να ακολουθήσει τις οδηγίες της Μουαραίν, μέχρι να βρεθεί μόνη με την Άμερλιν.

Αυτή τη φορά οι προφυλάξεις δεν την ωφέλησαν. Η Ληάνε έκανε δύο βήματα, της τράβηξε πίσω την κουκούλα και μούγκρισε σαν να την είχαν χτυπήσει στο στομάχι. Η Μιν σήκωσε το κεφάλι και της αντιγύρισε το βλέμμα αυθάδικα, προσπαθώντας να υποκριθεί ότι δεν προσπαθούσε να μπει μέσα στα κρυφά. Ίσια, μαύρα μαλλιά, λίγο μόνο μακρύτερα από τα δικά της, πλαισίωναν το πρόσωπο της Τηρήτριας· η έκφραση της Άες Σεντάι ήταν ένα μίγμα έκπληξης και δυσαρέσκειας για την έκπληξη.

«Εσύ είσαι λοιπόν η Ελμιντρέντα, έτσι δεν είναι;» είπε απότομα η Ληάνε. Πάντα ήταν απότομη. «Πρέπει να πω ότι της μοιάζεις περισσότερο με αυτό το φόρεμα, παρά με τη συνηθισμένη... ενδυμασία σου».