Ο Ματ γρήγορα ανακάλυψε ότι είχε δίκιο για τα αρχοντόπουλα, τα οποία είχαν δει τα τραπουλόχαρτα να προσπαθούν να τον σκοτώσουν. Όχι μόνο τον απέφευγαν, αλλά και διέδωσαν το συμβάν στους φίλους τους, συχνά παραλλαγμένο· οι κάτοικοι της Πέτρας που τους περίσσευαν λεφτά για να παίζουν, ψέλλιζαν βιαστικά κάποια δικαιολογία και απομακρύνονταν. Οι φήμες διαδόθηκαν και πέρα από τα αρχοντόπουλα. Από τις υπηρέτριες που πριν είχαν πέσει στην αγκαλιά του, δεν ήταν λίγες εκείνες που τώρα αρνιόνταν να βρεθούν μαζί του, ενώ δύο απ' αυτές του είπαν ταραγμένες ότι, όπως είχαν ακούσει, ήταν επικίνδυνο να είναι μόνες μαζί του. Ο Πέριν έμοιαζε να είναι χαμένος στις έγνοιες του και ο Θομ εξαφανιζόταν με ταχυδακτυλουργικό τρόπο· ο Ματ δεν είχε ιδέα τι μονοπωλούσε την προσοχή του βάρδου, όμως δεν τον έβρισκε πουθενά, είτε μέρα, είτε νύχτα. Η Μουαραίν, αντιθέτως, το μοναδικό πρόσωπο που ο Ματ ήθελε να αποφύγει, έμοιαζε να ξεφυτρώνει μπροστά του όπου κι αν πήγαινε· πότε τον προσπερνούσε, πότε διέσχιζε το διάδρομο στο βάθος, όμως πάντα το βλέμμα της έβρισκε το δικό του κι έμοιαζε να ξέρει τι σκεφτόταν και τι ήθελε, έμοιαζε να ξέρει τον τρόπο που θα τον ανάγκαζε να κάνει αυτά που εκείνη ήθελε τελικά. Υπήρχε κάτι που δεν άλλαζε παρ' όλα αυτά· ο Ματ ακόμα έβρισκε προφάσεις για να αναβάλει άλλη μια μέρα την αναχώρησή του. Όπως το ερμήνευε ο ίδιος, δεν είχε υποσχεθεί στην Εγκουέν ότι θα έμενε. Όμως έμενε.
Μια φορά είχε πάρει ένα φανάρι κάτω, στην κοιλιά της Πέτρας, στη λεγόμενη Μεγάλη Συλλογή, και είχε φτάσει ως τη σαρακιασμένη πόρτα στο τέλος του στενού διαδρόμου. Πέρασε μερικά λεπτά χαζεύοντας το σκοτεινό εσωτερικό, τις θαμπές, σκεπασμένες με σκονισμένους μουσαμάδες μορφές, τα κιβώτια και τα βαρέλια, που ήταν στοιβαγμένα όπως-όπως και χρησίμευαν σαν ράφια για σωρούς από αγαλματίδια, τορεύματα και αλλόκοτα πράγματα από κρύσταλλο, γυαλί και μέταλλο ― πέρασε μερικά λεπτά έτσι και ύστερα έφυγε βιαστικά. «Θα ήμουν ο πιο μεγάλος βλάκας σ' ολόκληρο τον καμένο κόσμο!» μουρμούρισε.
Τίποτα όμως δεν τον εμπόδιζε να πάει στην πόλη, όπου δεν υπήρχε πιθανότητα να ανταμώσει τη Μουαραίν στις ταβέρνες του μόλου στο Μάουλε, που ήταν η συνοικία του λιμανιού, ή στα πανδοχεία του Τσαλμ, όπου βρίσκονταν οι αποθήκες· κακοφωτισμένα μέρη, στενά, συχνά βρώμικα, με φτηνό κρασί, κακό ζύθο, περιστασιακούς καβγάδες και κόσμο που έπαιζε ζάρια αδιάκοπα, Στα ζάρια πόνταραν μικροποσά, σε σύγκριση με αυτά που είχε συνηθίσει, αλλά δεν ήταν αυτός ο λόγος που ύστερα από λίγες ώρες ξαναβρισκόταν στην Πέτρα, Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τι ήταν αυτό που τον τραβούσε πίσω, πιο κοντά στον Ραντ.
Ο Πέριν μερικές φορές έβλεπε τον Ματ στις ταβέρνες της αποβάθρας να πίνει άφθονο, φτηνό κρασί και να παίζει ζάρια σαν να μην τον ένοιαζε αν έχανε ή αν κέρδιζε, ενώ μια φορά τον είχε δει να βγάζει μαχαίρι, όταν ένας θηριώδης ναυτικός του είχε ζητήσει το λόγο για τις συχνές νίκες του. Δεν ήταν στο χαρακτήρα του Ματ να είναι τόσο ευερέθιστος, όμως ο Πέριν τον απέφυγε αντί να προσπαθήσει να μάθει τι τον απασχολούσε. Ο Πέριν δεν είχε πάει εκεί ούτε για το κρασί, ούτε για τα ζάρια, ενώ οι θαμώνες που γύρευαν καβγά άλλαζαν γνώμη όταν έβλεπαν καλύτερα τους ώμους του ― και τα μάτια του. Όμως πλήρωνε την κακή μπύρα για να κεράσει τους ναύτες με τα φαρδιά, πέτσινα παντελόνια και τους εμπόρους με τις λεπτές, ασημένιες αλυσίδες που κρέμονταν πάνω από τα σακάκια τους, όπως και οποιονδήποτε φαινόταν να έρχεται από αλαργινά μέρη. Αυτό που κυνηγούσε ήταν φήμες, ειδήσεις για κάτι που ίσως έπαιρνε τη Φάιλε μακριά από το Δάκρυ. Μακριά του.
Ήταν σίγουρος ότι, αν της έβρισκε μια περιπέτεια, κάτι που να προσφέρει μια πιθανότητα για να γραφτεί το όνομά της στους θρύλους, θα πήγαινε. Η Φάιλε έκανε ότι καταλάβαινε το λόγο που ο Πέριν έμενε εκεί, αλλά μερικές φορές άφηνε να εννοηθεί ότι ήθελε να φύγει και έλπιζε ότι ο Πέριν θα την ακολουθούσε, Ήταν σίγουρος ότι το κατάλληλο δόλωμα θα την έδιωχνε από κει, χωρίς αυτός να είναι μαζί της.
Για τις περισσότερες φήμες, η Φάιλε θα καταλάβαινε ότι ήταν παρωχημένες, αλλοιωμένες εκδοχές της αλήθειας, όπως θα το καταλάβαινε κι ο ίδιος. Ο πόλεμος που μαινόταν στον ωκεανό Άρυθ λεγόταν ότι ήταν έργο ενός λαού για τον οποίο κανείς δεν είχε ξανακούσει, ονόματι Σωτσίν ή κάπως έτσι ― είχε ακούσει πολλές παραλλαγές, από πολλούς αφηγητές. Επρόκειτο για έναν παράξενο λαό, που ίσως να ήταν οι στρατιές του Άρτουρ του Γερακόφτερου, οι οποίες ξαναγύριζαν ύστερα από χίλια χρόνια. Ένας τύπος, ένας Ταραμπονέζος με στρογγυλό, κόκκινο καπέλο και μουστάκι χοντρό σαν κέρατο ταύρου, τον πληροφόρησε με πάσα σοβαρότητα ότι ο ίδιος ο Γερακόφτερος οδηγούσε αυτούς τους ανθρώπους, κρατώντας στο χέρι τη Δικαιοσύνη, το θρυλικό σπαθί του. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι είχε βρεθεί το μυθικό Κέρας του Βαλίρ, το οποίο θα καλούσε τους νεκρούς ήρωες από τον τάφο για να πολεμήσουν στην Τελευταία Μάχη. Στην Γκεάλνταν είχαν ξεσπάσει ταραχές σ' όλη τη χώρα· το Ίλιαν υπέφερε από ξεσπάσματα μαζικής τρέλας· στην Καιρχίν, οι σκοτωμοί λιγόστευαν λόγω του λιμού· κάπου στις Μεθόριους, οι επιδρομές των Τρόλοκ αυξάνονταν. Ο Πέριν δεν μπορούσε να στείλει τη Φάιλε σ' αυτά τα μέρη, ούτε ακόμα και για την κάνει να ξεφύγει από το Δάκρυ.