Выбрать главу

Πολλά υποσχόμενες έμοιαζαν να είναι οι αναφορές για προβλήματα στη Σαλδαία —σίγουρα θα της ήταν ελκυστική η πατρίδα της και ο Πέριν είχε ακούσει ότι ο Μάζριμ Τάιμ, ο ψεύτικος Δράκοντας, ήταν στα χέρια των Άες Σεντάι― αλλά κανένας δεν ήξερε τι ήταν. Δεν θα έβγαζε τίποτα αν σκάρωνε κάτι ο ίδιος· ό,τι κι αν ήταν, η Φάιλε σίγουρα θα έκανε και η ίδια ερωτήσεις, πριν πάρει το δρόμο. Εκτός αυτού, οι αναταραχές στη Σαλδαία μπορεί να ήταν ίδιες και χειρότερες με τα άλλα που είχε ακούσει.

Ούτε μπορούσε να της πει σε τι αφιέρωνε το χρόνο του, επειδή σίγουρα θα τον ρωτούσε γιατί. Ήξερε ότι ο Πέριν δεν ήταν ο Ματ, δεν θα απολάμβανε να γυροφέρνει στα καπηλειά. Δεν ήταν καλός στα ψέματα, οπότε την απέφευγε όσο μπορούσε κι αυτή άρχισε να του ρίχνει σιωπηλές, λοξές ματιές. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αυξήσει τις προσπάθειές του να βρει μια ιστορία που να την παρασύρει αλλού. Έπρεπε να τη στείλει μακριά του, για να σώσει τη ζωή της. Έπρεπε.

Η Εγκουέν και η Νυνάβε περνούσαν πολλές ώρες με την Τζόγια και την Αμίκο, αλλά μάταια. Οι ιστορίες τους έμεναν απαράλλαχτες. Παρά τις διαμαρτυρίες της Νυνάβε, η Εγκουέν δοκίμασε να πει στην καθεμιά τι έλεγε η άλλη, για να δει αν θα υποχωρούσαν καθόλου. Η Αμίκο στύλωσε το βλέμμα πάνω τους, κλαψουρίζοντας ότι δεν είχε ακούσει ποτέ για τέτοιο σχέδιο. Αλλά μπορεί να ήταν αλήθεια, πρόσθεσε. Ίδρωνε από την επιθυμία της να τις ευχαριστήσει. Η Τζόγια αποκρίθηκε ψυχρά ότι μπορούσαν να πάνε στο Τάντσικο, αν ήθελαν. «Ακουσα ότι είναι μια αφιλόξενη πόλη τώρα», είπε γλυκά, ενώ τα κορακίσια μάτια της άστραφταν. «Ο Βασιλιάς έχει στην εξουσία του μόνο την πόλη και, απ' ό,τι έμαθα, η Πανάρχισσα σταμάτησε να επιβάλλει το νόμο και την τάξη. Στο Τάντσικο κυβερνούν τα γερά μπράτσα και τα γρήγορα μαχαίρια. Αλλά να πάτε, αφού το θέλετε».

Καμία είδηση δεν ερχόταν από την Ταρ Βάλον, τίποτα για να μάθουν αν η Άμερλιν αντιμετώπιζε την πιθανή απειλή της απελευθέρωσης του Μάζριμ Τάιμ. Από τότε που η Νυνάβε είχε στείλει τα περιστέρια, ο χρόνος έφτανε και περίσσευε για να έρθει κάποιο μήνυμα, με ένα γρήγορο ποταμόπλοιο ή με έναν καβαλάρη που θα άλλαζε άλογα στη διαδρομή ― αρκεί να το είχε όντως στείλει. Η Εγκουέν και η Νυνάβε καβγάδισαν· η Νυνάβε παραδέχτηκε ότι η Άες Σεντάι δεν μπορούσε να πει ψέματα, αλλά έψαξε να βρει κάποιο κόλπο στη διατύπωση της Μουαραίν. Η Μουαραίν δεν φαινόταν να ανησυχεί που η Άμερλιν δεν είχε απαντήσει, αν και ήταν δύσκολο να διαβάσεις τα συναισθήματα που έκρυβε η αταραξία της.

Η Εγκουέν έσκαγε γι' αυτό, καθώς και για το αν το Τάντσικο ήταν αντιπερισπασμός, η απάντηση ή κάποια παγίδα. Η βιβλιοθήκη της Πέτρας είχε βιβλία για το Τάραμπον και το Τάντσικο, αλλά παρ' όλο που διάβαζε μέχρι να την πονέσουν τα μάτια της, δεν έβρισκε κανένα στοιχείο για κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για τον Ραντ. Η κάψα και οι ανησυχίες της είχαν πειράξει τα νεύρα· μερικές φορές ξεσπούσε σαν τη Νυνάβε.

Μερικά πράγματα πήγαιναν καλά, φυσικά. Ο Ματ ήταν ακόμα στην Πέτρα· προφανώς ωρίμαζε στ' αλήθεια και μάθαινε τι σημαίνει υπευθυνότητα. Η Εγκουέν ένιωθε τύψεις που δεν είχε καταφέρει να τον βοηθήσει, αλλά μάλλον καμία γυναίκα στην Πέτρα δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Καταλάβαινε την ανάγκη του Ματ να μάθει, επειδή και η ίδια ένιωθε την ίδια ανάγκη, αν και για διαφορετικές γνώσεις, για τα πράγματα που μπορούσε να μάθει μονάχα στον Πύργο, για τα πράγματα που ίσως ανακάλυπτε, τα οποία οι άλλες δεν θα ήξεραν καν ότι μπορούσαν να γίνουν, για τα χαμένα πράγματα που θα μπορούσε να τα μάθει εκ νέου.

Η Αβιέντα άρχισε να επισκέπτεται την Εγκουέν, απ' ό,τι φαινόταν με δική της επιλογή. Μπορεί στην αρχή να ήταν μαζεμένη, αλλά βέβαια ήταν Αελίτισσα και περνούσε την Εγκουέν για κανονική Άες Σεντάι. Πάντως η συντροφιά της ήταν ευχάριστη, αν και η Εγκουέν μερικές φορές πίστευε ότι διέκρινε σιωπηλές ερωτήσεις στο βλέμμα της. Παρ' όλο που η Αβιέντα συνέχιζε να είναι επιφυλακτική, σύντομα φάνηκε ότι ήταν πνευματώδης και διέθετε αίσθηση του χιούμορ όμοια με της Εγκουέν· μερικές φορές κατέληγαν να χαχανίζουν μαζί, σαν κοριτσάκια. Η Εγκουέν όμως δεν ήταν καθόλου μαθημένη στους τρόπους των Αελιτών, όπως ήταν η δυσφορία της Αβιέντα όταν καθόταν σε καρέκλα ή η κατάπληξή της όταν είχε βρει την Εγκουέν να κάνει μπάνιο σε μια ασημοστόλιστη λεκάνη, την οποία είχε φέρει η ματζίρε. Δεν είχε μείνει κατάπληκτη επειδή η Εγκουέν ήταν γυμνή —μάλιστα, όταν είδε ότι η Εγκουέν ένιωθε αμήχανα, πέταξε τα ρούχα της και κάθισε στο πάτωμα για να μιλήσουν― αλλά επειδή την έβλεπε χωμένη στο νερό μέχρι το στήθος. Αυτό που την είχε κάνει να γουρλώσει τα μάτια ήταν το γεγονός ότι θα λέρωνε τόσο νερό. Εκτός αυτού, η Αβιέντα δεν έλεγε να καταλάβει γιατί η Εγκουέν και η Ηλαίην δεν έκαναν κάτι για να ξεμπερδεύουν με την Μπερελαίν, αφού ήθελαν να τη βγάλουν από τη μέση. Όταν κάποιος ήταν πολεμιστής ή πολεμίστρια απαγορευόταν να σκοτώσει μια γυναίκα που δεν είχε παντρευτεί το δόρυ, αλλά αφού ούτε η Ηλαίην, ούτε η Μπερελαίν ήταν Κόρες του Δόρατος, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα, κατά τη γνώμη της Αβιέντα, αν η Ηλαίην προκαλούσε την Πρώτη του Μαγιέν να πολεμήσουν με μαχαίρια ή, αν δεν γινόταν αυτό, με γροθιές και κλωτσιές. Το καλύτερο ήταν τα μαχαίρια, κατά την άποψή της. Η Μπερελαίν έμοιαζε να είναι από τις γυναίκες που θα μπορούσε να τις δείρει κάποιος πολλές φορές, αλλά δεν θα το έβαζαν κάτω. Το καλύτερο θα ήταν να την προκαλέσει και να τη σκοτώσει, έτσι απλά. Ή θα μπορούσε να το κάνει η Εγκουέν εκ μέρους τους, σαν φίλη, σχεδόν αδελφή.