Τρεις σύντομες μέρες, που θα κυλούσαν σαν νερό ανάμεσα στα δάχτυλά της. Θα έστελναν την Τζόγια και την Αμίκο στα βόρεια και δεν θα υπήρχε πια λόγος να μείνουν στο Δάκρυ· θα ήταν πια ώρα να αναχωρήσουν η Ηλαίην, η Εγκουέν και η Νυνάβε. Θα έφευγε όταν ερχόταν εκείνη η ώρα· δεν είχε σκεφτεί ποτέ να μη φύγει. Το ήξερε αυτό και ένιωθε περήφανη που φερόταν σαν γυναίκα και όχι σαν κοριτσάκι· το ήξερε, κι αυτό την έκανε σχεδόν να βάζει τα κλάματα.
Κι ο Ραντ; Αυτός συναντιόταν με τους Υψηλούς Άρχοντες στα διαμερίσματά του και εξέδιδε διαταγές. Τους ξάφνιαζε όταν εμφανιζόταν σε μυστικές συναντήσεις τριών ή τεσσάρων απ' αυτούς, για τις οποίες είχε μάθει ο Θομ, επαναλαμβάνοντας κάποιο ζήτημα από τις διαταγές που τους είχε δώσει νωρίτερα. Αυτοί χαμογελούσαν, υποκλίνονταν, ίδρωναν και αναρωτιόνταν πόσα ήξερε. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να αξιοποιήσει το δυναμισμό τους πριν αποφάσιζε κάποιος τους ότι, αφού ο Ραντ δεν γινόταν υποχείριό τους, έπρεπε να εξοντωθεί. Θα έκανε όλα όσα χρειαζόταν για να τους αποσπάσει την προσοχή, αλλά δεν θα άρχιζε πόλεμο. Αν έπρεπε να αντιμετωπίσει τον Σαμαήλ, θα τον αντιμετώπιζε· αλλά δεν θα άρχιζε πόλεμο.
Στην κατάστρωση ενός σχεδίου δράσης αφιέρωνε όσο χρόνο του απέμενε μετά το κυνήγι των Υψηλών Αρχόντων. Στοιχεία και λεπτομέρειες προέρχονταν από τα βιβλία που του έφερναν αγκαλιές-αγκαλιές οι βιβλιοθηκάριοι, καθώς και από τις συζητήσεις του με την Ηλαίην. Οι συμβουλές της αποδεικνύονταν χρήσιμες όταν ήταν με τους Υψηλούς Άρχοντες· τους έβλεπε να τον επαναξιολογούν βιαστικά όταν επιδείκνυε γνώσεις για πράγματα που ούτε κι αυτοί δεν ήξεραν καλά. Η Ηλαίην τον σταμάτησε όταν θέλησε να της το αναγνωρίσει δημοσίως.
«Ο σοφός κυβερνήτης δέχεται συμβουλές», του είπε χαμογελαστή, «αλλά ποτέ δεν πρέπει να το δείχνει. Άσε τους να νομίζουν ότι ξέρεις παραπάνω απ' όσα ξέρεις στ’ αλήθεια. Αυτούς δεν τους βλάπτει κι εσένα σε βοηθάει». Φαινόταν ευχαριστημένη, πάντως, που ο Ραντ είχε προτείνει κάτι τέτοιο.
Ο Ραντ δεν ήταν σίγουρος αν ανέβαλλε εξαιτίας της κάποια απόφαση που έπρεπε να πάρει. Τρεις μέρες κατάστρωνε σχέδια, προσπαθούσε να ξεδιαλύνει τι έλειπε. Κάτι έλειπε. Δεν μπορούσε να αντιδράσει στους Αποδιωγμένους· έπρεπε να τους κάνει να αντιδράσουν σ' αυτόν. Τρεις μέρες ακόμα, και την τέταρτη η Ηλαίην θα έφευγε ― μέσα του έλπιζε ότι ο προορισμός της θα ήταν η Ταρ Βάλον. Υποψιαζόταν, όμως, ότι από τη στιγμή που θα έκανε την κίνηση του, ακόμα και οι φευγαλέες στιγμές που περνούσαν μαζί, θα έπαιρναν τέλος. Τρεις μέρες με κλεμμένα φιλιά, που θα μπορούσε να τα ξεχάσει, αν σκεφτόταν ότι ήταν απλώς ένας άντρας με τα χέρια του γύρω από μια γυναίκα. Ήξερε ότι αυτή ήταν μια ανόητη αιτιολογία, αν ίσχυε. Ένιωθε ανακούφιση που η Ηλαίην δεν φαινόταν να ζητά κάτι παραπάνω από τη συντροφιά του, όμως μόνο εκείνες τις μοναχικές στιγμές τους κατόρθωνε να ξεχάσει τις αποφάσεις, να ξεχάσει τη μοίρα που περίμενε τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Είχε σκεφτεί, κι όχι λίγες φορές, να της ζητήσει να μείνει, αλλά δεν θα ήταν δίκαιο να της μεγαλώσει τις προσδοκίες, τη στιγμή που ο ίδιος δεν είχε ιδέα τι ήθελε απ' αυτήν, πέρα από την παρουσία της. Αν η Ηλαίην είχε προσδοκίες δηλαδή. Το καλύτερο θα ήταν να σκέφτεται μέσα του ότι ήταν ένας άντρας και μια γυναίκα, που έκαναν έναν περίπατο ένα γιορτινό δειλινό. Έτσι του ερχόταν ευκολότερο· καμιά φορά ξεχνούσε ότι η Ηλαίην ήταν η Κόρη-Διάδοχος κι αυτός ένας βοσκός. Πάντως, ευχόταν να μην έφευγε. Τρεις μέρες. Έπρεπε να αποφασίσει. Έπρεπε να κινηθεί. Προς μια κατεύθυνση που δεν θα την περίμενε κανείς.
Ο ήλιος έγερνε αργά στον ορίζοντα το δειλινό της τρίτης μέρας. Οι μισοτραβηγμένες κουρτίνες στο υπνοδωμάτιο του Ραντ έκοβαν την πορτοκαλιά λάμψη. Το Καλαντόρ αστραφτοβολούσε στο περίτεχνο στήριγμά του, σαν το πιο διαυγές κρύσταλλο.
Ο Ραντ κοίταξε τον Μάιλαν και τον Σούναμον κι ύστερα πέταξε πάνω τους το χοντρό μάτσο με τις μεγάλες περγαμηνές. Ήταν ένα σύμφωνο, γραμμένο με προσοχή, που του έλειπαν μόνο οι υπογραφές και οι σφραγίδες. Το μάτσο πέτυχε τον Μάιλαν στο στήθος κι αυτός το έπιασε αντανακλαστικά· υποκλίθηκε σαν να ένιωθε τιμή, όμως το βεβιασμένο χαμόγελό του αποκάλυψε σφιγμένα δόντια.
Ο Σούναμον στηρίχτηκε στο άλλο πόδι, τρίβοντας τα χέρια του. «Όλα είναι όπως τα είπες, Άρχοντα Δράκοντα μου», είπε ανήσυχα. «Σιτηρά για πλοία —»
«Και δύο χιλιάδες Δακρινοί επίστρατοι», τον έκοψε ο Ραντ. «“Για να επιβλέψουν τη σωστή διανομή των σιτηρών και να διαφυλάξουν τα Δακρινά συμφέροντα”». Η φωνή του ήταν σαν πάγος, όμως ένιωθε το στομάχι του να βράζει· παραλίγο να τον πιάσει τρεμούλα από την επιθυμία να γρονθοκοπήσει αυτούς τους τρεις ανόητους. «Δύο χιλιάδες άντρες. Υπό τη διοίκηση του Τορέαν!»