Выбрать главу

«Ο Υψηλός Άρχοντας Τορέαν έχει συμφέροντα στις υποθέσεις μας με το Μαγιέν, Άρχοντα Δράκοντά μου», είπε μελιστάλαχτα ο Μάιλαν.

«Έχει συμφέρον να επιβάλει την παρουσία του σε μια γυναίκα που δεν καταδέχεται να τον κοιτάξει!» φώναξε ο Ραντ. «Σιτηρά για όπλα είπα! Όχι στρατιώτες. Και σε καμία περίπτωση ο άτιμος ο Τορέαν! Δεν μιλήσατε καν με την Μπερελαίν;»

Αυτοί τον κοίταξαν ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, σαν να μην καταλάβαιναν τα λόγια του. Ως εδώ ήταν. Άρπαξε το σαϊντίν· οι περγαμηνές στα χέρια του Μάιλαν τυλίχτηκαν στις φλόγες. Με μια τσιρίδα, ο Μάιλαν πέταξε το φλεγόμενο πακέτο στο άδειο τζάκι και τίναξε βιαστικά τις σπίθες και τα αποκαΐδια από το κόκκινο, μεταξωτό σακάκι του. Ο Σούναμον χάζευε με το στόμα ορθάνοιχτο τα φλεγόμενα φύλλα, που έτριζαν και μαύριζαν.

«Θα πάτε στην Μπερελαίν», τους είπε, κατάπληκτος που η φωνή του ήταν τόσο γαλήνια. «Αύριο το μεσημέρι θα της έχετε προσφέρει το σύμφωνο που θέλω, ειδάλλως μόλις δύσει ο ήλιος αύριο θα σας κρεμάσω και τους δύο. Αν αναγκαστώ να κρεμάω Υψηλούς Άρχοντες κάθε μέρα, δύο-δύο, θα το κάνω. Θα σας στείλω στην αγχόνη ως τον τελευταίο, αν δεν με υπακούτε. Χαθείτε από μπροστά μου».

Ο ήρεμος τόνος φάνηκε να τους επηρεάζει περισσότερο από τις φωνές του. Ακόμα και ο Μάιλαν έδειχνε ταραγμένος καθώς έφευγαν πισωπατώντας και κάνοντας υποκλίσεις με κάθε βήμα, ενώ μουρμούριζαν διαβεβαιώσεις περί αέναης αφοσίωσης και αιώνιας υπακοής. Του προκαλούσαν αναγούλα.

«Βγείτε έξω!» βρυχήθηκε και παράτησαν την αξιοπρέπειά τους, παλεύοντας σχεδόν μεταξύ τους ποιος θα ανοίξει πρώτος τις πόρτες. Το έβαλαν στα πόδια. Ένας Αελίτης φρουρός έβαλε για μια στιγμή το κεφάλι στο δωμάτιο, για να δει αν ο Ραντ ήταν καλά πριν κλείσει την είσοδο.

Η τρεμούλα του Ραντ ήταν ολοφάνερη. Τον αηδίαζαν όσο αηδίαζε και με τον εαυτό του. Είχε απειλήσει να κρεμάσει ανθρώπους επειδή δεν είχαν κάνει αυτό που τους είχε πει. Και το χειρότερο ήταν ότι το εννοούσε. Θυμόταν που κάποτε δεν είχε νεύρα, ή τουλάχιστον που σπάνια τον έπιαναν τα νεύρα του, που κατάφερνε να τα συγκρατεί.

Πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου, εκεί που το Καλαντόρ λαμπύριζε από το φως που χυνόταν ανάμεσα από τις κουρτίνες. Η λεπίδα έμοιαζε φτιαγμένη από το πιο φίνο γυαλί, ήταν απολύτως διαφανής· στα δάχτυλά του έδινε αίσθηση ατσαλιού κι ήταν κοφτερή σαν ξυράφι. Νωρίτερα ήταν έτοιμος να την πιάσει, να ξεμπερδέψει με τον Μάιλαν και τον Σούναμον. Για να τη χρησιμοποιήσει σαν σπαθί ή για τον πραγματικό σκοπό της; Αυτό δεν το ήξερε. Και οι δύο πιθανότητες του προκαλούσαν φρίκη. Ακόμα δεν τρελάθηκα. Απλώς θύμωσα. Φως μου, θύμωσα πάρα πολύ!

Αύριο. Οι Σκοτεινόφιλες θα ανέβαιναν στο καράβι αύριο. Η Ηλαίην θα έφευγε. Όπως επίσης η Εγκουέν και η Νυνάβε. Προσευχόταν να γυρνούσαν στην Ταρ Βάλον· υπήρχε δεν υπήρχε το Μαύρο Άτζα, ο Λευκός Πύργος αυτή τη στιγμή πρέπει να ήταν το ασφαλέστερο μέρος. Αύριο. Μετά την αυριανή μέρα δεν θα υπήρχαν άλλες δικαιολογίες για να αναβάλει αυτό που έπρεπε να κάνει.

Γύρισε τα χέρια του και κοίταξε το σχέδιο του ερωδιού σε κάθε παλάμη. Τόσο συχνά τους κοίταζε, που θα μπορούσε να σχεδιάσει τέλεια την κάθε γραμμή από μνήμης. Οι Προφητείες τους είχαν προβλέψει.

Δυο φορές και δυο φορές εκείνος θα σημαδευτεί, δυο φορές για να ζήσει και δυο φορές για να πεθάνει. Μια φορά ο ερωδιός, για να ορίσει το δρόμο τον. Δυο φορές ο ερωδιός, για να πει ότι είναι αληθινός. Μια φορά ο Δράκοντας, για τις χαμένες μνήμες. Δυο φορές ο Δράκοντας, για το τίμημα που πρέπει να πληρώσει.

Αλλά αν οι ερωδιοί «έλεγαν ότι ήταν αληθινός», τι χρειάζονταν οι Δράκοντες; Κι επίσης, τι σήμαινε Δράκοντας; Ο μόνος Δράκοντας που ήξερε ήταν ο Λουζ Θέριν Τέλαμον. Ο Λουζ Θέριν ο Σφαγέας ήταν ο Δράκοντας· ο Δράκοντας ήταν ο Σφαγέας. Μόνο που τώρα ήταν ο Ραντ. Αλλά δεν μπορούσε να τον σημαδέψει ο εαυτός του. Ίσως η μορφή στο λάβαρο να ήταν Δράκοντας· ακόμα και οι Άες Σεντάι δεν έμοιαζαν να ξέρουν τι ήταν αυτό το πλάσμα.

«Άλλαξες από την τελευταία φορά που σε είδα. Είσαι πιο δυνατός. Πιο σκληρός».

Γύρισε και κοίταξε με ανοιχτό στόμα τη νεαρή που στεκόταν πλάι στην πόρτα, μια γυναίκα με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, που είχε μαύρα μαλλιά και μάτια. Ήταν ψηλή, ντυμένη στα λευκά και τα ασημένια, και κοίταζε υψώνοντας το φρύδι τους μισολιωμένους όγκους από ασήμι και χρυσάφι πάνω στην κορνίζα του τζακιού. Του είχε αφήσει εκεί για να θυμίζει στον εαυτό του τι μπορούσε να συμβεί όταν ενεργούσε δίχως σκέψη, όταν έχανε τον έλεγχο. Άδικος κόπος.