Ένας αέρας σηκώθηκε γύρω από τη Λανφίαρ κι αυτή άλλαξε. Ήταν... βεβαίως ήταν μεγαλύτερη του, αλλά δεν ήταν αυτή η σωστή λέξη. Πιο ώριμη. Πιο μεστή. Ακόμα πιο όμορφη, αν ήταν δυνατόν. Ολάνθιστο λουλούδι, σε σύγκριση μ' ένα μπουμπούκι. Παρ' όλο που ήξερε τι ήταν αυτή η γυναίκα, το στόμα του στέγνωσε και ο λαιμός του σφίχτηκε.
Τα μαύρα μάτια περιεργάστηκαν το πρόσωπό του γεμάτα αυτοπεποίθηση, αλλά και με μια ερωτηματική χροιά, σαν να αναρωτιόταν τι έβλεπε ο Ραντ. Αυτό που αντιλήφθηκε, ό,τι κι αν ήταν, φάνηκε να την ικανοποιεί. Χαμογέλασε ξανά. «Ήμουν βαθιά θαμμένη σε έναν ανονείρευτο ύπνο, όπου ο χρόνος δεν περνούσε. Τα γυρίσματα του Τροχού με προσπερνούσαν. Τώρα με βλέπεις όπως είμαι, και σ' έχω στα χέρια μου». Χάραξε δυνατά το σαγόνι του με το νύχι της κι αυτός μόρφασε. «Δεν είναι πια η ώρα για παιχνίδια και υπεκφυγές, Λουζ Θέριν. Αυτά τελείωσαν».
Το στομάχι του δέθηκε κόμπος. «Σκοπεύεις να με σκοτώσεις λοιπόν; Το Φως να σε κάψει, θα —»
«Να σε σκοτώσω;» είπε αυτή χωρίς να πιστεύει στα αφτιά της. «Να σε σκοτώσω! Αυτό που θέλω είναι να σε έχω για πάντα. Ήσουν δικός μου πολύ πριν σε κλέψει αυτή η ξεπλυμένη, η ανίκανη. Πριν σε πρωτοδεί στα μάτια της. Με αγαπούσες!»
«Κι εσύ αγαπούσες την εξουσία!» Για μια στιγμή ένιωσε ζαλισμένος. Οι λέξεις έμοιαζαν αληθινές —ήξερε ότι ήταν αληθινές― αλλά από πού είχαν βγει;
Η Σελήνη —η Λανφίαρ― φαινόταν να έχει σαστίσει κι αυτή, αλλά δεν άργησε να συνέλθει. «Έμαθες τόσα πολλά —έκανες τόσα πολλά, που δεν πίστευα ότι μπορούσες να τα κάνεις αβοήθητος― αλλά ακόμα βαδίζεις τυφλός σ' ένα σκοτεινό λαβύρινθο και η άγνοιά σου μπορεί να σε σκοτώσει. Κάποιοι από τους άλλους σε φοβούνται τόσο πολύ, που δεν θα περιμένουν. Ο Σαμαήλ, ο Ράχβιν, η Μογκέντιεν. Ίσως κι άλλοι, όμως αυτοί σίγουρα. Θα σε κυνηγήσουν. Δεν θα δοκιμάσουν να σε μεταπείσουν. Θα σε κυνηγήσουν ύπουλα, θα σε εξοντώσουν στον ύπνο σου. Εξαιτίας του φόβου τους. Αλλά υπάρχουν κι άλλα που θα μπορούσαν να σε διδάξουν, να σου δείξουν αυτά που ήξερες κάποτε. Τότε κανένας δεν θα τολμούσε να σου αντισταθεί».
«Να με διδάξουν; Θέλεις να αφήσω έναν Αποδιωγμένο να με διδάξει;» Έναν από τους Αποδιωγμένους. Έναν άντρα Αποδιωγμένο. Έναν άντρα που ήταν Άες Σεντάι την Εποχή των Θρύλων, που ήξερε τον τρόπο να διαβιβάζει, που ήξερε να αποφεύγει τις παγίδες, ήξερε... Κάτι τέτοιο του το είχαν προσφέρει ξανά. «Όχι! Ακόμα κι αν μου το πρόσφεραν, θα αρνιόμουν, αλλά γιατί να το κάνουν; Έχω ταχθεί εναντίον τους — κι εναντίον σου! Μισώ ό,τι έχεις κάνει, ό,τι αντιπροσωπεύεις». Τι ανόητος που είμαι! σκέφτηκε. Είμαι παγιδευμένος εδώ και την αψηφώ σαν το βλάκα στο παραμύθι, που δεν υποψιάζεται ότι ο δεσμώτης του μπορεί να θυμώσει και να αντιδράσει. Αλλά δεν θα έπαιρνε τα λόγια του πίσω. Πεισματικά, συνέχισε με ακόμα χειρότερα. «Θα σας εξοντώσω, αν μπορώ. Κι εσένα και τον Σκοτεινό κι όλους τους Αποδιωγμένους, ως τον τελευταίο!»
Μια επικίνδυνη λάμψη εμφανίστηκε και μετά χάθηκε στα μάτια της. «Ξέρεις γιατί μερικοί από εμάς σε φοβούνται; Έχεις την παραμικρή ιδέα; Επειδή φοβούνται ότι ο Μέγας Άρχοντας του Σκότους θα σου δώσει μια θέση ανώτερη από τη δική τους».
Ο Ραντ κατάφερε να γελάσει, ξαφνιάζοντας τον εαυτό του. «Ο Μέγας Άρχων του Σκότους; Ούτε κι εσείς μπορείτε να πείτε το αληθινό του όνομα; Αποκλείεται να φοβάστε μήπως τραβήξετε την προσοχή του, όπως οι σωστοί άνθρωποι. Ή μήπως φοβάστε;»
«Θα ήταν βλασφημία», είπε αυτή ανέκφραστα. «Καλά κάνουν και φοβούνται ο Σαμαήλ και οι υπόλοιποι. Ο Μέγας Άρχοντας θέλει εσένα. Θέλει να σε εξυψώσει πάνω από κάθε άλλον άνθρωπο. Μου το είπε».
«Τι γελοιότητα είναι αυτή; Ο Σκοτεινός είναι ακόμα φυλακισμένος στο Σάγιολ Γκουλ, αλλιώς θα πολεμούσα τώρα στην Τελευταία Μάχη. Κι αν ξέρει ότι υπάρχω, θα με θέλει νεκρό. Σκοπεύω να τον πολεμήσω».
«Α, σε ξέρει. Ο Μέγας Άρχοντας ξέρει περισσότερα απ' όσα υποψιάζεσαι. Μπορείς να μιλήσεις μαζί του. Πήγαινε στο Σάγιολ Γκουλ, στο Χάσμα του Χαμού, κι εκεί θα μπορέσεις να τον... ακούσεις. Θα... σε λούσει η παρουσία του». Ένα διαφορετικό φως έλαμπε τώρα στο πρόσωπό της. Έκσταση. Ανάσανε μέσα από τα μισάνοιχτα χείλη της και για μια στιγμή φάνηκε να ατενίζει κάτι μακρινό και υπέροχο. «Τα λόγια αδυνατούν να το περιγράψουν. Πρέπει να το βιώσεις για να καταλάβεις. Πρέπει». Τώρα ξανάβλεπε το πρόσωπό του, με μάτια μεγάλα, μαύρα και επίμονα. «Γονάτισε μπροστά στον Μεγάλο Άρχοντα και θα σε αναδείξει πάνω απ' όλους. Θα σε αφήσει ελεύθερο, να άρχεις κατά βούληση, αρκεί να κλίνεις το γόνυ μπροστά του μία φορά μονάχα. Να τον αναγνωρίσεις. Τίποτα παραπάνω. Μου το είπε. Ο Ασμοδαίος θα σε διδάξει πώς να χειρίζεσαι τη Δύναμη χωρίς να σε σκοτώσει, θα σε διδάξει τι μπορείς να κάνεις μ' αυτήν. Άσε με να σε βοηθήσω. Μπορούμε να εξοντώσουμε τους άλλους, ακόμα και τον Ασμοδαίο, όταν σε διδάξει όσα πρέπει να ξέρεις. Εγώ κι εσύ μπορούμε να κυβερνήσουμε τον κόσμο κάτω τον Μέγα Άρχοντα, για πάντα». Η φωνή της έγινε ψίθυρος, όπου μέσα του μπορούσε να διακρίνει κανείς ενθουσιασμό ανάμικτο με φόβο. «Δύο λαμπρά σα'ανγκριάλ κατασκευάστηκαν λίγο πριν από το τέλος, το ένα μπορείς να χρησιμοποιήσεις εσύ, το άλλο εγώ. Πολύ πιο λαμπρά από αυτό το σπαθί. Η δύναμη τους ξεπερνά τη φαντασία. Με αυτά θα μπορούσαμε να τα βάλουμε... ακόμα και με τον ίδιο τον Μέγα Άρχοντα! Ακόμα και με τον Δημιουργό!»