Οι δρόμοι έβριθαν από ανθρώπους, οι οποίοι όμως προχωρούσαν ληθαργικά, ζαλισμένοι από τη ζέστη· νωθρά πρόσωπα έλεγαν ότι δεν είχαν λόγο να κινούνται, παρά μόνο από συνήθεια. Πολλές γυναίκες με μεγάλα βαθιά καπέλα που κατέβαιναν κι έκρυβαν τα μάγουλα, είχαν φουστάνια με φθαρμένο ποδόγυρο, και δεν ήταν λίγοι οι άνδρες που τα κολάρα ή τα μανίκια των μακριών ως το γόνατο σακακιών τους ήταν τριμμένα.
Υπήρχαν πράγματι Λευκομανδίτες σκορπισμένοι στους δρόμους· όχι τόσοι πολλοί όσο έλεγε ο Θομ, αλλά ήταν αρκετοί. Της Νυνάβε της κοβόταν η ανάσα κάθε φορά που έβλεπε να την κοιτάζει άνδρας με άσπιλο μανδύα και αστραφτερή πανοπλία. Ήξερε ότι δεν είχε δουλέψει πολύ καιρό με τη Δύναμη, ώστε να αποκτήσει την αγέραστη όψη των Άες Σεντάι, όμως αυτοί οι άνθρωποι ίσως επιχειρούσαν να τη σκοτώσουν —οι μάγισσες της Ταρ Βάλον ήταν παράνομες στην Αμαδισία― και μόνο με την υποψία ότι είχε σχέση με τον Λευκό Πύργο. Προχωρούσαν αγέρωχα μέσα στα πλήθη και δεν έμοιαζαν να αντιλαμβάνονται τη φτώχεια γύρω τους. Οι άνθρωποι παραμέριζαν με σεβασμό για να τους αφήσουν να περάσουν, με ένα νεύμα σαν ανταπόκριση κάποιες φορές και συχνά με ένα αυστηρό και ευλαβικό «Πορεύσου εν τω Φωτί».
Αγνοώντας όσο μπορούσε τα Τέκνα του Φωτός, έψαξε να βρει φρέσκα λαχανικά, όταν όμως πια ο ήλιος μεσουράνησε, μια πύρινη σφαίρα από χρυσάφι που έκαιγε διαπερνώντας τα αραιά σύννεφα, οι δυο τους είχαν τριγυρίσει και από τις δύο πλευρές της χαμηλής γέφυρας και είχαν καταφέρει να βρουν μονάχα λίγα γλυκομπίζελα, κάτι μικρά ραπανάκια κι ένα καλάθι για να τα κουβαλήσουν. Ίσως ο Θομ να είχε όντως ψάξει. Αυτή την εποχή του χρόνου, οι πάγκοι και τα κιόσκια κανονικά έπρεπε να ξεχειλίζουν από την παραγωγή του καλοκαιριού, όμως αυτό που έβλεπαν κυρίως ήταν στοίβες από πατάτες και γογγύλια, τα οποία είχαν γνωρίσει και καλύτερες μέρες. Η Νυνάβε σκέφτηκε τα άδεια αγροκτήματα που είχαν δει πλησιάζοντας στην πόλη και αναρωτήθηκε πώς θα τα έβγαζε πέρα αυτός ο κόσμος το χειμώνα. Συνέχισαν να περπατούν.
Κρεμασμένο ανάποδα πλάι στην πόρτα του μαγαζιού μιας μοδίστρας, το οποίο είχε στέγη από καλαμιές, ήταν ένα ματσάκι ενός φυτού που έμοιαζε με σκουπόχορτο, με μικρά κίτρινα λουλουδάκια· μια λευκή κορδέλα τύλιγε τους βλαστούς τους σ’ ολόκληρο το μήκος τους και μια κίτρινη έδενε τις άκρες και κρεμόταν. Μπορεί να ήταν η μάταια προσπάθεια κάποιας γυναίκας για μια χαρωπή διακόσμηση μέσα σε δύσκολους καιρούς. Όμως η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι επρόκειτο για κάτι άλλο.
Στάθηκε πλάι σε ένα άδειο κατάστημα που είχε χαραγμένο ένα μαχαίρι για τεμαχισμό κρέατος στην ταμπέλα πλάι στην πόρτα και έκανε ότι έβγαζε μια πέτρα από το παπούτσι της, ενώ εξέταζε κρυφά το μαγαζί της μοδίστρας. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και υπήρχαν φανταχτερά τόπια υφάσματος στις μικρές βιτρίνες, όμως δεν έμπαινε και δεν έβγαινε κανείς.
«Δεν το βρίσκεις, Νυνάβε; Βγάλε το παπούτσι».
Το κεφάλι της Νυνάβε τινάχτηκε· είχε σχεδόν ξεχάσει ότι ήταν εκεί και η Ηλαίην. Κανένας δεν τις πρόσεχε και κανένας δεν ήταν τόσο κοντά, ώστε να μπορεί να κρυφακούσει. Καλού-κακού πάντως χαμήλωσε τη φωνή της. «Το ματσάκι με το σκουπόχορτο πλάι στην πόρτα εκείνου του μαγαζιού. Είναι σινιάλο του Κίτρινου Άτζα, σήμα κινδύνου ενός από τους πληροφοριοδότες των Κίτρινων».
Δεν χρειάστηκε να πει της Ηλαίην να μην κοιτάξει απότομα· τα μάτια της κοπέλας μόλις που άγγιξαν το κατάστημα. «Είσαι σίγουρη;» ρώτησε χαμηλόφωνα. «Και πού το ξέρεις;»
«Φυσικά και είμαι σίγουρη. Είναι ακριβώς το ίδιο· ακόμα και η κίτρινη κορδέλα που κρέμεται είναι σχισμένη στα τρία». Κοντοστάθηκε να πάρει μια βαθιά ανάσα. Αν δεν έκανε κάποιο παταγώδες λάθος, τότε αυτή η ασήμαντη χούφτα του χόρτου είχε τρομερό νόημα. Αν έκανε λάθος, τότε θα γελοιοποιούνταν, και κάτι τέτοιο δεν της άρεσε καθόλου. «Στον Πύργο μιλούσα πολύ με τις Κίτρινες». Ο κύριος σκοπός των Κίτρινων ήταν η Θεραπεία· δεν τις ενδιέφεραν πολύ τα βότανά της, αλλά, όταν μπορούσες να Θεραπεύσεις με τη Δύναμη, δεν χρειαζόσουν βότανα. «Μου το είπε μια απ’ αυτές. Δεν θεώρησε ότι έκανε κάποιο παράπτωμα, εφόσον ήταν σίγουρη ότι θα διαλέξω το Κίτρινο. Εκτός αυτού, έχει να χρησιμοποιηθεί εδώ και τριακόσια σχεδόν χρόνια. Ηλαίην, ελάχιστες γυναίκες σε κάθε Άτζα ξέρουν ποιοι είναι οι πληροφοριοδότες του Άτζα, όμως ένα ματσάκι κίτρινα λουλούδια, δεμένα και κρεμασμένα μ’ αυτόν τον τρόπο λέει σε όλες τις Κίτρινες αδελφές ότι ένας πληροφοριοδότης είναι εδώ κι έχει ένα μήνυμα τόσο επείγον, ώστε ρισκάρει να αποκαλυφθεί η ταυτότητά της».